Το καλοκαίρι σε λίγες ημέρες έρχεται και δεν είναι λίγοι αυτοί που ήδη κανονίζουν την καλοκαιρινή τους άδεια στις εργασίες τους.
Ποιες είναι όμως οι υποχρεώσεις του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους, τι άδεια είναι υποχρεωμένοι να δώσουν μέσα στο καλοκαίρι και πότε καταβάλλεται το επίδομα αδείας; Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς μιας επιχείρησης θα πρέπει να πάρουν καλοκαιρινή άδεια στο χρονικό διάστημα από 1η Μαϊου έως 30 Σεπτεμβρίου ενώ όλοι οι δικαιούχοι αδειών λαμβάνουν υποχρεωτικά επίδομα αδείας. Τι ισχύει όμως για τα παραπάνω; Η άδεια για το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στον χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση τις 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία, η άδεια αυξάνεται κατά 1 εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φτάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδειά του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Η άδεια αυτή θα φτάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος. Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο, με αποδοχές. Επίσης οι μισθωτοί, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, δικαιούνται 1 εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλαδή 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Υποχρεωτική καλοκαιρινή άδεια
Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει εντός του ημερολογιακού έτους την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος, έπειτα από αίτησή του και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Διαφορετικά, ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100%, καθώς και το επίδομα αδείας (χωρίς ποσοστό προσαύξησης). Σε κάθε περίπτωση οι μισές από τις δικαιούμενες ημέρες αδείας πρέπει να χορηγούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους. Πέραν των συνήθων αποδοχών ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας, το οποίο φτάνει μέχρι τον μισό μισθό (για όσους αμείβονται με μισθό) ή μέχρι τα 13 ημερομίσθια (για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο).
Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη. Κάθε εργαζόμενος δικαιούται άδεια από τον 1ο μήνα απασχόλησής του στην ίδια επιχείρηση. Οι ημέρες της δικαιούμενης άδειας υπολογίζονται ως εξής: Από την έναρξη της σύμβασης εργασίας και μέχρι τη συμπλήρωση 12 μηνών συνεχούς απασχόλησης (εντός, δηλαδή, του 1ου ημερολογιακού έτους) στην επιχείρηση, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ’ αναλογία με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση την ετήσια άδεια.
Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση την ετήσια άδεια:
‐ 24 ημερών (για εξαήμερη εργασία), δηλαδή 24/12 x μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 2 ημέρες αδείας για κάθε μήνα απασχόλησης.
‐ 20 ημερών (για πενθήμερη εργασία), δηλαδή 20/12 x μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 1,6667 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης.
Από τη συμπλήρωση του 12μήνου και έως 31‐12 του 2ου ημερολογιακού έτους απασχόλησης:
‐ 25 ημέρες (για εξαήμερη εργασία) για όλο το έτος ή 25/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου.
‐ 21 ημέρες (για πενθήμερη εργασία) για όλο το έτος ή 21/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου.
Από τη συμπλήρωση των 24 μηνών και για κάθε επόμενο έτος απασχόλησης:
‐ 26 ημέρες για εξαήμερη εργασία.
‐ 22 ημέρες για πενθήμερη εργασία.
Από τη συμπλήρωση υπηρεσίας 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, η ετήσια άδεια φτάνει τις 30 εργάσιμες ημέρες (για εξαήμερη εργασία) ή τις 25 εργάσιμες ημέρες (για πενθήμερη εργασία).
Από τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, η ετήσια άδεια προσαυξάνεται κατά μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 31 ημέρες αδείας για εξαήμερη εργασία και 26 ημέρες αδείας για πενθήμερη εργασία. Σύμφωνα με τις διατάξεις που παρουσιάζουν τα dikaiologitika.gr οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (με παραμονή του μισθωτού στο σπίτι ή νοσηλεία του) που εμπίπτουν στο διάστημα της χορηγηθείσας αδείας δεν περιλαμβάνονται σε αυτή.
