Υπερτουρισμός είναι η αντίληψη που δημιουργείται στους κατοίκους ότι ο τουρισμός επηρεάζει αρνητικά τη ποιότητα της ζωής τους είτε από την «τουριστικοποίηση» του τόπου στον οποίον ζουν, δηλαδή την αλλαγή των χρήσεων σε καταστήματα και κατοικίες που δεν ικανοποιούν πλέον τις ανάγκες τους αλλά τις ανάγκες των επισκεπτών, είτε από τον υπερβολικό συνωστισμό που υποβαθμίζει τη καθημερινότητα τους με διάφορους τρόπους (θόρυβο, κυκλοφοριακό, κατάληψη δημόσιων χώρων, υπερφόρτωση υπηρεσιών κλπ) είτε και τα δύο. Υπερτουρισμό μπορεί να αισθάνονται και οι επισκέπτες και αναφέρεται στη υποβάθμιση της εμπειρίας που προκύπτει είτε από τον πολύ συνωστισμό, είτε από την αλλοίωση του προορισμού που έχει χάσει τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον γνώρισαν ή για τα οποία είχε γίνει γνωστός.
Ο υπερτουρισμός μετριέται είτε μέσα από τη παρατήρηση των γεγονότων, δηλαδή των αντιδράσεων κατοίκων ή επισκεπτών, είτε μέσα από στοχευμένες έρευνες για αποτύπωση της ικανοποίησης τους, όπως η πρόσφατη πανελλήνια έρευνα του ETERON, ή τις έρευνες που υλοποίησε το Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης στα Ιόνια, στη Σέριφο, στη Τήνο και στη Πάρο.
Οι «αρνητές» του υπερτουρισμού στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο αυτό συμβαίνει για σύντομο χρονικό διάστημα, στη κορύφωση της τουριστικής περιόδου, που κυμαίνεται από ένα μέχρι τρεις-τέσσερεις μήνες και ότι την υπόλοιπη περίοδο οι προορισμοί είναι «άδειοι», δεν υπάρχει ζωή. Δηλαδή βγάζουν έναν μέσο όρο μεταξύ υψηλής και χαμηλής πίεσης, μεταξύ του “είναι αδύνατη η ζωή” και “δεν υπάρχει ζωή”. Είναι μια ιδιαίτερη «γνωμάτευση» που τους επιτρέπει να ισχυριστούν ότι οι προορισμοί μπορούν να αντέξουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση που φέρνει η δημιουργία και νέων κλινών (επαγγελματικών και ιδιωτικών) και επομένως προτείνουν μέσω των χωροταξικών σχεδίων συνέχιση της δόμησης ακόμη και σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως «κορεσμένες».
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2018 ενέκρινε έκθεση που συνέταξε μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων με αντικείμενο τον υπερτουρισμό στην Ευρώπη. Η έκθεση είχε αναφορές και στην Ελλάδα και ειδικά στα νησιά. Όπως συμβαίνει συχνά ….τα ευρωπαϊκά νέα δεν έφτασαν στη χώρα μας που, μέσα στην οικονομική κρίση, είδε την αύξηση των τουριστικών μεγεθών ως μοναδική πηγή εσόδων στη χώρα και θέσεων απασχόλησης, όταν όλοι οι άλλοι τομείς ήταν καθηλωμένοι.
Η πανδημία που ακολούθησε συνέβαλε όχι απλά να ξεχαστεί αυτή η κατάσταση αφού ο υποτουρισμός που ακολούθησε δημιούργησε μεγάλα οικονομικά προβλήματα σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους του κλάδου που στηρίχθηκαν με κρατικές επιδοτήσεις.
Η γρήγορη ανάκαμψη του κλάδου, τουλάχιστον στην Ευρώπη, επανάφερε το θέμα στο προσκήνιο με διαμαρτυρίες των κατοίκων για υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Βενετία, Άμστερνταμ, Βαρκελώνη, Κανάρια, Μαγιόρκα, Πάρος, Νάξος, Ρόδος, Χαλκιδική. Στην Ελλάδα η διαμαρτυρία αυτή εκφράστηκε μέσα από το «κίνημα των παραλιών» που αποτύπωνε την αγανάκτηση των κατοίκων για τον αποκλεισμό τους από το δημόσιο αγαθό που είναι η παραλία. Ανάλογη δυσφορία εξέφρασαν και οι κάτοικοι των Ιονίων, προφορικά και γραπτά, για την «αδυναμία» τους να ζήσουν το καλοκαίρι λόγω συνωστισμού στους δρόμους και στις παραλίες σε έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου αλλά και της ALCO που υλοποίησε η Περιφέρεια Ιονίων. Τέλος, η καθήλωση των εσόδων σε σχέση με την αύξηση των επισκεπτών καταγράφει τη «δυσαρέσκεια» των επισκεπτών.
Η φέρουσα ικανότητα δεν αφορά στον τουρισμό, αλλά στον προορισμό και στο κατά πόσο αυτός μπορεί να αντέξει από το αποτύπωμα που αφήνουν όλες οι δραστηριότητες που υπάρχουν, μαζί με τον τουρισμό. Η φέρουσα ικανότητα, έννοια που δημιουργήθηκε από τους βιολόγους για να υπολογίσει το πόσο αντέχει το περιβάλλον ενός τόπου στο να υποστηρίξει την ύπαρξη αγροτικών δραστηριοτήτων (πχ. πόσα ζώα μπορεί να θρέψει ένας τόπος), επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της ζωής ενός τόπου, όπως οικονομία, κοινωνία, υποδομές. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αν στον τόπο δημιουργούνται ή υποσκάπτονται οι προϋποθέσεις για να υπάρχει ανθρώπινη και περιβαλλοντική ευημερία τώρα και στο μέλλον.
