Καταγράφοντας εντυπωσιακές αυξήσεις άνω του 70% στις διανυκτερεύσεις, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Κροατία πρωτοστάτησαν στην ανάκαμψη του ευρωπαϊκού τουρισμού το 2021.
Ο τουρισμός ήταν μεταξύ των τομέων που άρχισαν να ανακάμπτουν από την πανδημία του κορωνοϊού, μετά τη χαλάρωση των μέτρων και των ταξιδιωτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν για τη διαχείρισή της, σε ορισμένους περιορισμούς.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat, το 2021 ο αριθμός των διανυκτερεύσεων σε τουριστικά καταλύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήλθε σε 1,8 δισεκατομμύρια, αυξημένος κατά 27%, σε σύγκριση με το 2020, αλλά μειωμένος κατά 37%, σε σύγκριση με το 2019.
Ο αριθμός των διανυκτερεύσεων το 2021, σε σύγκριση, με το 2020 αυξήθηκε στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ε.Ε., με τις μεγαλύτερες αυξήσεις, άνω του 70%, να καταγράφονται στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Κροατία. Από την άλλη πλευρά, η Λετονία, η Σλοβακία και η Αυστρία σημείωσαν μειώσεις κάτω του 18%, που αποδεικνύει τα σημάδια ανάκαμψης στον τουριστικό τομέα.
Συγκρίνοντας τον αριθμό των διανυκτερεύσεων του 2021 με το προπανδημικό έτος 2019, οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο ήταν η Λετονία, η Σλοβακία, η Μάλτα και η Ουγγαρία, με μειώσεις που ξεπέρασαν το 50%. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Δανία και η Ολλανδία ανέφεραν μειώσεις κάτω του 20%.
Το 2021 σε σύγκριση με το 2020, σημειώθηκε αύξηση στο μερίδιο των διανυκτερεύσεων από μη κατοίκους της χώρας (από 29% το 2020 σε 32% το 2021, άνοδο τρεις ποσοστιαίων μονάδων).
Η αύξηση αυτή αποδόθηκε στο μερίδιο των επισκεπτών από άλλες χώρες της Ε.Ε. (από 21% το 2020 σε 24% το 2021), ενώ το μερίδιο των επισκεπτών από την υπόλοιπη Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο παρέμεινε το ίδιο (5% και 3 %, αντίστοιχα).
Από την άλλη, κατά τη σύγκριση του 2021 με τα στοιχεία πριν από την πανδημία (2019), όλες οι χώρες της Ε.Ε. κατέγραψαν μείωση στους επισκέπτες μη κατοίκους. Η Λετονία, η Σλοβακία και η Τσεχία δέχθηκαν το μεγαλύτερο “χτύπημα”, σημειώνοντας πτώση άνω του 75%, ενώ η Κροατία και το Λουξεμβούργο επηρεάστηκαν λιγότερο, σημειώνοντας πτώση κάτω του 45%.
Πηγή money-tourism.gr
Η καθίζηση του τουρισμού το 2020, την πρώτη χρονιά του κορωνοϊού, προκάλεσε μεγάλο παραγωγικό πλήγμα στις πιο τουριστικές περιοχές της Ελλάδας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) στην Ευρωπαϊκή Ενωση (22,2%) και η περιφέρεια των Ιονίων Νήσων την τρίτη μεγαλύτερη μείωση (20,5%).
Δύο τουριστικές περιοχές της Ισπανίας κατέγραψαν, επίσης, πολύ μεγάλη πτώση, με τις Βαλεαρίδες Νήσους να βρίσκονται στη δεύτερη θέση με ποσοστό 21,7% και τις Κανάριες Νήσους στην τέταρτη θέση με 18,1%.
Βουτιά για Κρήτη και Αττική
Συνολικά, η μείωση της προστιθέμενης αξίας στην Ελλάδα το 2020 ήταν 9%. Η μείωση στην Κρήτη ήταν 15%, μεγαλύτερη από τον μέσο όρο αλλά χαμηλότερη από τις άλλες κατ' εξοχήν τουριστικές περιοχές.