Επιπλέον, για τους μισθωτούς που απασχολούνται επί πενθημέρου, δεν συνυπολογίζεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν εργάζονται λόγω πενθημέρου. Ο χρόνος χορήγησης των αδειών εντός του ημερολογιακού έτους καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, όμως το ήμισυ τουλάχιστον των δικαιούμενων ημερών αδείας θα πρέπει να χορηγηθεί μέσα στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου και θα πρέπει να τηρούνται τα ελάχιστα προβλεπόμενα ενιαία χρονικά διαστήματα αδείας. Όταν προκύπτει ιδιαίτερα σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη στο πλαίσιο της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, ο εργοδότης μπορεί να προχωρήσει σε κατάτμηση του χρόνου αδείας σε δύο περιόδους μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η πρώτη περίοδος δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των έξι εργάσιμων ημερών (επί εξαημέρου εργασίας), των πέντε εργάσιμων ημερών (επί πενθημέρου εργασίας) και των δώδεκα εργάσιμων ημερών (εάν ο εργαζόμενος είναι ανήλικος).
Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την έναρξη της αδείας και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές Μισθοδοσία Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα και οι προσαυξήσεις. Δικαιούται επίσης επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας στον εργαζόμενο στην αρχή της άδειας.
Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει να απαιτήσει να πάρει το επίδομα αδείας, αλλά και τις αποδοχές του μήνα (μέτρο που κατατείνει ώστε ο εργαζόμενος να έχει χρήματα στις διακοπές του). Σε διαφορετική περίπτωση ο εργαζόμενος μπορεί να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Απόλυση και άδεια αναψυχής Απαγορεύεται η καταγγελία σύμβασης κατά τη διάρκεια της άδειας του μισθωτού από τον εργοδότη. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει την απόλυση για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που γίνει, θεωρείται άκυρη. Ωστόσο, από την άλλη, από τον νόμο απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτών κατά τη διάρκεια της άδειάς τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.
www.dikaiologitika.gr
Λιγότερους και «γηραιότερους» εργαζόμενους και περισσότερους αλλά φτωχότερους συνταξιούχους φέρνουν, από το 2020 και μετά, η επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του δείκτη εξάρτησης (αναλογία ατόμων άνω των 65 ετών σε σχέση με τον παραγωγικό πληθυσμό ηλικίας 14 - 65 ετών) ανοίγοντας το δρόμο για νέες...ανατροπές στο Ασφαλιστικό και στις συντάξεις.
Η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης έως τα 67 (όπως ισχύει από πέρυσι το καλοκαίρι με μόνη εξαίρεση τα 62 για όσους θα έχουν 40 χρόνια), η απονομή χαμηλότερων συντάξεων στους συνταξιούχους (με ή χωρίς προσωπική διαφορά για τους «παλαιούς») και η αύξηση των εισφορών που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου, θεωρείται αμφίβολο ότι θα αντέξουν για...πολύ στην πολλαπλή πίεση την οποία θα δεχθεί το ήδη αποδυναμωμένο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τη συνεχιζόμενη ύφεση, την εκτίναξη και διατήρηση της ανεργίας σε ιστορικά υψηλά (και δύσκολα αναστρέψιμα) επίπεδα, τις αλλαγές στην αγορά εργασίας και στους μισθούς (με επιπτώσεις στα μειωμένα και από την εισφοροδιαφυγή έσοδα των Ταμείων) αλλά και από την αναμενόμενη μαζική έξοδο στη σύνταξη, περί το 2023, των γεννημένων έως της αρχές της δεκαετίας του '60 («baby boomers»).
