Απύθμενο είναι το θράσος της Τουρκίας, η οποία κάθε φορά δείχνει να ξεπερνά ακόμη και τον εαυτό της.
Αυτή τη φορά, σε μια πρωτοφανής εκτροπή, επιχειρεί να ερμηνεύσει… κατά το δοκούν τις διεθνείς συνθήκες.
Ο Υπουργός Άμυνας, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, μίλησε για όλα τα φλέγοντα ζητήματα σε απογευματινή συνέντευξη που παραχώρησε στον Αντώνη Σρόιτερ.
Ο ΥΕΘΑ ξεκίνησε λέγοντας πως δεν υπάρχει «καμία ψευδαίσθηση» από ελληνικής πλευράς, ο Έβρος ήταν μόνο η αρχή, η Τουρκία, καιρού επιτρέποντος, θα επιστρέψει στις ελληνικές θάλασσες με την τουρκική ακτοφυλακή να συνεχίζει το επικίνδυνο «παιχνίδι» με τους μετανάστες.
«Ο συναγερμός παραμένει» τόνισε ο κ Παναγιωτόπουλος, «υπάρχουν πληροφορίες πως η τουρκική δραστηριότητα θα αυξηθεί με το πέρας του κορονοϊού, αλλά θα είμαστε έτοιμοι».
«Η πανδημία έχει επηρεάσει τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, είναι φανερό, η παρουσία τους είναι συνεχής αλλά μειωμένη, εμείς θα θέλαμε να σταματήσει τελείως».
Στη συνέχεια ο ΥΕΘΑ αναφέρθηκε σε προσωπική συνομιλία που είχε με τον Ακάρ κατά την τελευταία ΝΑΤΟϊκή υποχρέωση που είχαν οι δύο Υπουργοί Άμυνας, «συζητήσαμε με τον Τούρκο ομόλογο μου και με ενημέρωσε για την ματαίωση μίας εκ των μεγαλύτερων τουρκικών ασκήσεων στη Μεσόγειο. Αυτές οι άτυπες συζητήσεις γίνονται συχνά, εγώ από πλευράς μου του ευχήθηκα όλα να πάνε καλά και του υπενθύμισα πως σκοπός της ελληνικής πλευράς είναι να υπάρχει ηρεμία και σχέση καλής γειτονίας».
Πλοίο Ανοικτής Θαλάσσης του λιμενικού σώματος καθώς και περιπολικά σκάφη της Ελληνικής Ακτοφυλακής εντόπισαν σήμερα το πρωί στη θαλάσσια περιοχή βορειοανατολικά της Λέσβου, λέμβο με αλλοδαπούς επιβαίνοντες ενώ στην εν λόγω περιοχή έπλεαν σκάφη τουρκικής Ακτοφυλακής.
Κατόπιν ενεργειών τόσο του Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Αρχηγείου του Λιμενικού, όσο και των επιχειρούντων πλωτών του λιμενικού στην εν λόγω περιοχή, πραγματοποιήθηκαν επανειλημμένες προσπάθειες επικοινωνίας με τουρκικές αρχές, προκειμένου να παραλάβουν τους επιβαίνοντες της λέμβου, με αρνητικά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος η λέμβος με τους αλλοδαπούς, η οποία δεν εισήλθε καθόλου στα ελληνικά χωρικά ύδατα, παρά τις προσπάθειες των τουρκικών ακταιωρών να την προωθήσουν εντός αυτών, περισυνελέγη τελικά μεσημβρινές ώρες σήμερα από τουρκική ακταιωρό.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου έγραψε ότι δεν περίμεναν «ευχαριστώ» από την Ελλάδα, έκαναν απλά το καθήκον τους ως άνθρωποι αλλά συστήνει στον Έλληνα ομόλογό του να μην μπλέκει την πολιτική με την ανθρωπιά
Συνέχεια στο δηκτικό tweet του Μεβλούτ Τσαβούσογλου κατά του Νίκου Δένδια δίνει ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, Ομέρ Τσελίκ, κάνοντας λόγο για «ανίατη Ελλάδα», που θυσιάζει την ανθρωπιά μπροστά στον πολιτικό φανατισμό.
