Επιστήμονες στις ΗΠΑ έκαναν σε κουνούπια τις κατάλληλες μεταλλάξεις, ώστε αυτά να μην μολύνονται με ελονοσία και έτσι να μην εξαπλώνουν τη νόσο.
Αν αυτό που κατέστη εφικτό στο εργαστήριο, βρει ανάλογη πρακτική εφαρμογή και στη φύση, τότε τα γενετικά τροποποιημένα κουνούπια θα αποτελέσουν ένα χρήσιμο μέσο για να μπει ένα «φρένο» στην ελονοσία, η οποία μεταδίδεται στους ανθρώπους με το τσίμπημα των μολυσμένων θηλυκών εντόμων.
Χρησιμοποιώντας τη νέα ισχυρή τεχνική γονιδιακής επεξεργασίας Crispr, οι επιστήμονες εισήγαγαν ένα «ανθεκτικό» γονίδιο στο DNA των κουνουπιών. Όταν τα μεταλλαγμένα κουνούπια ζευγάρωσαν, η μετάλλαξη μεταφέρθηκε και στους απογόνους τους (σε ποσοστό 99,5%). Θεωρητικά, αν ένα τέτοιο κουνούπι τσιμπήσει έναν άνθρωπο, δεν θα του μεταφέρει την ελονοσία.
Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γης -περίπου 3,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι- κινδυνεύουν να κολλήσουν ελονοσία κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αν και με διάφορους τρόπους (κουνουπιέρες, εντομοαπωθητικά, εντομοκτόνα κ.α.), καθώς και με φάρμακα, ο κίνδυνος περιορίζεται, η λοιμώδης νόσος σκοτώνει πολλούς ανθρώπους κάθε χρόνο - άγνωστο πόσους ακριβώς.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2015 θα υπάρξουν 214 εκατομμύρια περιστατικά λοιμώξεων από ελονοσία και 438.000 θάνατοι, οι περισσότεροι στην υποσαχάρια Αφρική. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των ΗΠΑ, τα περιστατικά λοιμώξεων κάθε χρόνο κινούνται μεταξύ 300 - 500 εκατομμυρίων, ενώ οι θάνατοι αγγίζουν το ένα εκατομμύριο.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή μοριακής βιολογίας 'Αντονι Τζέημς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (PNAS) των ΗΠΑ, πειραματίσθηκαν με ένα είδος κουνουπιού (Anopheles stephensi) που ενδημεί στην Ασία.
Τα πειράματα έδειξαν ότι, χάρη στην μετάλλαξη του DNA, το κουνούπι παύει πλέον να γίνεται φιλόξενος ξενιστής για το παράσιτο της ελονοσίας. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και με άλλα είδη κουνουπιού, που επίσης είναι φορείς της νόσου.
'Αλλοι επιστήμονες επιδιώκουν μεταλλάξεις που θα καθιστούν στείρα τα κουνούπια, μία λύση όμως που δημιουργεί ανησυχίες, καθώς μια πλήρης εξαφάνιση των κουνουπιών μπορεί να έχει άλλες ανεπιθύμητες συνέπειες στα οικοσυστήματα.
Ενώ εργάζονταν επάνω σε ένα εμβόλιο για τις έγκυες γυναίκες που προσβάλλονται από ελονοσία, ερευνητές στη Δανία βρήκαν μια ομοιότητα μεταξύ του πλακούντα και των όγκων, η οποία επιτρέπει πρωτεΐνες ελονοσίας να σκοτώσουν καρκινικά κύτταρα.
Η μέθοδος της επίθεσης στα καρκινικά κύτταρα ήταν αποτελεσματική σε ποντίκια κατά πολλών διαφορετικών τύπων καρκίνου, ωστόσο οι ερευνητές είπαν ότι δεν είναι σίγουροι για το αν το ίδιο θα συμβεί και με τους ανθρώπους.