Οι προβλέψεις
Οι εκθέσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, οι αναλογιστικές προβολές του νέου Ασφαλιστικού καθώς και η πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού («The 2015 Ageing Report») στέλνουν το ίδιο «σήμα κινδύνου»: Η δημογραφική βόμβα θα αρχίσει να «σκάει» από το 2020 και μετά σπάζοντας, οριστικά, την αλληλεγγύη των γενεών στην οποία βασίστηκε στο παρελθόν το Ασφαλιστικό. Με βάση τις προβλέψεις:
• Ο πληθυσμός της Ελλάδας, από 11 εκατ. το 2013, λόγω χαμηλού ποσοστού γονιμότητας και χωρίς να μπορεί να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του μεταναστευτικού, προβλέπεται ότι θα μειωθεί έως το 2060 κατά 2,4 εκατ. άτομα, φτάνοντας τα 8,6 εκατ άτομα. Θα είναι 10.700.000 άτομα το 2020, 10.100.000 το 2030, και συνολικά 2.500.000 έως το 2060 με τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών στο 33% του συνόλου του πληθυσμού, από 20,3% το 2013, και ηλικίας έως 14 λιγότερα (στο 12,9% το 2060, από 14,6% το 2013).
• Το παραγωγικό εργατικό δυναμικό της χώρας (ηλικίες 15 • 64 ετών) θα μειωθεί από τα 7.190.000 άτομα το 2013, σε 6.818.000 άτομα το 2020, σε 6.233.000 άτομα το 2030, σε 5.460.000 άτομα το 2040 και στα 4.639.000 άτομα το 2060 (συνολικά • 2.551.000 άτομα μεταξύ 2013 - 2060).
• Ο δείκτης εξάρτησης (άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ως ποσοστό του πληθυσμού ηλικία 15 - 64 ετών) από 31% που ήταν το 2013 θα αυξηθεί στο 38% το 2025, στο 54% το 2040 και στο 64% το 2050, δημιουργώντας, σε συνδυασμό με το βάρος του δημόσιου χρέους, μεγάλο πρόβλημα χρηματοδότησης για τις συντάξεις και τις άλλες παροχές (υγείας, πρόνοιας).• Το ποσοστό των «seniors», ατόμων ηλικίας πάνω από 55 ετών, στην αγορά εργασίας θα αυξάνεται κάθε χρόνο. Από 42,4% που ήταν το 2013, θα φτάσει το 2020 στο 59,4%, το 2025 στο 66,4%, το 2030 στο 69,4%, το 2040 στο 74,5% και το 2060 στο 78% με πολύπλευρες παρενέργειες, λόγω έλλειψης μέτρων ενεργούς γήρανσης», στην παραγωγικότητα και στην απασχολησιμότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία.
• Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης θα φτάσει στα 67,5 για τους άνδρες και στα 67,1 για τις γυναίκες (δηλαδή κάποιοι θα «βγαίνουν» ακόμη και στα 70) με χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης του «μισθού», ελλείψει δημοσιονομικών πόρων και αποθεμάτων. Στο μεταξύ, το προσδόκιμο ζωής μετά τα 65 θα έχει αυξηθεί κατά 4,7 έτη για τους άνδρες (από +18 χρόνια, στα +22,7) και κατά 4,6 έτη για τις γυναίκες (από +20,8 έτη μετά τα 65 στα 25,4 έτη) αυξάνοντας σε ποσοστό έως και 27% τις δαπάνες για τις πληρωμές συντάξεων.
Δύο ρήτρες αυτόματων αλλαγών
Χωρίς να αποκλείονται νέες νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης στο Ασφαλιστικό, δύο ρήτρες «αυτόματων» αλλαγών στα όρια ηλικίας και στο ύψος των συντάξεων ισχύουν, ήδη σύμφωνα με όσα έχουν ψηφιστεί το 2010 και το 2016, για τις περιπτώσεις που θα βεβαιωθεί η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και της συνταξιοδοτικής δαπάνης, αντίστοιχα:
1 Η πρώτη ρήτρα (άρθρο 11 του ν. 3863/10) προβλέπει τον ανακαθορισμό του γενικού ορίου ηλικίας των 67 και του ειδικού ορίου των 62 ετών, με βάση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας και σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η πρώτη εφαρμογή της ρήτρας θα γίνει την 1/1/2021 και θα ληφθεί υπόψη η μεταβολή στη δεκαετία 2010 • 2020.