Στο Βόρειο Αιγαίο η μείωση ήταν κοντά στον μέσο όρο (9,5%), ενώ από τις μη τουριστικές περιοχές της χώρας διψήφιο ποσοστό μείωσης καταγράφηκε μόνο στη Δυτική Μακεδονία, το οποίο οφείλεται στο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Τη μικρότερη μείωση κατέγραψε η περιφέρεια της Κεντρικής Ελλάδας, μόλις 2%, κάτι που οφείλεται στη χαμηλή συμμετοχή του τουρισμού και την υψηλή συμμετοχή της μεταποίησης – καθώς οι μεγάλες βιομηχανικές περιοχές βρίσκονται στην περιοχή αυτή – στην οικονομία της.
Η μείωση της ΑΠΑ στην Αττική ήταν αντίστοιχη με τον μέσο όρο (8,5%), ενώ στις υπόλοιπες περιφέρειες ήταν χαμηλότερη.
Στην ΕΕ, όπου η ακαθάριστη αξία παραγωγής μειώθηκε συνολικά 5,9%, μόνο τέσσερις περιφέρειες κατέγραψαν το 2020 αύξηση της προστιθέμενης αξίας, από τις οποίες οι τρεις στην Ιρλανδία - Νότια Ιρλανδία (10,7%), Ανατολική και Κεντρική Ιρλανδία (2,2%) και Δυτική Ιρλανδία (0,6%) – και η γαλλική Μαγιότ (0,7%).
Μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Η μεγαλύτερη μείωση της προστιθέμενης αξίας στην Ελλάδα οδήγησε και στη μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, εκφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, στο 62% του μέσου όρου της ΕΕ από 66% το 2019.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε για όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας, με εξαίρεση αυτή της Στερεάς Ελλάδας, όπου αυξήθηκε οριακά στο 61% από 60%.
Τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψαν οι περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου (από 71% το 2019 στο 63% το 2020), των Ιονίων Νήσων (από 62% στο 56%) και της Αττικής (από το 90% στο 84%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες περιφέρειες της Ελλάδας είχαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο από το 50% της ΕΕ το 2020. Συγκεκριμένα, το Βόρειο Αιγαίο (41% έναντι 44% το 2019), η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη (44% από 45%),η Ηπειρος (45% από 47%), η Δυτική Ελλάδα (46% από 48%), η Θεσσαλία (49% από 51%) και η Κεντρική Μακεδονία (49% από 52%).
Οι διαφορές στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ κυμαίνονταν από το 30% στη γαλλική Μαγιότ έως το 274% στη Νότια Ιρλανδία.
Πολύ υψηλό ΑΕΠ είχαν και το Λουξεμβούργο (263% του μέσου όρου της ΕΕ), η Ανατολική και Κεντρική Ιρλανδία (215%) και η περιφέρεια των Βρυξελλών (205%). Στην περίπτωση του Λουξεμβούργου και των Βρυξελλών, το πολύ υψηλό ΑΕΠ οφείλεται στον μεγάλο αριθμό εργαζομένων που δεν είναι κάτοικοι των περιοχών, ενώ στην περίπτωση της Ιρλανδίας στο μεγάλο ενεργητικό που κατέχουν πολυεθνικές εταιρείες.
Από την άλλη πλευρά, το χαμηλότερο ΑΕΠ, εκτός από τη Μαγιότ, είχαν τέσσερις περιφέρειες της Βουλγαρίας. Το χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μαγιότ εξηγείται από το γεγονός ότι έχει πληθυσμό με πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας.
(Πηγή: «Ημερησία»)
Πιο «δουλευταράδες» στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι Έλληνες, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία έκθεσης της Eurostat, που δόθηκε σήμερα (15/11) στη δημοσιότητα. Οι Έλληνες δούλεψαν περισσότερο το β’ τρίμηνο 2021, και ακόμη περισσότερες ώρες εργάστηκαν οι Ελληνίδες!
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Eurostat, οι εργαζόμενοι ηλικίας μεταξύ 20 - 64 ετών στην ΕΕ εργάστηκαν συνολικά κατά 3,% (περισσότερες ώρες) στην κύρια εργασία τους σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Οι αυξήσεις καταγράφηκαν στα περισσότερα κράτη μέλη. Όμως, η μεγαλύτερη αύξηση στον όγκο των πραγματικών ωρών εργασίας παρατηρήθηκε στην Ελλάδα (+18,0%). Αντίθετα, οι εργαζόμενοι σε έξι κράτη μέλη εργάζονταν λιγότερες ώρες στην κύρια εργασία τους κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Η μείωση κυμαινόταν μεταξύ -0,2% (στο Λουξεμβούργο) έως -3,6% (στο Βέλγιο).