Σε συνέντευξη τύπου που έδωσε ο αξιωματούχος του ΑΚΡ είπε μεταξύ άλλων:
«Γνωρίζετε ότι προστρέχουμε σε βοήθεια πολλών χωρών κατόπιν αιτήματος τους. Δυστυχώς, όμως, οι ασθένειες της φίλης, γείτονος και συμμάχου μας στο ΝΑΤΟ, Ελλάδας, δεν θεραπεύονται. Αιτήθηκαν τη μεταφορά στην Τουρκία 3 Ελλήνων πολιτών από το Τζιμπουτί και έπειτα από παρέμβαση του υπουργείου των Εξωτερικών μας, αυτοί οι τρεις Έλληνες έφτασαν στην Τουρκία μέσω της Turkish Airlines. Αλλά το ενδιαφέρον είναι πως όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών μίλησε για αυτό, δήλωσε ότι τους έφεραν πίσω στη χώρα τους με την υποστήριξη του υπουργείου Εξωτερικών του Τζιμπουτί και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, η Τουρκία ήταν εκείνη που ανέλαβε πρωτοβουλία και βοήθησε τη μεταφορά τους από το Τζιμπουτί έως την Ελλάδα. Αυτό το περιστατικό είναι σημαντικό, καθώς δείχνει πως το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είναι αιχμάλωτο της εχθρότητάς του προς την Τουρκία και της προπαγάνδας. Αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα της ελληνικής νοοτροπίας, σύμφωνα με την οποία η φανατική πολιτική προσέγγιση διαποτίζει ακόμη και ανθρώπινες σχέσεις. Θα θέλαμε να προειδοποιήσουμε τις αρχές στην Ελλάδα, ιδίως τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, να μην θυσιάζουν τα ανθρώπινα ζητήματα στον πολιτικό φανατισμό, όπως έχουν κάνει πολλές φορές».
Πηγή ethnos.gr
Τέθηκε σε λειτουργία με την προοπτική να διακινεί 90 εκατ. επιβάτες, αλλά πέρυσι εξυπηρέτησε 55 εκατ. - Χτυπημένο από τον κορωνοϊό, την αναστολή πτήσεων και τα τεράστια λειτουργικά έξοδα, «γκρεμίζει» τις υποσχέσεις του Τούρκου προέδρου - Mε την απότομη κάμψη του Μαρτίου φαίνεται απίθανο να επιβιώσει χωρίς κρατική στήριξη - Όλο και πιο πιθανό το σενάριο εθνικοποίησης
Δεν πάει και τόσος καιρός που δόθηκε σε λειτουργία το φαραωνικό Istanbul Airport του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Απρίλιος του 2019 ήταν όταν άρχισε να λειτουργεί, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα, είχε εγκαινιαστεί με κάθε επισημότητα. Παρουσία εκατοντάδων κρατικών αξιωματούχων, ο Τούρκος πρόεδρος το είχε χαρακτηρίσει ως το «μεγαλύτερο του κόσμου», αστειευόμενος- ή όχι- ότι παίρνει τα ηνία από το Διεθνές Αεροδρόμιο Χάρτσφιλντ-Τζάκσον, στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα των υπέρμετρα φιλόδοξων προγραμμάτων υποδομών του Τούρκου προέδρου. Αυτά ήταν που θα μετέβαλλαν σταδιακά το πρόσωπο της χώρας. Ο ίδιος ο Ερντογάν, μάλιστα, είχε εξαγγείλει 120.000 προσλήψεις και άμεση κερδοφορία.
Παρά τους καλούς οιωνούς, το αεροδρόμιο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας ήδη αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Για την ακρίβεια, έχει βυθιστεί σε μία ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κρίση, εξαιτίας του μεγέθους και της υπέρμετρης πολυτέλειάς του. Και έρχεται η πανδημία και το ωθεί πιο γρήγορα στον γκρεμό.