2 Η δεύτερη ρήτρα (άρθρο 14 του ν. 4387/2016) επιβάλλει τον ανακαθορισμό των συντάξεων εφόσον η δαπάνη για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενη έως το 2060, ξεπεράσει το επιτρεπόμενο περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ με έτος αναφοράς το 2009. Η πρώτη σχετική μέτρηση θα γίνει την 1/1/2017 λαμβάνοντας υπόψη και τη δαπάνη για όσες από τις (144.000) παλαιές εκκρεμείς συντάξεις θα έχουν απονεμηθεί
imerisia.gr
Μεγάλες μειώσεις στις μηνιαίες αποδοχές τους θα δουν εκατομμύρια εργαζόμενοι και συνταξιούχοι από τον επόμενο μήνα εξαιτίας των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και των νέων έμμεσων φόρων.
Με τη νέα κλίμακα υπολογισμού της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος επί των μισθών και των συντάξεων, όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, οι μηνιαίες φορολογικές κρατήσεις θα επιβάλλονται πλέον πάνω από το όριο των 617 ευρώ το μήνα για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και πάνω από το ποσό των 720 ευρώ το μήνα για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους, ενώ σήμερα επιβάλλονται πάνω από τα 682 ευρώ το μήνα για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και πάνω από τα 795 ευρώ το μήνα για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους.
Νέα κλίμακα
Ειδικότερα, στη νέα κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος για τους μισθούς και τις συντάξεις, την οποία προβλέπει ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος 4387/2016 για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού και της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο ελάχιστος συντελεστής φόρου 22% θα ισχύει για ετήσια εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ, ενώ το ανώτατο ποσό της ετήσιας έκπτωσης φόρου μειώνεται από τα 2.100 στα 1.900 ευρώ για όσους εργαζόμενους και συνταξιούχους δεν έχουν προστατευόμενα τέκνα, στα 1.950 ευρώ για όσους έχουν ένα προστατευόμενο τέκνο και στα 1.900 ευρώ για όσους έχουν δύο προστατευόμενα τέκνα. Για όσους έχουν τρία ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα η ανώτατη έκπτωση παραμένει στα 2.100 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, το ανώτατο ποσό της έκπτωσης φόρου θα παρέχεται σε όσους μισθωτούς και συνταξιούχους έχουν ετήσιες αποδοχές μέχρι 20.000 ευρώ.
Πάνω από το επίπεδο ετησίου εισοδήματος των 20.000 ευρώ και μέχρι τα 30.000 ευρώ θα επιβάλλεται συντελεστής φόρου 29%, ενώ από τα 30.000 μέχρι τα 40.000 ευρώ θα ισχύει συντελεστής 37%. Από τα 40.000 ευρώ και πάνω θα επιβάλλεται συντελεστής 45%. Η έκπτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ θα μειώνεται κατά 10 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ πρόσθετο εισόδημα πάνω από τα 20.000 ευρώ.
Εισφορά αλληλεγγύης
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει, με το ν. 4387/2016, τη ριζική αναμόρφωση της κλίμακας υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, η νέα κλίμακα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης διαμορφώνεται ως εξής: συντελεστής 2,2% για εισόδημα από 12.001 ως 20.000 ευρώ, 5% από 20.001 ως 30.000 ευρώ, 6,5% από 30.001 ως 40.000 ευρώ, 7,5% από 40.001 ως και 65.000 ευρώ, 9% από 65.001 ως και 220.000 ευρώ και 10% από 220.001 ευρώ και πάνω.
