Η Google ελέγχει περίπου τα 2/3 όλων των αποτελεσμάτων αναζήτησης παγκοσμίως.
Όταν ακούμε τον όρο «διαδικτυακή λογοκρισία», το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο νου είναι ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως η Κίνα. Όμως, σύμφωνα και με μια ανάλυση του CNN Money, η Google είναι ένας από τους μεγαλύτερους άτυπους λογοκριτές του διαδικτύου στον κόσμο.
Για να μπορεί η Google να λειτουργεί σε 219 χώρες, οφείλει να υπακούει σε τοπικούς νόμους και κανόνες – πολλοί εκ των οποίων απαιτούν από την εταιρεία να αφαιρεί συγκεκριμένο περιεχόμενο από τα αποτελέσματα αναζήτησης και άλλες ιστοσελίδες.
Για παράδειγμα, στην Τουρκία η Google «κατεβάζει» συνδέσμους σε ιστοσελίδες που συκοφαντούν τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, εφόσον η συκοφάντησή του συνιστά αδίκημα. Παρομοίως, στην Ταϋλάνδη είναι παράνομη η δυσφήμηση της μοναρχίας, και έτσι η Google μπλοκάρει βίντεο στο YouTube που κοροϊδεύουν τον Βασιλιά Μπουμιμπόλ Αντουλιαντέζ.
Το 2013, οι κυβερνήσεις ζήτησαν από τη Google να βγάλει 39,374 στοιχεία από τα αποτελέσματα αναζήτησης, το YouTube και άλλες ιστοσελίδες, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση διαφάνειας της εταιρείας. Επιπλέον, οι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων ζήτησαν από τη Google να κατεβάσει 36,5 εκατομμύρια συνδέσμους, βίντεο και άλλα στοιχεία.
Η Google δεν παρέχει δεδομένα σε σχέση με τον αριθμό των αιτημάτων που ικανοποιεί, αλλά δημοσιοποιεί παραδείγματα αιτημάτων που αποδέχεται και αιτημάτων που απορρίπτει.
Για παράδειγμα, η Ρωσία ήθελε να φύγει μια ανάρτηση ενός ιστολογίου που περιείχε τη φράση «είχε σοκολάτα» επειδή παρέβαινε έναν ομοσπονδιακό νόμο. Η Google υπάκουσε επειδή στα ρώσικα, η «σοκολάτα» μπορεί να αναφέρεται και σε ένα ναρκωτικό, και η χώρα απαγορεύει δια νόμου τη δημοσίευση περιεχομένου σχετικού με τα ναρκωτικά.
Όμως, όταν το Τμήμα Φυλακών της Πολιτείας της Τζόρτζια ζήτησε να κατέβει ένα βίντεο από το YouTube που έδειχνε την άσκηση βίας εναντίον κάποιων κρατουμένων, η Google απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα επειδή το βίντεο δεν παραβίαζε κάποιο κρατικό ή ομοσπονδιακό νόμο.
Η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή λογοκρισίας της Google είναι ο αμφιλεγόμενος νόμος σχετικά με το «Δικαίωμα στη Λήθη».
Τον Μάιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζητούν από τη Google να αφαιρεί ευαίσθητους συνδέσμους από τα αποτελέσματα αναζήτησης. Η Google είπε ότι έχει λάβει περίπου 700.000 σχετικά αιτήματα μέχρι σήμερα. Συνολικά, έχει αφαιρέσει 40% των συνδέσμων – σύμφωνα με το νόμο, η Google μπορεί να απορρίπτει τα αιτήματα αν πιστεύει ότι η ύπαρξη των εν λόγω συνδέσμων είναι υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.
Κάποια απ’ αυτά τα αιτήματα η Google έχει αρνηθεί να τα ικανοποιήσει κι αυτό την έχει φέρει έως και στα δικαστήρια. Το 2011, για παράδειγμα, η εταιρεία εξοργίστηκε τόσο πολύ από τα αιτήματα λογοκρισίας της Κίνας που απέσυρε όλες τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες έξω από τη χώρα. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι θα υπακούει μόνο σε αιτήματα δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, ενώ ο κινεζικός λαός δεν είχε τη δυνατότητα να επιλέξει τους ηγέτες που κάνουν τα αιτήματα λογοκρισίας.
«Έχουμε εργαστεί ακούραστα για να πολεμήσουμε τη διαδικτυακή λογοκρισία σε όλο τον κόσμο, για τις δικές μας ιστοσελίδες και για το διαδίκτυο συνολικά», δήλωσε ο συνιδρυτής της Google, Σεργκέι Μπριν, σε μια ανάρτησή του το 2011. «Είμαι περήφανος για το ρόλο που έχει παίξει η Google».
Όμως, αν και δεν έχει παρουσία στην Κίνα, η Google συνεχίζει να λειτουργεί σε άλλες χώρες με δικτατορίες ή μοναρχίες, όπως η Ζιμπάμπουε και η Ταϋλάνδη. Η εταιρεία αρνήθηκε να σχολιάσει το οτιδήποτε για το παρόν κείμενο.
Η Google ελέγχει περίπου τα 2/3 όλων των αποτελεσμάτων αναζήτησης παγκοσμίως. Γι’ αυτό και η εταιρεία προσπαθεί να τηρεί διαφανείς διαδικασίες σε σχέση με το περιεχόμενο που αφαιρεί από το διαδίκτυο.