Μα πρέπει να μας το πει η TUI;
Χρειάζεται αλήθεια να πειστούμε από άλλους για τα στοιχεία που πρέπει να αναδείξουμε στην Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό; Κι όμως, στην πρόσφατη επίσκεψη του επικεφαλής της TUI ακούσαμε πόσο πρέπει να σεβαστούμε και να εκτιμήσουμε τον τόπο μας
Χριστίνα Πουτέτση
Το κλίμα ήταν πανηγυρικό. Επισφράγισε τον απολογισμό μιας χρονιάς η οποία, αν μη τι άλλο, είχε δυναμική. Και ένα ακόμα ρεκόρ σε αφίξεις.
Για δύο ημέρες η ηγεσία του παγκόσμιου τουριστικού οργανισμού TUI βρέθηκε στην Αθήνα θέλοντας να τιμήσει τη στρατηγική της συνεργασία με την ελληνική τουριστική ηγεσία και τον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και να γιορτάσει τα θετικά της αποτελέσματα. Μια αύξηση 10% από το 2016 που αντιστοιχεί και στο 10% της εισερχόμενης τουριστικής κίνησης στη χώρα. Και μια δέσμευση του κορυφαίου tour operator ότι το 2018 θα αυξήσει σε 2,8 εκατ. τους πελάτες που έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα μέσω των ξενοδοχειακών προϊόντων του. Αποτέλεσμα και της στενής του συνεργασίας συνδιαφήμισης με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ), με συμμετοχή του τελευταίου με 1,7 εκατ. ευρώ σε ενέργειες προβολής στις ευρωπαϊκές αγορές.
Το θετικό κλίμα επιβεβαιώθηκε από τη συνάντηση του διευθύνοντος συμβούλου της TUI Φριτς Γιούσεν με τον Πρωθυπουργό το πρωί της Παρασκευής, αλλά και τη δήλωσή του ότι εφέτος η Ελλάδα βιώνει μια «πραγματική αναγέννηση», με θετικές επιδράσεις στην απασχόληση.
Η χώρα λοιπόν είναι στρατηγική επιλογή της TUI στον μελλοντικό της σχεδιασμό. «Η Ελλάδα αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για εμάς», δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου ο κ. Γιούσεν ανακοινώνοντας την κατασκευή δέκα ακόμη πολυτελών ξενοδοχείων του ομίλου στην επόμενη τριετία, κυρίως σε δημοφιλή νησιά, αλλά και άλλες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος. Αυτά έρχονται να προστεθούν στα 32 ιδιόκτητα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων που διαθέτει το TUI Group, αλλά και στα περισσότερα από 2.000 με τα οποία συνεργάζεται στην Ελλάδα.
Αυτό που έχει όμως περισσότερο ενδιαφέρον είναι η προτεραιότητα που δίνει ο τουριστικός όμιλος στην αειφορία και στη βιωσιμότητα, καθώς και στον θεματικό εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος με στοιχεία όπως ο πολιτισμός, στοχεύοντας στην ποιοτική διαφοροποίηση και επέκταση της σεζόν.
Και εκεί έχουν σημασία τα λόγια του κ. Γιούσεν. Ο οποίος επισήμανε ότι τα στοιχεία της Ελλάδας ως προορισμού μοιάζουν πολύ με της Ιταλίας. Μιας χώρας που βασίζεται πολύ στον μεμονωμένο ταξιδιώτη και στον συνδυασμό πολιτισμού και γαστρονομίας, με την τελευταία να είναι αναγνωρισμένη διεθνώς. Αυτονόητα, που θα έπρεπε να έχουν γίνει ήδη πράξη σε έναν προορισμό ο οποίος αντιλαμβάνεται τα αξιακά του στοιχεία και τα εκτιμά.
Μα πρέπει να μας το πει η TUI για να αξιοποιήσουμε «το φυσικό μας πλεονέκτημα», που εκτός από τον ήλιο και τη θάλασσα είναι και ο πολιτισμός; «Οι πελάτες μας το θέλουν αυτό», τόνισε ο κ. Γιούσεν, υπογραμμίζοντας τις «αυθεντικές εμπειρίες». Παραδέχθηκε δε ότι η χώρα ωφελήθηκε από τη συγκυριακή αναστάτωση σε Αίγυπτο και Τουρκία, υποστηρίζοντας ωστόσο τη μοναδικότητα του πολιτιστικού αποθέματος και το υψηλό επίπεδο της ξενοδοχειακής υποδομής. Συνεπώς έχει την ευκαιρία «να κερδίσει τις εντυπώσεις όσων την επισκέφθηκαν για πρώτη φορά».
Πρέπει να μας πει η TUI ότι στην Ελλάδα έχουμε τόσο μικρή σεζόν, παρότι οι καιρικές συνθήκες εξυπηρετούν το αντίθετο και τα αποτελέσματα επιχειρήσεων και απασχόλησης θα βελτιώνονταν γεωμετρικά; Και ότι για να συζητήσουμε για επιμήκυνση τουριστικής περιόδου θα πρέπει εκτός από τα ξενοδοχεία, να είναι ανοιχτά τα εστιατόρια και τα καταστήματα της περιοχής; Η Σαντορίνη που λειτουργεί ως δωδεκάμηνος προορισμός, με 100 μονάδες ανοικτές, είναι μια κατηγορία από μόνη της. Υποδέχεται κυρίως Ασιάτες τους μήνες του χειμώνα, ενώ τα προγράμματα των Tour Operators έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τον Νοέμβριο.