Τα αποτελέσματα των μεταβολών αυτών στις κλίμακες φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης των μισθωτών και των συνταξιούχων θα είναι η επιβολή φόρων στους περισσότερους από όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα πάνω από 8.636 ευρώ και μέχρι 9.545 ευρώ, η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα πάνω από 9.545 και μέχρι 27.000-28.000 ευρώ, πάνω από 43.000 ευρώ και μέχρι 50.000 ευρώ, καθώς επίσης και άνω των 54.000-55.000 ευρώ. Αντιθέτως, για όσους μισθωτούς και συνταξιούχους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα πάνω από 27.000-28.000 ευρώ και μέχρι 43.000-44.000 ευρώ και πάνω από 50.000 έως 54.000-55.000 ευρώ προκύπτουν μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων.
Ο υπολογισμός των μηνιαίων κρατήσεων φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης επί των μισθών και των συντάξεων με βάση τις νέες κλίμακες θα ξεκινήσει από τον Ιούνιο με αναδρομική εφαρμογή από τις 12 Μαΐου, ημέρα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 4387/2016.
Ανοικτό παράθυρο για την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα άνοιξε ο πρόεδρος του ΣΕΒ.
Ο Θ. Φέσσας είπε χαρακτηριστικά ότι: «Δεν θέτουμε συγκεκριμένα μισθολογικά θέματα, αλλά οι σχέσεις επιχειρήσεων και εργαζομένων θα πρέπει να επανατοποθετηθούν στα νέα δεδομένα.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δώσουμε τις άλλες ρυθμίσεις πλην του μισθολογικού και διάφορες ρυθμίσεις που δεν αφορούν στην πλειοψηφία τους τις ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να αναθεωρηθούν. Οι εργασιακές σχέσεις δεν είναι μόνο επιδόματα, αυξήσεις, 13 και 14 μισθός, ωράρια... θα μπορούσαν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να συζητούν και να αποφασίζουν για το πώς θα μοιράζεται το μισθολογικό κόστος, δηλαδή αν θα είναι σε 12, 13, 14 ή 15 «κομμάτια», χωρίς αυτό να μειώνεται».
Ουσιαστικά οι βιομήχανοι ζητούν ευελιξία στην αγορά εργασίας και άνοιξε τη συζήτηση για ενσωμάτωση του δώρου και των επιδομάτων στον κύριο μισθό. Κάτι που βεβαίως θα μπορούσε μέσα στο εργασιακό χάος που επικρατεί να σημάνει και την κατάργησή τους.
Πάντως, ο ίδιος σε ερωτήσεις που του έγιναν αργότερα διέψευσε ότι ζητά κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού. Λίγες ώρες αργότερα από τη συνέντευξη με επίσημη ανακοίνωσή του ο ΣΕΒ αναφέρει:
«Ο ΣΕΒ διευκρινίζει ότι κατά τη σημερινή συνέντευξη τύπου του Προέδρου του κ. Θεόδωρου Φέσσα, όχι μόνο δεν ετέθη θέμα περικοπής του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αλλά αντιθέτως συζητήθηκαν αναλυτικά η αναβάθμιση του διαλόγου για τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων καθώς και μέτρα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους που θα αυξήσουν το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων».
Οχι σε απολύσεις
Ο κ. Φέσσας τάχθηκε επίσης κατά των ομαδικών απολύσεων. Είναι επαρκές το πλαίσιο όπως ισχύει», σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, συμπληρώνοντας ότι δεν χρειάζεται η επαναφορά του lock out, που είχε βάλει στο τραπέζι η Τρόικα το Σεπτέμβριο του 2014. Αντιθέτως, ο Θ. Φέσσας, τάχθηκε υπέρ των αλλαγών στο συνδικαλιστικό νόμο, τον οποίο χαρακτήρισε «παλιό», κάτι που επαναφέρει στο προσκήνιο τις συζητήσεις για το πώς και ποιοι θα μπορούν να προκηρύσσουν απεργία. Σύμφωνα με προτάσεις των δανειστών, τέτοιες αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από την πλειοψηφία των εργαζομένων και όχι από τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων, κάτι που σύμφωνα με τα συνδικάτα οδηγεί στην πραγματικότητα στην κατάργηση των απεργιών δια της πλαγίας οδού
imerisia.gr