Οι πληροφορίες σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη του ωραρίου εργασίας παρέχουν προοπτική στις εισροές εργατικού δυναμικού υπό το πρίσμα της συνεχιζόμενης πανδημίας κορονοϊού. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, η αγορά εργασίας επηρεάστηκε από τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη της ΕΕ για τον περιορισμό της εξάπλωσης του COVID-19. Ορισμένα από αυτά τα μέτρα είχαν είτε άμεση είτε έμμεση επίδραση στον αριθμό των ωρών εργασίας των εργαζομένων.
Αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, η υποχώρηση της ανεργίας με αυτούς τους γοργούς ρυθμούς έχει αιφνιδιάσει ακόμα και τους πιο αισιόδοξους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Τα στοιχεία της Eurostat μας προσγείωσαν, όμως, στη σκληρή πραγματικότητα που είναι ότι η Ελλάδα παραμένει ουραγός σε ποσοστά απασχόλησης σε όλη την Ευρώπη.
Η διάσωση των θέσεων εργασίας αποτέλεσε τον πρωταρχικό στόχο του οικονομικού επιτελείου μετά την εκδήλωση της πανδημίας, όταν δηλαδή έγινε σαφές ότι πρόκειται για πρωτοφανή κρίση, που απειλεί με αφανισμό χιλιάδες επιχειρήσεις και θέσεις απασχόλησης. Εκ του αποτελέσματος, μπορεί να ειπωθεί ότι αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε, αν και με τίμημα τις εισοδηματικές απώλειες όσων υποχρεώθηκαν να τεθούν επί μήνες σε αναστολή σύμβασης ή να υπαχθούν στο πρόγραμμα «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ».
Τα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν αυτήν την εικόνα, καθώς τρίμηνο με τρίμηνο ανεβαίνουν τα ποσοστά απασχόλησης και μειώνονται τα ποσοστά της ανεργίας. Αναμφίβολα, η θετική έκπληξη από τον Τουρισμό συνέβαλε στην ενίσχυση αυτής της τάσης, όπως επίσης ότι διατηρήθηκε ανοικτή η «ομπρέλα» των αναστολών συμβάσεων αλλά και του «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ». Από την άλλη, η εκπνοή των περιορισμών για διατήρηση των θέσεων απασχόλησης, όσων επιχειρήσεων αξιοποίησαν τα “εργαλεία” χρηματοδότησης- κυρίως την Επιστρεπτέα, άρχισε να επιβαρύνει το ισοζύγιο απασχόλησης μπαίνοντας στο Φθινόπωρο. Επί του παρόντος, η Ελλάδα μπορεί να χαμογελά, καθώς είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση απασχόλησης (2,1%) σε όλη την Ευρώπη.
Από την άλλη, η επίδοση αυτή δεν ανεβάζει σκαλοπάτι την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή κλίμακα απασχόλησης. Έτσι, με ποσοστό απασχόλησης 61,2% παραμένει στην τελευταία θέση, απέχοντας 11,5 ποσοστιαίες μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και 21 ποσοστιαίες μονάδες από την πρώτη Ολλανδία!