Πρέπει να μας πει η TUI για την ανάγκη βελτίωσης των υποδομών σε αεροδρόμια, οδικό δίκτυο και λιμάνια, μια και αυτή είναι η βάση για οποιαδήποτε ανάπτυξη;
Πρέπει να μας πει η TUI για την εκπαίδευση στον τουρισμό, έλλειψη που επισημαίνεται διαχρονικά, αλλά καλύπτεται μόνο μερικά;
Εκτός από την πρωτοβουλία του TUI Care Foundation στην Κρήτη για να ενταχθούν 192 γεωργοί, ένας αγροτικός συνεταιρισμός, δύο οινοποιεία, ένα ελαιοτριβείο και ένα μοναστήρι και να προμηθεύουν τα ξενοδοχεία του τουριστικού οργανισμού με τα προϊόντα τους, πώς συνδέεται συντεταγμένα η πρωτογενής παραγωγή με τον τουρισμό; Όταν όλοι κατ’ ιδίαν παραδέχονται ότι το κόστος για τη διατροφή που έχει να διαχειριστεί ένας ξενοδόχος πουλώντας με 25 ευρώ το δωμάτιο all inclusive, δεν του επιτρέπει να προμηθευτεί όχι προϊόντα ΠΟΠ, αλλά γενικότερα ελληνικής παραγωγής.
Πρέπει να μας πει η TUI ότι μια «πολυκατοικία με δωμάτια» είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην αποτυχία και γι’ αυτό κάθε νέα επένδυση θα πρέπει να συμβαδίζει με τις αρχές της αειφορίας και του σεβασμού στο περιβάλλον με τα οφέλη να διαχέονται στην ευρύτερη περιοχή; Αυτό όταν ακόμα ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται στην αύξηση του συντελεστή δόμησης στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και η κοινή αντίληψη για την ποιότητα και την πολυτέλεια στη φιλοξενία έχει να κάνει με τo «χρυσό περιτύλιγμα».
Πρέπει να εμπλακεί η TUI σε σχέδιο για την ανάπτυξη του χειμερινού τουρισμού από το 2018/19; Εναλλακτικά πώς μπορεί να υλοποιηθεί η πολιτική του υπουργείου για τουρισμό 365 μέρες τον χρόνο; Και ποιο είναι το μήνυμα για τα ξενοδοχεία που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των 4 και 5 αστέρων, για τα οποία ενδιαφέρεται ο τουριστικός οργανισμός; Από τα 9.730 ξενοδοχεία που λειτουργούν στη χώρα οι 7.874 μονάδες είναι 3 αστέρων και κάτω. Ο κυρίαρχος τύπος είναι ξενοδοχεία κλασικού τύπου, κατηγορίας 2 και 3 αστέρων, με τη μέση δυναμική στο κάθε ένα να μην ξεπερνά τα 42 δωμάτια. Γι’ αυτά ποια είναι η πλατφόρμα στην οποία θα δραστηριοποιηθούν για να βρουν διέξοδο στη διεθνή αγορά; Πώς θα ανακαλύψουν και θα αναδείξουν την προστιθέμενη αξία τους; Και πώς θα ξεπεράσουν τα χρονικά όρια λειτουργίας τους χωρίς αυτό το ρίσκο να αποβεί ζημιογόνο;
Στην Κω, ένα νησί που ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια με την εικόνα του να στιγματίζεται τόσο από το προσφυγικό όσο και από τον σεισμό, η TUI αναπτύσσει ξενοδοχειακά brands τα οποία διαφοροποιούνται ως προς τη στόχευση και την οικονομική δυνατότητα των πελατών, δίνοντας έμφαση στα τοπικά στοιχεία. Και παρότι οι εκπτώσεις δεν έλειψαν το τελευταίο διάστημα για την ενίσχυση της ζήτησης στο νησί, τα συγκεκριμένα ξενοδοχεία είχαν ιδιαίτερα ικανοποιητικές πληρότητες και επιδόσεις και στις τιμές κρατήσεων.
Όμως πέρα από τις επιλογές και τις αποφάσεις που παίρνει μια πολυεθνική εταιρία, η οποία κινείται πάνω στο δικό της όραμα και μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό, υπάρχει και ο προορισμός.
Πρέπει λοιπόν να μας πει η TUI ότι το νησί του Ιπποκράτη θα έπρεπε να έχει κάνει «σημαία» του αυτή τη μοναδική κληρονομιά, σε μια εποχή που η ολιστική προσέγγιση στην ευζωία και στην υγεία έχει τέτοια δυναμική διεθνώς; Και αυτό φυσικά όχι μόνο στα λόγια ή σε ένα φυλλάδιο. Αλλά ουσιαστικά και στην πράξη, με τις επιχειρήσεις εστίασης να υιοθετούν τις αρχές της Ιπποκράτειας διατροφής.
Πρέπει να μας το πει η TUI για να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα είναι ένας προορισμός με αξία;
Oχι βέβαια…
http://www.protagon.gr/