"Για δεκαετίες, οι επιστήμονες έχουν ερευνήσει τις ομοιότητες μεταξύ της αύξησης του πλακούντα και της αύξησης των καρκινικών όγκων”, δήλωσε ο Αλί Σαλάντι, επικεφαλής της έρευνας και καθηγητής στο Τμήμα Ανοσολογίας και Μικροβιολογίας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. "Ο πλακούντας είναι ένα όργανο, το οποίο μέσα σε λίγους μήνες, αυξάνεται από μόνο λίγα κύτταρα σε ένα όργανο που ζυγίζει περίπου δύο κιλά, και παρέχει το έμβρυο με οξυγόνο και τροφή σε ένα σχετικά ξένο περιβάλλον. Αυτή η συμπεριφορά ομοιάζει πολύ με εκείνη των όγκων, που μεγαλώνουν επιθετικά σε ένα σχετικά ξένο περιβάλλον”, πρόσθεσε ο ίδιος.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν οι τα κύτταρα υδατάνθρακα της ελονοσίας που κολλούν σε ένα πλακούντα λειτουργούν όμοια με τα καρκινικά κύτταρα. Οι επιστήμονες δημιούργησαν την ίδια πρωτεΐνη που τα κύτταρα ελονοσίας χρησιμοποιούν για να προσκολλώνται στον πλακούντα και προσέθεσαν μια τοξίνη σε αυτή. Η πρωτεΐνη και η τοξίνη στη συνέχεια “αναζητούν” καρκινικά κύτταρα στο σώμα, απορροφώνται από αυτά, απελευθερώνουν την τοξίνη και τα καρκινικά κύτταρα πεθαίνουν.
Σε πειράματα σε ποντίκια με λέμφωμα μη-Χότζκινς, οι καρκινικοί τους όγκοι μειώθηκαν σε μέγεθος κατά 75%. Σε δύο από τα έξι ποντίκια με καρκίνο του προστάτη ο καρκίνος εξαφανίστηκε εντελώς μετά από 1 μήνα και τα 5 από τα 6 ποντίκια με καρκίνο των οστών ήταν ζωντανά δύο μήνες μετά την συγκεκριμένη διαδικασία.
Με βάση αυτά τα πειράματα, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η πρωτεΐνη της ελονοσίας “στοχεύει” μόνο καρκινικά κύτταρα και κανένα άλλο είδος κυττάρων.
Όσο για το πότε μπορεί η επιστήμη να έχει πιο σίγουρα αποτελέσματα για αυτήν τη σπουδαία ανακάλυψη, ο δρ Σαλάντι είπε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί πριν το 2019.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Cancer Cell.
http://www.upi.com
Ερευνητική ομάδα, της οποίας ηγείται ο Κύπριος μεταδιδάκτορας στη Μοριακή Βιολογία στο Ινστιτούτο Sanger του Πανεπιστημίου του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ζήνων Ζήνωνος, ανακάλυψε πρόσφατα μια καινούργια θεραπεία κατά της ελονοσίας.
Η επιστημονική έρευνα, που ονομάζεται "Basigin is a druggable target for host-oriented anti-malarial interventions", δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Experimental Medicine».
Ο δρ. Ζήνων Ζήνωνος δήλωσε ότι αποφάσισε να ξεκινήσει την έρευνα, «γιατί βρήκε εξαιρετικά άδικο το γεγονός ότι η ελονοσία παίρνει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως παιδιών, στις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ιάσιμη νόσος και ξεχασμένη στο δυτικό κόσμο». Είπε μάλιστα ότι στόχος είναι το φάρμακο να παρέχεται στους ανθρώπους, που πραγματικά το έχουν ανάγκη, δωρεάν ή με το μικρότερο δυνατό αντίτιμο.
Σε συνέντευξη στο ΡΙΚ ο δρ Ζήνωνος ανέφερε ότι η ελονοσία προκαλείται από ένα παράσιτο, που ονομάζεται πλασμώδιο (Plasmodium ssp.). Όταν ένα κουνούπι μολυσμένο με Plasmodium ssp., τσιμπήσει τον άνθρωπο τότε το παράσιτο της ελονοσίας εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα και αρχικά προσβάλει το ήπαρ. Μετά από ορισμένες μέρες το παράσιτο εξέρχεται από το ήπαρ και αρχίζει να εισέρχεται και να μολύνει τα ερυθρά αιμοσφαίρια (τα κύτταρα που προσδίδουν το κόκκινο χρώμα στο αίμα μας) προκαλώντας την καταστροφή τους. Όταν ένας άνθρωπος με ελονοσία τσιμπηθεί από ένα (μη μολυσμένο) κουνούπι τότε το παράσιτο της ελονοσίας μεταφέρεται στο κουνούπι το οποίο μπορεί να το μεταδώσει στη συνέχεια σε άλλους ανθρώπους.
