Σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 2 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιοποιήσει τις οριστικές επιλογές της σχετικά με τους ιδίους πόρους της Ε.Ε. μετά το 2020, υιοθετώντας πακέτο νομοθετικών προτάσεων, το οποίο θα υποβάλει για έγκριση στα κράτη-μέλη.
Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από τους «27» (το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί), ωστόσο η τελική πρόταση της Κομισιόν έχει πάντα πολιτικό βάρος γιατί θα αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο Υπουργών.
Δυστυχώς, οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές για τις χώρες που «ποντάρουν» στο χρηματοδοτικό πακέτο για την πενταετία ή επταετία μετά το 2020. Χώρες, όπως η Ελλάδα, η οποία είναι μεταξύ των κρατών-μελών που επωφελούνται περισσότερο από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, τόσο από την Κοινή Αγροτική Πολιτική όσο και από την πολιτική συνοχής.
Το πρόβλημα δημιουργείται με το Βrexit, οι Βρετανοί αποχωρούν τον Μάρτιο του 2019, ενώ έχουν συμφωνήσει να τηρήσουν όλες τις δεσμεύσεις τους ως κράτος-μέλος, οι οποίες καλύπτουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό μέχρι και το 2020.
Από εκεί και πέρα θα δημιουργηθεί μια ετήσια «τρύπα», η οποία κυμαίνεται μεταξύ 12-14 δισ. ευρώ. Δηλαδή σε βάθος επταετίας το ποσό που θα λείψει σε σχέση με το σημερινό πακέτο θα πλησιάσει τα 100 δισ. ευρώ.
Και δεν είναι μόνο αυτή η «τρύπα», γιατί η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί τα τελευταία χρόνια σε νέες πολιτικές με πρόσθετο κόστος. Πρόκειται για τη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, την ευρωπαϊκή άμυνα και την εσωτερική ασφάλεια, που μπορούν να απαιτήσουν περίπου 25 δισ. ευρώ. Μέχρι τώρα, για τις δαπάνες αυτές που προέκυψαν τα τελευταία δύο χρόνια, η Κομισιόν έβρισκε τα χρήματα μέσω ανακατανομής των υφιστάμενων πόρων, ενώ τώρα θα λάβουν μόνιμο χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, αναζητούνται 125 δισ. ευρώ για να καλυφθεί η «τρύπα», κάτι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, που σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας συνδυασμός περικοπής δαπανών και αύξησης της συνεισφοράς των κρατών-μελών στους ιδίους πόρους. Υπάρχει και ένας άλλος δρόμος που είναι η επιβολή ενός ευρωπαϊκού φόρου, στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές για παράδειγμα, ωστόσο τη λύση αυτή δεν τη βλέπουν με… καλό μάτι αρκετές χώρες.
Οπως έχει επισημάνει και ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μόνο 14 χώρες είναι διατεθειμένες να αυξήσουν τη συνεισφορά τους στους ιδίους πόρους. Εάν οι υπόλοιπες επιμείνουν στην άρνηση και με δεδομένο ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία, δεν υπάρχει άλλη λύση από τη δραστική περικοπή των δαπανών στους τομείς της συνοχής και της γεωργίας.
Οι βασικές πολιτικές, που απορροφούν σήμερα πάνω από το 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού (περίπου 650-700 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020), είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική και η πολιτική συνοχής, δηλαδή η χορήγηση μαζικών χρηματοδοτήσεων στις ασθενέστερες οικονομικά χώρες και περιφέρειες της Ε.Ε.
Η διαπραγμάτευση, που θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα, θα έχει ένα θετικό και ένα αρνητικό στοιχείο.
Το θετικό είναι πως η Γερμανία φέρεται διατεθειμένη να αυξήσει τη συνεισφορά της στον κοινοτικό προϋπολογισμό και σε αυτό σημαντικό ρόλο έχει παίξει η είσοδος των Σοσιαλδημοκρατών στη νέα κυβέρνηση. Αν έμπαιναν οι… προβληματικοί Φιλελεύθεροι, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για την Ε.Ε. Οι Γερμανοί έχουν καθαρή συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό της τάξης των 13,5 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως. Ωστόσο, κερδίζουν έμμεσα από την Ε.Ε., λόγω της συμμετοχής τους στην ενιαία αγορά, περίπου 120 δισ. ευρώ το χρόνο.
Το αρνητικό στοιχείο είναι ότι όλες οι άλλες χώρες με καθαρή συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό -και είναι 8- εμφανίζονται από επιφυλακτικές μέχρι αρνητικές σε μια αύξηση. Την πιο εχθρική στάση έχει η Ολλανδία, η οποία δεν θέλει να συνεισφέρει περισσότερα, παρά το γεγονός ότι η καθαρή συνεισφορά της είναι 2,8 δισ. ευρώ, ενώ από την ενιαία αγορά επωφελείται περίπου 45 δισ. ευρώ ετησίως.
Η Ευρωβουλή δεν έχει βασικό ρόλο στη διαπραγμάτευση, ωστόσο η θέση της έχει πολιτικό βάρος. Τον περασμένο μήνα οι ευρωβουλευτές πήραν θέση, ζητώντας από τα κράτη-μέλη να μην περικόψουν τις δαπάνες συνοχής. Οπως τονίζεται στο σχετικό ψήφισμα, οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, ειδικά για τις περιοχές με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μείωσαν τα περιθώρια των δημοσιονομικών πολιτικών, οδηγώντας σε περικοπές των δημόσιων επενδύσεων.
Με βάση όλα τα παραπάνω είναι, λοιπόν, προφανές πως οποιαδήποτε κι αν είναι η τελική απόφαση θα υπάρξουν απώλειες για τους Ευρωπαίους αγρότες, αλλά και τις φτωχότερες χώρες και περιφέρειες. Το ζητούμενο είναι οι απώλειες να κινηθούν σε λογικά επίπεδα.
Μεγάλοι χαμένοι οι Έλληνες αγρότες
Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι μεγάλο γιατί επωφελείται τόσο από τη γεωργία όσο και από τη συνοχή, που σημαίνει ότι θα πληγεί αναλογικά περισσότερο από άλλα κράτη-μέλη.
Η Ελλάδα, με 4,8 δισ. ευρώ ετησίως, ήταν μεταξύ των χωρών που επωφελήθηκαν των υψηλότερων καθαρών χρηματοδοτήσεων στη διάρκεια της τριετίας 2014-2016. Σε κατά κεφαλήν χρηματοδοτήσεις η χώρα ήταν πρώτη στη γεωργία και τρίτη στη συνοχή, μετά την Πολωνία και τη Ρουμανία.
Συνολικά την περίοδο 2014-2020 η χώρα μας θα πάρει κοινοτικά κονδύλια ύψους 35 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά και τα προηγούμενα της περιόδου 2007-2013 ήταν που κράτησαν τη χώρα όρθια στη διάρκεια της κρίσης, διαφορετικά η χρεοκοπία θα είχε γίνει και στην πράξη.