Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με το τηρούμενο Μηναίο ή Μηνολόγιο, η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη αφενός στη μνεία του ιερού ευαγγελίου που αναφέρεται στη δριμύτατη καταγγελία του Ιησού κατά των θρησκευτικών αρχηγών του Ισραήλ, των Γραμματέων και των Φαρισαίων, και αφετέρου στην παραβολή των δέκα παρθένων.
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (22, 15- 23, 39) η καταδίκη των Φαρισαίων. Στην Ακολουθία συνεχίζεται η ανάγνωση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου όπου γίνεται λόγος για το Τέλος. Γι’ αυτό μιλούν και οι δύο παραβολές της ημέρας. Η πρώτη είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τα λυχνάρια τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», τα λυχνάρια τους έσβησαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.
Το βράδυ ψάλλεται ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης όπου είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47) που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο, και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο, ενώ ψάλλεται ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή τροπάρια της θρησκευτικής υμνολογίας το τροπάριο της Κασσιανής.
Ποιά ήταν η Κασσιανή
Η Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία, ή Ικασία (μεταξύ 805 και 810 – πριν το 865) ήταν βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία κα αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή..»
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογενείας. Ο πατέρας της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας φαίνεται πως του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας. Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της.
Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη.
Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.
Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή πιστεύεται ότι είναι μύθος.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη.
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή.
Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56). Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν.
Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια.
Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε.
Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η Ιερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου ανακοινώνει ότι τό Σάββατον του Λαζάρου, 8 Απριλίου, επί τη μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Ναυκλήρου στίς 7.00 π.μ. θά τελεσθη Όρθρος καί Θεία Λειτουργία εις τόν Ιερόν Ναόν Αγίου Ιωάννου Ναυκλήρου, εντός του Αρχαιολογικού χώρου Παλαιάς Αγοράς, χοροστατούτος του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Ναθαναήλ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Σήμερα Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία.
Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
ΠΗΓΗ ΔΟΓΜΑ
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
newsbomb.grΆγιοι Θεόδωροι: Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και ο Άγιος Θεόδωρος Τήρων
Μόλις σταμάτησαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών και επακολούθησε η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του νέου κράτους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί έσπευσαν να τιμήσουν τους ήρωες της Πίστης, όλους όσοι, μέσα από τον αγώνα που διεξήγαγαν και τα μαρτύρια που υπέστησαν, κατάφεραν να νικήσουν τον εχθρό και καταξιώθηκαν ως οι Άγιοι, οι οποίοι ήταν προστάτες των απλών ανθρώπων.
Οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωροι, ο Τήρων και ο Στρατηλάτης, υπήρξαν δύο αθλητές του Χριστού, τους οποίους τίμησαν και τιμούν μέχρι σήμερα οι άνθρωποι. Το πλήθος των ναών που έχουν οικοδομηθεί προς τιμή των αγίων, είτε μαζί είτε κυρίως ξεχωριστά, δηλώνουν το μέγεθος της απήχησης που απολάμβαναν ανάμεσα στους χριστιανούς. Ένας από τους αρχαιότερους ναούς βρίσκεται στα Ευχάιτα. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση ήταν οι τάφοι των αγίων. Ακολούθως, στη συνοικία των Σφωρακίου στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται άλλος ναός των αγίων, όπου τελείτο Σύναξη κατά το πρώτο Σάββατο των νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, προς τιμή του θαύματος με τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Η μνήμη τους Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος εορτάζεται στις 17 Φεβρουαρίου και του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου στις 8 Φεβρουαρίου. Η Σύνοδος στη Λαοδίκεια, ανάμεσα στους κανόνες που εξέδωσε ήταν και εκείνος που έλεγε ότι δεν πρέπει να εορτάζονται άγιοι κατά τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά να μετατίθεται η μνήμη τους στο επόμενο Σάββατο ή Κυριακή. Έτσι, λόγω του θαύματος του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος με τα κόλλυβα που έγινε την Καθαρή Δευτέρα, μετατέθηκε η μνήμη των αγίων Θεοδώρων στο πρώτο Σάββατο των νηστειών.