Ο δρ . Ζήνωνος αναφέρει ότι για λόγους επιστημονικούς και κοινωνικοοικονομικούς δεν υπάρχει ακόμη εμβόλιο για την ελονοσία. Αντιθέτως, αποτελεσματικά φάρμακα υπάρχουν, σημειώνει και προσθέτει: «Το πρόβλημα είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου και πιθανότατα λόγω και της κακής χρήσης των φαρμάκων αυτών, το παράσιτο αναπτύσσει ανθεκτικότητα με αποτέλεσμα κατά καιρούς να χρειάζεται να ανανεώνεται η γκάμα των διαθέσιμων φαρμάκων».
Η έρευνα για το συγκεκριμένο φάρμακο ξεκίνησε το 2011. Κατά την είσοδο του παρασίτου στο ερυθροκύτταρο, λαμβάνουν χώρα κάποιες αλληλεπιδράσεις μεταξύ επιφανειακών πρωτεϊνών του παρασίτου και του ερυθροκυττάρου. Το 2011, πειράματα της ομάδας του δρ . Ζήνωνος έδειξαν ότι μια από αυτές τις αλληλεπιδράσεις είναι απολύτως απαραίτητη για την επιτυχή μόλυνση του ερυθροκυττάρου από το παράσιτο: όταν μία πρωτεΐνη που ανήκει στο παράσιτο και η οποία καλείται RH5 προσδένεται σε έναν υποδοχέα στο ερυθροκύτταρο ο οποίος ονομάζεται basigin, το παράσιτο αποκτά την ικανότητα να εισέλθει στο ερυθροκύτταρο και να το καταστρέψει. Αν με κάποιο τρόπο η αλληλεπίδραση μεταξύ RH5 και basigin μπλοκαριστεί τότε το παράσιτο αυτομάτως πεθαίνει.
Όπως εξηγεί ο ο Κύπριος ερευνητής: «αναπτύξαμε ένα φάρμακο, το οποίο ονομάζεται Ab-1, που έχει την ικανότητα να μπλοκάρει την αλληλεπίδραση μεταξύ basigin και RH5 με αποτέλεσμα το θάνατο του παρασίτου. Το σημαντικό χαρακτηριστικό στο Ab-1 που το κάνει διαφορετικό από τα κοινώς χρησιμοποιούμενα ανθελονοσιακά φάρμακα είναι ότι μπλοκάρει την αλληλεπίδραση μεταξύ της RH5 και του basigin με το να δρα στον basigin ο οποίος βρίσκεται στο ερυθροκύτταρο και όχι στην RH5. Πειράματα τα οποία έγιναν σε ποντίκια, που είχαν ανθρώπινο αίμα και ανοσοποιητικό σύστημα, είχαν θεαματικά αποτελέσματα και έδειξαν ότι το Ab-1 είναι πλήρως ασφαλές και πολύ αποτελεσματικό κατά της ελονοσίας, αφού μέσα σε 72-96 ώρες τα πειραματόζωα είχαν ιανθεί πλήρως χωρίς καμία προφανή παρενέργεια».
Ο δρ . Ζήνωνος εξήγησε ότι είναι πολύ νωρίς να συζητάμε για διάθεση του Ab-1 στην αγορά, γιατί το Ab-1 βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο και έχει δοκιμαστεί σε πειραματόζωα με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα, δεν έχει όμως δοκιμαστεί στον άνθρωπο ακόμα.
Ο Κύπριος επιστήμονας ξεκίνησε τις σπουδές του στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Αποφοίτησε με άριστα και πήρε υποτροφία από τα κοινωφελή ιδρύματα «Αλέξανδρος Ωνάσης» και «Μποδοσάκης» για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του ιδίου Τμήματος. Δύο χρόνια μετά, απέκτησε Μεταπτυχιακό
Δίπλωμα ειδίκευσης στη Βιοτεχνολογία και πάλι με άριστα. Τότε άρχισε να ψάχνει για ευκαιρίες εκτός Ελλάδος. Έκανε αίτηση για διδακτορικές σπουδές και έγινε δεκτός με υποτροφία από αρκετά Πανεπιστημιακά ιδρύματα σε Ευρώπη και Αμερική, συμπεριλαμβανομένου του Wellcome Trust Sanger Institute στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στο οποίο τελικά επέλεξε να κάνω τη διδακτορική του διατριβή που κράτησε ακόμη 4 χρόνια.
Μετά τον τίτλο του διδάκτορα στη Μοριακή Βιολογία, συνεχίζει από το 2013 την ερευνητική του δραστηριότητα ως μεταδιδάκτορας πλέον και πάλι στο Wellcome Trust Sanger Institute.
e-typos.com
Αρχίζει η παρασκευή του πρώτου εμβολίου στον κόσμο κατά της ελονοσίας, μετά το «πράσινο φως» που έλαβε από την Ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή Φαρμάκων, με τη σύσταση να χρησιμοποιηθεί για βρέφη στην Αφρική, τα οποία κινδυνεύουν από τη νόσο που προκαλείται από το τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού.