Με τα αεροπορικά ταξίδια να αναστέλλονται σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, στο πλαίσιο της προσπάθειας αναχαίτισης της πανδημίας, ο τομέας των αερομεταφορών της Τουρκίας - το απόλυτο αστέρι της τουρκικής οικονομίας- παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση. Το Αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν ήδη από τα γεννοφάσκια του υπό καθεστώς οικονομικής πίεσης. Ο πολυτελής παγκόσμιος κόμβος - που εμπλέκεται σε διαμάχη σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ίδρυσή του - έχει δει τους φιλόδοξους στόχους του να κατακρημνίζονται. Συγκεκριμένα, μοιάζει να απειλείται το μέλλον του.
Όταν το νέο αεροδρόμιο τέθηκε σε λειτουργία είχε δυνατότητα εξυπηρέτησης 90 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως, σε αντίθεση με το εμβληματικό αεροδρόμιο Ατατούρκ της πόλης. Το τελευταίο είχε χωρητικότητα 60 εκατομμυρίων επιβατών. Έχοντας δυσθεώρητα έξοδα, θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, μόνο σε περίπτωση που πετύχαινε σταθερά ο ποσοτικός στόχος αναφορικά με τους επιβάτες. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Η πανδημία, όμως, επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τα δεδομένα από τον Μάρτιο δείχνουν πώς η πανδημία έπληξε σφοδρά την αεροπορική βιομηχανία της Τουρκίας. Ο τομέας χειρίστηκε μόνο 7,3 εκατομμύρια επιβάτες τον περασμένο μήνα καθώς τέθηκαν σε εφαρμογή περιορισμοί ταξιδιού, από 12,3 εκατομμύρια τον Φεβρουάριο και σχεδόν 14 εκατομμύρια τον Ιανουάριο.
Ο αριθμός των επιβατών μειώθηκε κατά 30% από τον Φεβρουάριο στις πτήσεις εσωτερικού και 54% στις διεθνείς πτήσεις, οι οποίες εξυπηρέτησαν μόνο 2,5 εκατομμύρια άτομα. Ακόμα χειρότερα, οι πτήσεις εσωτερικού της Turkish Airlines έχουν τεθεί σε αναστολή έως την 1η Μαΐου και οι διεθνείς πτήσεις έως τις 20 Μαΐου. Η δεύτερη μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία Πήγασος, θα είναι ακινητοποιημένη μέχρι τις 15 Μαΐου. Η IGA, η εταιρεία που εκμεταλλεύεται το αεροδρόμιο, είναι χρεωμένη με δάνειο σε τράπεζα του εξωτερικού, ενώ καταβάλλει στο κράτος 886 εκατομμύρια ευρώ (962 εκατομμύρια δολάρια) σε ετήσιο ενοίκιο. Η πληρωμή ενοικίου είχε ήδη αναβληθεί πέρυσι.
Η κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, είχει δεσμευτεί προς την εταιρεία με εγγυήσεις επιβατών. Αυτό σημαίνει ότι θα κληθεί να πληρώσει τη διαφορά, σε περίπτωση που ο αριθμός των επιβατών, πέσει κάτω από το όριο που εγγυάται η σύμβαση. Η εταιρεία δήλωσε ότι εξυπηρέτησε 55 εκατομμύρια επιβάτες πέρυσι, αφότου το αεροδρόμιο τέθηκε σε λειτουργία. Ωστόσο, με την απότομη κάμψη του Μαρτίου φαίνεται απίθανο να επιβιώσει χωρίς στήριξη. Όλο και πιο συχνά γράφεται ότι μπορεί να εθνικοποιηθεί ή να αναληφθεί από το κρατικό ταμείο πλούτου.
Η κρίση πάντως δεν αφορά μόνο στην Τουρκία. Η Διεθνής Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) προειδοποίησε ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, το COVID-19 θα μειώσει τα εσόδα των επιβατών αεροπορικών εταιρειών κατά 314 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό μεταφράζεται σε 55% μείωση σε σύγκριση με το 2019.