Την δεύτερη ισχυρότερη πτώση του ΑΕΠ βίωσε λόγω της πανδημίας και της εξάρτησης από τον τουρισμό η ελληνική οικονομία το 2020, σύμφωνα με τις νέες Χειμερινές Προβλέψεις της Κομισιόν, που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα. Αναθεωρείται επί τα χείρω η πρόβλεψη για πτώση του ΑΕΠ στο -10% τον προηγούμενο χρόνο (έναντι 9% προηγούμενης πρόβλεψης στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις).
Και τούτο παρά το γεγονός ότι πανευρωπαϊκά η Επιτροπή βελτιώνει τις προβλέψεις της: Εκτιμά ότι η ύφεση ήταν πιο «ρηχή» κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Η ελληνική επίδοση είναι χειρότερη μόνο από αυτή της Ισπανίας η οποία εκτιμάται πως έχει βιώσει ύφεση 11%.
Μάλιστα, σε ειδικό πίνακα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον οποίο προσμετράται το συνολικό αποτύπωμα της πανδημίας, δηλαδή το πόσο χειροτέρεψε η κατάσταση σε σχέση με την ανάπτυξη που βίωναν προηγουμένως κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, η επίπτωση με βάση στοιχεία τρίτου τριμήνου 2020 είναι η ισχυρότερη στην ευρωζώνη: Υπολογίζονται απώλειες της τάξης του 12% του ΑΕΠ.
Το γεγονός αυτό συνδέεται με τα στοιχεία που δείχνουν ότι στην Ελλάδα διαπιστώθηκε η μεγαλύτερη απώλεια τουριστικών κρατήσεων πανευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα καταγράφεται η πιο μεγάλη μείωση στον αριθμό των διανυκτερεύσεων από όλα τα κράτη – μέλη: Υπολογίζεται η απώλεια στο 77% το 2020 με δεύτερη τη Μάλτα και τρίτη την Ιρλανδία, ενώ ο μέσος όρος είναι στο 69%.
Πάντως, η Επιτροπή αποδίδει εμμέσως εύσημα στην κυβέρνηση κάνοντας λόγο για μέτρα στήριξης που αύξησαν την πιστωτική επέκταση και κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερό το ύψος της ανεργίας. Αναφέρεται όμως και σε μεγάλες αβεβαιότητες που προκαλεί η πανδημία.
Οι προοπτικές του 2021 – Προβλέψεις χωρίς το Ταμείο Ανάκαμψης
Για το 2021 η Επιτροπή εκτιμά πλέον ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα διαμορφωθεί στο 3,5% (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για Ανάπτυξη 5%). Το 2022 αναμένεται πως θα φτάσει στο 5%. Θα είναι δηλαδή ταχύτερος από την προηγούμενη πρόβλεψη περί ανάκαμψης 3,5%.
Πρέπει να γίνει σαφές όμως πως στις προβολές για φέτος και για το 2022 δεν έχουν προσμετρηθεί τα οφέλη από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό είναι και το εναλλακτικό πιο «καλό» σενάριο της Επιτροπής. Αναφέρει πως «η πρόβλεψη δεν ενσωματώνει τον αντίκτυπο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, το οποίο θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στην εγχώρια ζήτηση μόλις εφαρμοστεί».
Από την άλλη πλευρά κάνει λόγο για δυσμενή σενάρια. «Οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή και η μεταναστευτική κρίση προσθέτουν αβεβαιότητα στις προβλέψεις» αναφέρει.
«Η πρόβλεψη παραμένει υπό μεγάλη αβεβαιότητα. Οι εξελίξεις σχετικά με την παγκόσμια κρίση υγείας και με την πορεία του εμβολιασμού θα είναι κρίσιμες για την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα και για την ταχύτητα ανάκαμψης στον ιδιωτικό τομέα μετά τη λήξη των κυβερνητικών μέτρων στήριξης» λέει.
Στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα αναφέρει επίσης πως το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,3% (σε επίπεδο τριμήνου) κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020, αντικατοπτρίζοντας το άνοιγμα της οικονομίας και την προσωρινή χαλάρωση των μέτρων περιορισμού εκείνη τη στιγμή. Η ανάκαμψη το τρίτο τρίμηνο οφείλεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση. Η οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών μειώθηκε απότομα λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στον τουρισμό, ενώ οι κατασκευές έδειξαν κάποια ανθεκτικότητα.
Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει πως μετά την επανεισαγωγή μέτρων περιορισμού κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους, αναμένεται επιστροφή σε ύφεση σε επίπεδο 3μήνου. Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 10% το 2020.
Τα περιοριστικά μέτρα αναμένεται να επηρεάσουν την ανάκαμψη της Ελλάδας, με το πραγματικό ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,5% το 2021, πριν επιταχυνθεί σε 5% το 2022. Η ανάκαμψη θα συνεχίσει να να υποστηρίζεται κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, «λόγω του σταδιακού ανοίγματος του λιανικού εμπορίου, της βελτίωσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και του υποστηρικτικού ρόλου της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομία».
Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να συμβάλουν θετικά στην ανάπτυξη το 2021 και το 2022. Ο εμβολιασμός αναμένεται να οδηγήσει όμως «μόνο τη σταδιακή επιστροφή των τουριστών στην Ελλάδα» επισημαίνεται. Οι επενδύσεις προβλέπεται να ανακάμψουν, αλλά με βραδύτερο ρυθμό.
«Τα μέτρα στήριξης που υιοθέτησαν οι αρχές ενίσχυσαν την πιστωτική επέκταση των επιχειρήσεων» αναφέρεται. Η ανεργία ανήλθε στο 16,7% τον Οκτώβριο του 2020, παρόμοια με το προηγούμενο έτος, γεγονός που δείχνει ότι ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας παραμένει σχετικά περιορισμένος. Ωστόσο, η απασχόληση μειώθηκε, κυρίως λόγω των χαμηλότερων προσλήψεων στον τουριστικό τομέα. Μετά την πτώση κατά 1,3% το 2020, ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει ελαφρώς αρνητικός το 2021 πριν γίνει θετικός το 2022 κάτι που οφείλεται κυρίως στην αναμενόμενη πτώση των τιμών του τομέα των υπηρεσιών.
Η Κομισιόν εκτιμά ότι στην Ελλάδα η επίπτωση από την κρίση είναι η μεγαλύτερη πανευρωπαϊκά το 2020 αν συγκριθεί με το που βρισκόταν το κάθε κράτος μέλος πριν. Η Ελλάδα αν ληφθεί υπόψη και το τρίτο τρίμηνο το 2020 είχε τη μεγαλύτερη απώλεια σε σχέση με τις προβλέψεις για ανάπτυξη που ίσχυαν πριν ξεσπάσει η κρίση. Εξηγεί πως τα κράτη μέλη που είδαν τη δραστηριότητά τους να μειώνεται έντονα το πρώτο εξάμηνο του έτους, σημείωσαν ανάκαμψη το τρίτο τρίμηνο που βοήθησε στον περιορισμό των απωλειών.
Ωστόσο, το χάσμα σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την κρίση ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα (περίπου -12%), στην Κροατία (-10 ¼%), στη Μάλτα και στην Ισπανία (πλησίον του 9%), αντικατοπτρίζοντας την ισχυρότερη εξάρτηση αυτών των χωρών στον τουρισμό. Ήταν το μικρότερο στην Πολωνία (-2%), τη Φινλανδία και τη Λιθουανία. Μόνο το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία ανέφεραν επίπεδα παραγωγής κοντά ή υψηλότερα από τα επίπεδα τους στο τέλος του 2019 το 3ο τρίμηνο αναφέρει η Κομισιόν.
Πηγή: insider.gr