Το εμβόλιο RTS,S ή Mosquirix, που θα παρασκευάζει η βρετανική φαρμακοβιομηχανία GlaxoSmithKline σε συνεργασία με το πρόγραμμα Malaria Vaccine Initiative της διεθνούς ΜΚΟ PATH, θα είναι το πρώτο εμβόλιο κατά της ελονοσίας το οποίο θα λάβει άδεια κυκλοφορίας στην αγορά και αναμένεται να βοηθήσει στην πρόληψη εκατομμυρίων κρουσμάτων της νόσου στις χώρες που θα το χρησιμοποιήσουν.
Οι συστάσεις για την άδεια κυκλοφορίας φαρμάκου από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) υιοθετούνται συνήθως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα σε διάστημα περίπου δύο μηνών.
Το Mosquirix, το οποίο εν μέρει θα χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Bill & Melinda Gates, θα περάσει από αξιολόγηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος έχει δεσμευτεί να δώσει τη σύστασή του για το πότε και σε ποιες αγορές θα κυκλοφορήσει το εμβόλιο μέχρι το τέλος του χρόνου.
Ο Άντριου Γουίτι, ο επικεφαλής της GSK, δήλωσε ότι η θετική σύσταση από πλευράς του EMA είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της διάθεσης του πρώτου εμβολίου κατά της ελονοσίας για τα μικρά παιδιά.
«Παρότι το RTS,S από μόνο του δεν αποτελεί ολοκληρωμένη απάντηση στην ελονοσία, η χρήση του μαζί με τις παρεμβάσεις αυτές που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, όπως κουνουπιέρες και εντομοκτόνα, μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στο να ελεγχθούν οι συνέπειες της ελονοσίας στα παιδιά στις αφρικανικές αυτές κοινότητες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη», ανέφερε σε ανακοίνωσή του.
Η σύσταση του EMA προβλέπει ότι τα εμβόλια θα λάβουν άδεια για να χρησιμοποιούνται σε βρέφη που ηλικιακά βρίσκονται σε όλο το φάσμα που καλύφθηκε στις δοκιμές, δηλαδή από έξι εβδομάδων ως 17 μηνών.
Κάποιοι ειδικοί στην ελονοσία έχουν εκφράσει ανησυχία ότι οι πολυπλοκότητες και τα πιθανά κόστη χρήσης αυτού του πρώτου εμβολίου, που μάλιστα παρέχει μερική προστασία, το καθιστούν λιγότερο ελκυστικό και περισσότερο επικίνδυνο.
Ωστόσο, ο Τζο Κόεν, επιστήμονας στην GSK, ο οποίος ηγήθηκε της παρασκευής του Mosquirix από το 1987, δήλωσε ότι δεν αμφιβάλλει πως το εμβόλιο θα μειώνει σημαντικά τον αριθμό των κρουσμάτων και των θανάτων από τη νόσο μεταξύ των παιδιών στην Αφρική.
Η ελονοσία στοίχισε τη ζωή σε περίπου 584.000 ανθρώπους το 2013 – η μεγάλη πλειονότητα των οποίων ήταν στην υποσαχάρια Αφρική. Ποσοστό που ξεπερνά το 80% των θανάτων από ελονοσία αφορά παιδιά κάτω από πέντε ετών.
Οι ειδικοί στον τομέα της παγκόσμιας υγείας ήλπιζαν εδώ και χρόνια ότι οι επιστήμονες θα μπορέσουν να παρασκευάσουν ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της ελονοσίας και οι ερευνητές στην GSK εργάζονταν για την παρασκευή του RTS,S επί 30 χρόνια.
Οι ελπίδες ότι αυτό το εμβόλιο θα είναι η οριστική απάντηση στην εξάλειψη της ελονοσίας διαψεύστηκαν όταν τα αποτελέσματα από τις δοκιμές που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2011 και το 2012 έδειξαν ότι η χορήγησή του απλώς μείωσε τα κρούσματα της νόσου σε βρέφη 6 ως 12 εβδομάδων κατά 27% και κατά περίπου 46% στα νήπια από 5 ως 17 μηνών.
Πηγές: Reuters, ΑΠΕ-ΜΠΕ