Ο συνεορτασμός των αγίων οδήγησε ορισμένους νεότερους σχολιαστές να παρουσιάσουν την άποψη ότι δεν υπήρχαν δύο άγιοι Θεόδωροι, αλλά ένας και ότι αυτό οφείλεται σε δύο διαφοροποιημένα Συναξάρια. Η άποψη αυτή, φυσικά, δεν ευσταθεί διότι η Εκκλησία παρέλαβε από την αρχή να τιμά δύο αγίους Θεόδωρους. Τα κείμενα που περιγράφουν τα μαρτύριά τους είναι πολύ αρχαία. Το αρχικό κείμενο για τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη συνέγραψε ο γραμματέας του και αυτόπτης μάρτυρας των βασανιστηρίων που υπέστη, Ούαρος ή Αύγαρος. Το κείμενο αυτό έχει εκδοθεί επιστημονικά στο τέλος του 19ου αιώνα. Εξάλλου, υπάρχει πληθώρα κειμένων προς τιμή του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα και έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς επιστήμονες.
Το αρχικό κείμενο που περιγράφει το μαρτύριο του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος είναι κι αυτό πολύ αρχαίο και έχει εκδοθεί μαζί με το κείμενο του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη τον 19ο αιώνα. Ο συντάκτης του κειμένου είναι άγνωστος, η ύπαρξη όμως του κειμένου μαρτυρείται από τον Άγιο Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης, που έζησε τον Δ΄ αιώνα. Και για τον άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα υπάρχουν και άλλα κείμενα που αναφέρονται σ΄ αυτόν. Όλα τα πιο πάνω συνηγορούν στο ότι οι Άγιοι Θεόδωροι υπήρξαν ως ξεχωριστά πρόσωπα και δεν ευσταθεί η άποψη ότι ήταν ένας Άγιος Θεόδωρος.
Στην Ελλαδική Εκκλησία οι Άγιοι Θεόδωροι τιμώνται μαζί το πρώτο Σάββατο των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και όχι στη μέρα μνήμης τους στις 8 και 17 Φεβρουαρίου. Η Εκκλησία της Κύπρου δεν ακολουθεί αυτή την παράδοση και τιμά τη μνήμη τους ξεχωριστά. Ο κόσμος δεν θεωρεί ότι οι Άγιοι εορτάζονται το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, αν και η εντεταγμένη ακολουθία από το Τριώδιο ψάλλεται στους Ναούς κανονικά εκείνο το Σάββατο.
Όπου υπάρχει ναός στην Κύπρο προς τιμή του Αγίου Θεοδώρου, είναι αφιερωμένος στον Στρατηλάτη και όχι τον Τήρωνα, εκτός από δύο περιπτώσεις ( Αγίου Θεοδώρου Λάρνακος και Μοναγρουλίου). Ενώ στον Στρατηλάτη εκτός από τον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας , ναόν ή εξωκκλήσια ή ακόμα και ερείπια είναι τα υπόλοιπα σε όλο το νησί, όπως ο Καθεδρικός Ναός Πάφου, Άγιος Θεόδωρος Σολέας, Άγιος Θεόδωρος Πιτσιλιάς, Άγιος Θεόδωρος Μασούρας, Λετύμπου, Λάπηθος, Άσσιας, Λευκόνοικο, Ακανθού, Λεμύθου, Άγιος Νικόλαος Σολέας, Βαθύλακας, Ξυλοτύμπου, Σωτήρα Αμμοχώστου, Χούλου, Καλέπεια, Δάλι, Τερσεφάνου, Σταυρό της Ψώκας, Νέο Χωριό Κυθραίας, Μακράσυκα, Περιστερώνα Πάφου, Ριζοκάρπασο.
Πηγή: agios-theodoros.blogspot.gr