Αυτές ακριβώς οι διαχρονικά χαμηλές επιδόσεις είναι που θα καθιστούν μέγα το στοίχημα των πόρων που θα αξιοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ενίσχυση της απασχόλησης. Πέρα από το 1 δισ ευρώ, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την κατάρτιση 500.000 εργαζόμενων κι ανέργων, στη μάχη της απασχόλησης θα πέσουν άλλα 540 εκ ευρώ για τη δημιουργία τουλάχιστον 74.000 νέων θέσεων εργασίας. Τα προγράμματα αιχμής είναι:
12.000 θέσεις πρακτικής άσκησης για νέους 18-30, με προϋπολογισμό 68 εκατ. Ευρώ
10.000 θέσεις εργασίας 1-2 ετών για ειδικές ομάδες του πληθυσμού (π.χ. άνεργες μητέρες, θύματα κακοποίησης, ΑμεΑ), με προϋπολογισμό 111 εκατ. Ευρώ
10.000 θέσεις εργασίας 18 μηνών για μακροχρόνια ανέργους άνω των 45 ετών στη Δυτική Μακεδονία και τη Δυτική Ελλάδα - περιφέρειες με το 4ο και το 5ο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη αντίστοιχα - με προϋπολογισμό 120 εκατ. Ευρώ
15.000 θέσεις εργασίας 6 μηνών συνοδευόμενες από 3 μήνες εντατικής κατάρτισης σε τομείς υψηλής ζήτησης (κυρίως digital), με προϋπολογισμό 92 εκατ. ευρώ
5.000 θέσεις εργασίας 15 μηνών στο πλαίσιο του Green Jobs Initiative, με προϋπολογισμό 50 εκατ. ευρώ
22.500 θέσεις εργασίας σε τοπικές οικονομίες συνοδευόμενες από εκπαίδευση προσαρμοσμένη σε προσωπικές ανάγκες και ικανότητες ανέργων, με προϋπολογισμό 45 εκατ. Ευρώ
Υψηλές προσδοκίες υπάρχουν κι από τα δύο προγράμματα, που χρηματοδοτούνται από τον Προϋπολογισμό: το πρόγραμμα 6μηνης επιδότησης εισφορών για 100.000 θέσεις που ενισχύεται για να καλύψει κι άλλες 50.000 θέσεις, καθώς και το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο» για τη μισθολογική επιδότηση (600 + 600 ευρώ) εργαζόμενων κι εργοδοτών.
Στο αεροδρόμιο της Μυκόνου, οι πτήσεις αυξήθηκαν πάνω από οχτώ φορές σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020, ενώ σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 η μείωση ήταν μικρότερη από 20%. Στα αεροδρόμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης, η μείωσηπεριορίστηκε στο 34,4% και 39,7%, αντίστοιχα.
Σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης της αεροπορικής κίνησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα στην Ελλάδα, που παραπέμπει σε αντίστοιχη ανάκαμψη του τουρισμού, καταγράφηκε τον Ιούνιο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, o συνολικός αριθμός των εμπορικών πτήσεων στην ΕΕ σημείωσε μείωση της τάξης του 54% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019, προ κορονοϊού δηλαδή, ενώ τον Ιούνιο του 2020 είχε καταγραφεί βουτιά 84%.
Ουσιαστικά, η κίνηση του φετινού Ιουνίου στην ΕΕ ήταν περίπου η ίδια με την κίνηση του περυσινού Αυγούστου, του κατ’ εξοχήν δηλαδή μήνα διακοπών.
Μεγαλύτερη ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης στα ελληνικά αεροδρόμια
Από τα ίδια στοιχεία, που έχουν ως πηγή τo Eurocontrol, προκύπτει ότι στα ελληνικά αεροδρόμια με τη μεγαλύτερη τουριστική κίνηση η εξέλιξη όσον αφορά τις πτήσεις ήταν σαφώς καλύτερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Την καλύτερη εικόνα παρουσίασε το αεροδρόμιο της Μυκόνου, όπου η μείωση των πτήσεων τον Ιούνιο ήταν μόνο 19,6% χαμηλότερη σε σχέση τον Ιούνιο του 2019. Σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020 – όταν ωστόσο οι διεθνείς πτήσεις άρχισαν να απελευθερώνονται από τα μέσα του μήνα – οι πτήσεις προς τη Μύκονο αυξήθηκαν πάνω από οχτώ φορές (733,8%).
Σημαντική βελτίωση της κίνησης σημειώθηκε και στα δύο μεγαλύτερα αεροδρόμια, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στο Ελ. Βενιζέλος, η μείωση σε σχέση με δύο χρόνια πριν ήταν 34,4%, ενώ σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020 καταγράφτηκε αύξηση 134,5%. Στο Μακεδονία, η μείωση σε σχέση με τον 2019 ήταν 39,7%, ενώ σε σχέση με τον Ιούνιο 2020 υπήρξε αύξηση 245,8%.
Θεαματικές αυξήσεις σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020 κατέγραψαν και τα αεροδρόμια της Κέρκυρας, του Ηρακλείου και της Ρόδου (759,8%, 645,4% και 510,8%, αντίστοιχα), αλλά σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 σημείωσαν μεγαλύτερη πτώση από τα άλλα αεροδρόμια (48,2%, 45,6% και 49,5%, αντίστοιχα).
Πηγή imerisia.gr