Κατά συνέπεια πρέπει μετρηθεί η κατάσταση της δομής και της δυναμικής του ανθρώπινου, του παραγωγικού (συμπεριλαμβανόμενων και των υποδομών) και του φυσικού κεφαλαίου και, στη περίπτωση μας, το πως ο τουρισμός επηρεάζει αυτό το απόθεμα. Επομένως χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα σύστημα δεικτών που να καταγράφουν και να παρακολουθούν τόσο το απόθεμα των κεφαλαίων, όσο και τους παράγοντες που το επηρεάζουν. Σε ότι αφορά στον τουρισμό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού έχει επεξεργαστεί ένα μεθοδολογικό πλαίσιο και μια σειρά δεικτών προς τη κατεύθυνση αυτή.
Οι «αρνητές» της έννοιας της φέρουσας ικανότητας προσομοιάζουν με τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής, που δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα (παραγωγή και κατανάλωση) με την ένταση που γίνεται έχει ξεπεράσει τα περισσότερα από τα εννέα πλανητικά όρια που καθόρισαν επιστήμονες και αποδέχτηκε η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών του κόσμου. Ούτε ενδιαφέρονται για το αν θα επιτευχθούν οι Παγκόσμιοι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs’) που έχουν τεθεί για το 2030 από τα Ηνωμένα Εθνη και αφορούν πέρα από το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία.
Το ερώτημα είναι: Πως μπορούμε να κινηθούμε αν έχουμε διαπιστώσει το πρόβλημα, ενώ οι «αρνητές» κινούνται στη λογική «business as usual» ή «πάμε και όπου βγει» όπως φαίνεται και στο σχέδιο του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου του Τουρισμού που βρίσκεται σε επεξεργασία; Γκολφ και πισίνες στις άνυδρες περιοχές, χιονοδρομικά χωρίς χειμώνα, νέα καταλύματα παντού, (ακόμη και σε ακατοίκητα νησιά) κυρίως πολυτελή και εκτός κλίμακας, κατασκευές «πάνω στο κύμα» και πάνω σe περιοχές πλούσιας βιοποικιλότητας, ρυπογόνα κροουαζιερόπλοια-πολιτείες, ταξίδια αναψυχής αστραπή (fast tourism), δημιουργία οικονομιών και κοινωνιών που εξαρτώνται από τη πρόσοδο των ιδιωτικών ενοικιάσεων σύντομης διάρκειας, είναι μερικές από τις επιλογές που γίνονται ρητά ή άρρητα, συνειδητά ή ασυνείδητα και οδηγούν αναπότρεπτα στη ταχύτατη μείωση της ανθεκτικότητας των προορισμών και του πλανήτη. Και όλα αυτά «βαφτισμένα» ως βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ είναι μεγέθυνση χωρίς όρια.
Δύο είναι τα βασικά εναλλακτικά σενάρια για τον τουρισμό:
το ένα, το ελάχιστο αποδεκτό με δεδομένη τη κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, είναι η εφαρμογή δράσεων για τη διαχείριση του προβλήματος με αλλαγές, μικρές και μεγάλες, που να περιορίσουν το μέγεθος του αποτυπώματος της κάθε τουριστικής διανυκτέρευσης σε ότι αφορά στη κατανάλωση ενέργειας, τη κατανάλωση νερού, τη παραγωγή αποβλήτων, τη κατανάλωση εδάφους και βιοποικιλότητας, χερσαίας και θαλάσσιας. Αποτελεί μια προσπάθεια για πράσινη μετάβαση που όμως θα έχει περιορισμένα σε εύρος και χρόνο αποτελέσματα, εφόσον η αύξηση τουριστικών κλινών και ροών συνεχίζεται σε έναν προορισμό.
το δεύτερο είναι η εφαρμογή πολιτικών που θα μεταβάλουν το τουριστικό προϊόν ανατρέποντας το σημερινό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για μεγέθυνση με «πολυτέλεια» που εξαντλεί τους πόρους και δημιουργεί μη βιώσιμες καταστάσεις εφόσον έχουν ξεπεραστεί τα όρια της φέρουσας ικανότητας. Το νέο μοντέλο αυτό οφείλει να επιβάλει έναν «αργό και λιτό τουρισμό», βάζοντας όρια στη κατανάλωση φυσικού κεφαλαίου και λαμβάνοντας υπόψη τα όρια και τη διατήρηση της ταυτότητας των προορισμών. Προορισμοί που θα αναδεικνύουν τους τοπικούς φυσικούς, πολιτιστικούς και παραγωγικούς τους πόρους, με εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με κατασκευή πράσινων υποδομών και βασικό στόχο τη βελτίωση της εργασίας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, προσφέροντας ευεξία και μοναδικές εμπειρίες στους επισκέπτες.
Γιάννης Σπιλάνης
Ομ. Καθηγητής Τμ. Περιβάλλοντος – Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Διευθυντής Εργαστηρίου Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης (https://llid.aegean.gr/)
Διευθυντής Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης Αιγαίου (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/)
Εμπειρογνώμονας Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού