Αναδρομικά η κατάργηση της υποχρέωσης πληρωμής με κάρτες - Ποιοι πρέπει να συλλέγουν χάρτινες αποδείξεις
Με δύο χρόνια καθυστέρηση το υπουργείο Οικονομικών αναθεωρεί την απόφασή του να επιβάλει υποχρέωση να δαπανούν το 10% τουλάχιστον των εσόδων τους με τραπεζικά μέσα πληρωμής, ακόμα και σε εκείνους που… δεν έχουν καν εισόδημα!
Η απόφαση που ανακοίνωσε πως υπέγραψε η υφυπουργός Οικονομικών κυρία Αικατερίνη Παπανάτσιου, ανατρέπει όσα ψηφίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2016 και ίσχυαν από 1.1.2017, για νοικοκυριά με ανέργους ή υποαπασχολούμενους που αν είχαν έστω και 100 ευρώ εισόδημα (πχ από ένα περιστασιακό μεροκάματο που έκαναν) θα έπρεπε να πληρώνουν με κάρτες και e-banking για να εξασφαλίσουν το αφορολόγητό τους. Για να μην προκληθεί τραγέλαφος με τέτοιες περιπτώσεις, φέτος έσπευσε το υπουργείο Οικονομικών να προλάβει τις φορολογικές δηλώσεις που θα ανοίξουν τον Μάρτιο, αλλάζοντας τα δεδομένα «στο παρά ένα» της εκκαθάρισης φόρου για τα περυσινά εισοδήματα.
Έτσι οι άνεργοι και περιστασιακά απασχολούμενοι εξομοιώνονται πλέον με τους συνταξιούχους άνω των 70 ή τους βαριά αναπήρους (από 80% και άνω) που εξαιρούνταν από την υποχρέωση να συναλλάσσονται με τα POS. Και μαζί τους εξομοιώνονται με την ίδια απόφαση και οι πρόσφυγες - μετανάστες που ζουν στη χώρα μας υπό την ομπρέλα προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Αντιθέτως όμως, δεν καλύπτει ανάπηρους με αναπηρία πχ 67%-80%, για τους οποίους επιβάλλεται ακόμη η χρήση POS και ebanking.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το μέτρο θα ισχύσει και αναδρομικά για το 2018, στις δηλώσεις φόρου εισοδήματος E1 που θα υποβληθούν εφέτος. Δεν θα δουν πρόστιμο όσοι δηλώσουν πραγματικό εισόδημα κάτω των 6.000 ευρώ, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν έχουν τεκμήρια που να ανεβάζουν το τεκμαρτό εισόδημα πάνω από τα 9.500 ευρώ. Αν αντιθέτως για πχ ένα ακίνητο και ένα αυτοκίνητο φτάνουν στις 10.000 ευρώ τεκμαρτό, τότε απαιτείται να καλύψουν με τραπεζικές πληρωμές το 10% του τεκμαρτού (πχ 1.000 ευρώ) ακόμα και αν είχαν πραγματικό εισόδημα κάτω από 1.000 ευρώ!
Και όσοι εξαιρούνται όμως, όπως και υπερήλικες συνταξιούχοι ή οι πολύ βαριά ανάπηροι, θα πρέπει να συνεχίσουν να συλλέγουν χάρτινες αποδείξεις –υποχρέωση πάντως που δεν έχει κανένας ως το 2016 που επεβλήθη το νέο σύστημα!
Ακόμα χειρότερα, ανάπηροι (έως 80%) ή ηλικιωμένοι που ζουν καθηλωμένοι στα σπίτια τους ή σε μικρά χωριά , απαιτείται και πάλι να προσκομίζουν αποδείξεις (εφόσον τους ζητηθεί) για να καλύψουν το 10%-20% του πραγματικού ή πλασματικού εισοδήματός τους, όπως το υπολογίζει η εφορία.
Με την λογική του υπουργείου Οικονομικών πάντως, ενώ κατανοεί ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούν POS ή κάρτες τα άτομα που δεν έχουν χρήματα ή δυσκολεύονται λόγω της κατάστασης της υγείας τους, επιμένει να ζητά «χάρτινες» αποδείξεις που –μόνον αυτοί- θα υποχρεούνται να μαζεύουν!
Διευκρινίζεται πάντως πως ο νόμος απαιτεί δαπάνες 10%-20% επί του φορολογητέου εισοδήματος.
Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα:
- άνεργος ή απλήρωτος εργαζόμενος με εισόδημα 1.000 ευρώ και με τεκμήριο 9.000 ευρώ: δεν χρειάζεται να δαπανήσει 100 ευρώ με κάρτες
- ο ίδιος άνεργος ή απλήρωτος εργαζόμενος με εισόδημα 500 και με τεκμήριο 10.000 ευρώ: πρεπει να δαπανήσει 1.000 ευρώ με κάρτες, αλλιώς θα πληρώσει «πρόστιμο» στην εφορία 110 ευρώ.
- κατάκοιτος με 70% αναπηρία και τεκμήριο (σπίτι) 9.500 ευρώ: πρέπει να μαζέψει «χάρτινες» αποδείξεις 950 ευρώ, αλλιώς θα πληρώσει πρόστιμο 209 ευρώ.
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται να υιοθετήσει λύσεις… α λα καρτ για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος των αναδρομικών διεκδικήσεων εκατομμυρίων συνταξιούχων αλλά και δημοσίων υπαλλήλων. Στις αποφάσεις του ΣτΕ, που θα επιφέρουν μόνιμο δημοσιονομικό κόστος, η «απάντηση» θα είναι η νομοθέτηση «μέτρων εξισορρόπησης» ώστε να μην επηρεάζεται ο προϋπολογισμός για τα αναδρομικά.
Αντίθετα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινή, για τις αποφάσεις που θα οδηγούν σε εφάπαξ επιβάρυνση του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στο να πληρώσει τους δικαιούχους των αναδρομικών, καταφεύγοντας όμως σε δύο κινήσεις τακτικής προκειμένου να μετριαστεί το ταμειακό αλλά και το δημοσιονομικό κόστος.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε δημοσιονομικό επίπεδο, ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με τους Θεσμούς ώστε τα αναδρομικά να αντιμετωπιστούν ως «εξωγενής και μη προβλέψιμος παράγοντας». Αυτό, αν συμφωνηθεί με τους δανειστές, σημαίνει ότι η όποια δαπάνη θα λαμβάνεται μεν υπόψη στο πρωτογενές πλεόνασμα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, όχι όμως και στο «μνημονιακό» πλεόνασμα βάσει του οποίου ελέγχεται και το αν η Ελλάδα εκπληρώνει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεων του 3,5%.
Αντίστοιχη αντιμετώπιση έχει γίνει μέχρι τώρα με τη δαπάνη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και με τη δαπάνη για την κρίση στο προσφυγικό. Η βασική πηγή αναδρομικών διεκδικήσεων με μόνιμη δημοσιονομική επίπτωση είναι η επιστροφή των δώρων αλλά και του επιδόματος αδείας τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους όσο και για τους συνταξιούχους. Με δεδομένο ότι κάθε δημόσιος υπάλληλος θα πρέπει να εισπράττει 1.000 ευρώ ετησίως και κάθε συνταξιούχος του Δημοσίου περίπου 800 ευρώ, το δημοσιονομικό κόστος για την επιστροφή των δώρων ανέρχεται σε 3-3,4 δισ. ευρώ και θεωρείται «ασήκωτο» σε μόνιμη βάση.
Η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να τηρήσει τη γραμμή που υπαγορεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη έκθεσή της. Δηλαδή να λάβει «ισοδύναμα εξισορροπητικά μέτρα», ώστε να προκύπτει συμμόρφωση με την απόφαση του ΣτΕ χωρίς όμως να προκύπτει μεγάλο (ή και καθόλου) δημοσιονομικό κόστος. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα εξεταστούν διάφορες λύσεις, καταρχάς για το θέμα του δώρου των δημοσίων υπαλλήλων, που είναι και το πρώτο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση (δεδομένου ότι η σχετική απόφαση από το ΣτΕ αναμένεται πριν το Πάσχα):
1. Η «απορρόφηση» του 13ου και 14ου μισθού από το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι σε ετήσια βάση δεν θα υπάρχει καμία διαφοροποίηση στις αποδοχές που θα λαμβάνει ο δημόσιος υπάλληλος. Δηλαδή, το ίδιο ποσό, αντί να καταβάλλεται σε 12 μισθούς όπως συμβαίνει σήμερα, Θα καταβάλλεται σε 14.
2. Η μείωση των δώρων και τον επιδόματος από το επίπεδο των 1.000 ευρώ που είναι σήμερα, ώστε να συγκρατηθεί σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα το δημοσιονομικό κόστος για την περίοδο από εδώ και στο εξής. Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, ότι θα υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρο. Το θέμα των δώρων των συνταξιούχων είναι αρκετά περίπλοκο όσον αφορά στην αντιμετώπισή του από εδώ και στο εξής.
Ολική επαναφορά συνεπάγεται δημοσιονομικό κόστος περίπου 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ στην πράξη τα ταμεία θα υποχρεωθούν να καταβάλουν δώρα ακόμη και σε συνταξιούχους που δεν έχουν πληρώσει ποτέ τις ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές. Για την αντιμετώπιση, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να καταφύγει σε «δημιουργική λογιστική». Το δώρο των 800 ευρώ ή και λιγότερο καθώς η απόφαση του ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική την κατάργηση της παροχής και όχι το ύψος του ποσού μπορεί να «συμψηφιστεί» με το ποσό της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων. Η προσωπική διαφορά έχει παραμείνει ως μέγεθος – και μάλιστα υπολογισμένη ανά συνταξιούχο έστω και με λάθη – και θα περιορίζεται κάθε φορά που θα δίδεται αύξηση στους νέους συνταξιούχους μετά το 2022. Μια λύση θα μπορούσε να είναι ο συμψηφισμός του δώρου με την προσωπική διαφορά.
Το παιχνίδι των καθυστερήσεων στις συντάξεις
Οι περικοπές στις συντάξεις που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές επιφέρουν εφάπαξ κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό καθώς, θεωρητικά τουλάχιστον, το ζήτημα έχει αντιμετωπιστεί με τον επανυπολογισμό των συντάξεων μέσω του νόμου Κατρούγκαλου. Βέβαια η συνταγματικότητα του τελευταίου εκκρεμεί να κριθεί από το ΣτΕ. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη εκκρεμότητα καθώς αν ο ασφαλιστικός νόμος του 2016 κριθεί αντισυνταγματικός θα ανοίξει συνολικά το ασφαλιστικό.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι της καθυστέρησης στο θέμα των περικοπών, αφού το δημοσιονομικό κόστος σε περίπτωση μαζικής δικαίωσης των συνταξιούχων μπορεί να φτάσει τα 4,5 δισ. ευρώ ετησίως ή τα 14 δισ. ευρώ.
Στο ποσό των 3,9 δισ. ευρώ ανέρχεται ο λογαριασμός των αναδρομικών από τα κομμένα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτό αποκαλύπτει έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών που κατατέθηκε στην πρόσφατη συζήτηση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το θέμα. Στο έγγραφο αποτυπώνονται τα ποσά που αναλογούν σε καθεμία από τις 11 κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Το μεγαλύτερο ποσό επιστροφών αφορά στους εργαζόμενους που αμείβονται με το ενιαίο μισθολόγιο (2,8 δισ. ευρώ). Στο ίδιο έγγραφο επίσης αποκαλύπτεται το ετήσιο κόστος από την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας ανερχόμενο σε 712 εκατ. ευρώ για το 2019 και 733 εκατ. ευρώ για το 2020.
Εκτός από τους αμειβόμενους με ενιαίο μισθολόγιο που θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος, είναι και τα Σώματα Ασφαλείας και οι Ένοπλες Δυνάμεις με το ποσό να ανέρχεται στα 885 εκατ. ευρώ, οι γιατροί (101,9 εκατ. ευρώ) και οι Πανεπιστημιακοί (55,1 εκατ. ευρώ). Στο έγγραφο το ΥΠΟΙΚ απευθύνει προειδοποίηση ότι σε περίπτωση που δοθούν αναδρομικά τα επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους, διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία και θα αυξηθεί η φορολογία καθώς δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και δεν θα είναι βιώσιμο το χρέος.
Η ετήσια επιβάρυνση 2019 όσον αφορά στα αναδρομικά των αρχιερέων είναι 135.169, των δικαστικών 644.106, των δικαστικών υπαλλήλων 6.873.000, των διπλωματών 210.899, των αμειβόμενων με ενιαίο μισθολόγιο πλην των δικαστικών 513.271.975, των Σωμάτων Ασφαλείας και Ενόπλων Δυνάμεων 161.781.041, των ερευνητών 878.848, των ιατροδικαστών 12.216, των γιατρών 18.626.584, των μουσικών 328.022 και των Πανεπιστημιακών 10.073.699 ευρώ με το σύνολο της ετήσιας επιβάρυνσης να φτάνει τα 712.838.588 ευρώ.
Με πληροφορίες από εφημερίδα: ΤΑ ΝΕΑ
Με δύο όπλα κατεβαίνουν στη µάχη της 1ης Φεβρουαρίου οι δηµόσιοι υπάλληλοι, διεκδικώντας τα «κοµµένα» δώρα τους, δηλαδή τον 13ο και τον 14ο µισθό, οι οποίοι καταργήθηκαν πλήρως µε το δεύτερο µνηµόνιο.
Την ερχόµενη Παρασκευή, εν ενεργεία δηµόσιοι υπάλληλοι και ∆ηµόσιο θα αντιπαρατεθούν ενώπιον της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας, όπου έφθασε τελικά να κριθεί η αντισυνταγµατικότητα των περικοπών των δώρων των δηµοσίων υπαλλήλων, µετά την παραποµπή του θέµατος από το ΣΤ’ Τµήµα του δικαστηρίου. Αυτό είναι άλλωστε και το πρώτο «όπλο» των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι έχοντας αποσπάσει µία πρώτη νίκη από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου, έφθασαν στο ανώτατο δικαστήριο, που θα έχει και τον τελευταίο λόγο.
Σύµφωνα µε την απόφαση του ΣΤ’ Τµήµατος, οι περικοπές που έγιναν µε τον νόµο 4093/12, οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδοµάτων, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγµατος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, σύμφωνα με το Εθνος, οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νοµοθέτης, εκτιµώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, µπορεί να προβαίνει σε µείωση του βασικού µισθού ή των επιδοµάτων στο πλαίσιο του δηµοσίου συµφέροντος, ωστόσο επισηµαίνουν ότι «µε την επίµαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή των αποδοχών, της ίδιας ακριβώς οµάδας θιγοµένων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον µε αυτήν, όχι περαιτέρω µείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι επιδόµατα εορτών και αδείας «συνδέονται από τη φύση τους µε τις αυξηµένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον µισθό του καθενός».
Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν µάλιστα στο ότι «ο νοµοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίµαχου καταργητικού µέτρου, χωρίς προηγουµένως να έχει εκτιµήσει την προσφορότητά του (σ.σ.: του µέτρου) εν όψει και της διαπίστωσης ότι τα αντίστοιχα µέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναµενόµενα».
Το δεύτερο όπλο στη φαρέτρα των νοµικών επιχειρηµάτων των προσφευγόντων δεν είναι άλλο από την απόφαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ του 2015, µε την οποία κρίθηκαν αντισυνταγµατικές οι περικοπές των δώρων των συνταξιούχων, για τις οποίες ωστόσο το ζήτηµα παραµένει εκκρεµές στο ίδιο δικαστήριο. Και παραµένει άλυτο αφού σύµφωνα µε τη διοίκηση οι όποιες αντισυνταγµατικότητες καλύφθηκαν από τον νόµο Κατρούγκαλου, οι διατάξεις του οποίου όµως έχουν µπει στο στόχαστρο δεκάδων προσφυγών και αναµένεται η δικαστική κρίση.
Νοµικοί αναφέρουν στο «Εθνος» ότι η Ολοµέλεια του 2015 έχει ήδη βάλει τις «κόκκινες γραµµές» -αναλογιζόµενη το δηµοσιονοµικό κόστος- κρίνοντας ότι µπορούν να διεκδικήσουν αναδροµικά εκείνοι οι συνταξιούχοι που κατέθεσαν αγωγές πριν από την έκδοση της απόφασης, ενώ για τους υπολοίπους ο χρόνος διεκδίκησης αρχίζει αµέσως µετά τη δηµοσίευσή της (δηλαδή από τον Ιούνιο του 2015 και εντεύθεν). Οι ίδιες πηγές δεν απέκλειαν να ακολουθηθεί και εδώ η ίδια σκέψη στην περίπτωση που οι επίµαχες περικοπές κριθούν και αυτές αντισυνταγµατικές.
Μάλιστα σηµείωναν ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο είναι πολλοί λίγοι οι εν ενεργεία δηµόσιοι υπάλληλοι που έχουν ασκήσει αγωγές για να πάρουν αναδροµικά, υπονοώντας σαφώς ότι το δηµοσιονοµικό κόστος δεν θα είναι µεγάλο. Υπάρχει όµως και ο προβληµατισµός ότι το δικαστήριο µπορεί να αντιµετωπίσει διαφορετικά τους εν ενεργεία υπαλλήλους, εντάσσοντάς τους σε ένα διαφορετικό καθεστώς απ’ ό,τι τους συνταξιούχους.
Η κυβέρνηση και το οικονοµικό επιτελείο τηρούν στάση αναµονής, περιµένοντας ταυτόχρονα και την κρίση του ΣτΕ για τις διατάξεις του νόµου Κατρούγκαλου, η οποία άλλωστε θα καθορίσει και το εύρος της αναδροµικότητας των συνταξιούχων. Θα είναι από τη δηµοσίευση της απόφασης του Ιουνίου του 2015 (σ.σ.: για όσους δεν είχαν ασκήσει αγωγές) και µέχρι σήµερα, ή µέχρι τον Μάιο του 2016, όταν δηλαδή µπήκε σε εφαρµογή ο νόµος Κατρούγκαλου (δηλαδή αναδροµικά ενός έτους;). Μετά ταύτα, τα µάτια όλων, συνταξιούχων, εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων και κυβερνητικού επιτελείου, είναι στραµµένα στο ανώτατο δικαστήριο.
Αναδρομικά στις συντάξεις με δόσεις και επαναφορά Δώρων, εξετάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στο θέμα των περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Το κόστος των αναδρομικών έχει αποτυπωθεί σε οικονομική ανάλυση από το υπουργείο Εργασίας και εκτιμάται ότι για ένα έτος το ποσό είναι 4,4 δισ. ευρώ. Ωστόσο, για όλη την περίοδο των περικοπών, δηλαδή από 1.1.2013 έως και το 2018, το ποσό εκτοξεύεται στα 24 δισ. ευρώ.
Σήμανε η ώρα μηδέν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για το πως, πότε, σε ποιους και πόσα αναδρομικά θα επιστραφούν, σχετικά με τις περικοπές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Το πράσινο φως άναψε η τρόικα, που παρότρυνε το υπουργείο Εργασίας και το υπουργείο Οικονομικών να βρουν λύση, η οποία να είναι συμβατή με τις δικαστικές αποφάσεις, διασφαλίζοντας ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός χωρίς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, αν χρειαστεί, να βρεθούν ισοδύναμα που θα αποσοβήσουν ένβα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το κόστος των αναδρομικών έχει αποτυπωθεί σε οικονομική ανάλυση από το υπουργείο Εργασίας και εκτιμάται ότι για ένα έτος το ποσό είναι 4,4 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, για όλη την περίοδο των περικοπών, δηλαδή από 1.1.2013 έως και το 2018, το ποσό εκτοξεύεται στα 24 δισ. ευρώ.
Όπως δημοσιεύει ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής σχετικά με τα αναδρομικά και τους δημοσίους υπαλλήλους, στην κυβέρνηση συζητείται πολύ σοβαρά η επαναφορά Δώρων, ακόμη και με τη μορφή επιδόματος των 300 ευρώ ετησίως.
Για τους δημοσίους υπαλλήλους, η απόφαση που θα εκδώσει το ΣτΕ μετά τη συνεδρίαση της Ολομέλειάς του την 1.2.1019, δεν θα διαφέρει από την αντίστοιχη του ΣΤ’ Τμήματος (17.12.2018) και θα επισφραγίζει την αντισυνταγματικότητα της περικοπής των Δώρων στους μισθούς του Δημοσίου.
Αναδρομικά: Τα σενάρια
Σε ό,τι αφορά στους συνταξιούχους του ΙΚΑ με κύρια και επικουρική σύνταξη έως 1.250 ευρώ μικτά δικαιούται να πάρει αναδρομικά από Δώρα κύριας και επικουρικής και από τις περικοπές του νόμου 4093 σε κύρια και επικουρική.
Με δόσεις αναδρομικών σε 2 έτη θα έχει κατά μέσο όρο 33 ευρώ το μήνα από το Δώρο κύριας σύνταξης, 21 ευρώ από το Δώρο επικουρικής, 35 ευρώ από την επιστροφή της μείωσης του ν. 4093 στην κύρια και 13 ευρώ από την επιστροφή του ν. 4093 στην επικουρική.
Συνολικά μαζεύει 102 ευρώ αναδρομικών κάθε μήνα για 24 μήνες.
Αν όμως τα αναδρομικά αποφασιστεί να δοθούν σε 4 χρόνια, τότε το μηνιαίο ποσό που παίρνει θα είναι 51 ευρώ το μήνα.
Και αν πάει σε δόσεις 7ετίας, θα παίρνει 30 ευρώ από όλες τις επιστροφές.
Συνταξιούχος του Δημοσίου, τώρα, με κύρια και επικουρική σύνταξη έως 1.800 ευρώ μικτά δικαιούται να πάρει αναδρομικά από Δώρα κύριας και επικουρικής και από τις περικοπές των νόμων 4093 και 4051 καθώς και από την ΕΑΣ, που βγήκε αντισυνταγματική για τις συντάξεις του Δημοσίου (απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου 244/2017).
Με δόσεις αναδρομικών σε 2 έτη, μαζεύει κατά μέσο όρο 161 ευρώ αναδρομικών κάθε μήνα για 24 μήνες.
Με αναδρομικά σε μία 4ετία θα παίρνει 81 ευρώ κάθε μήνα για 48 μήνες, ενώ με δόσεις αναδρομικών σε μία 6ετία θα παίρνει 64 ευρώ το μήνα και με αναδρομικά σε μία 7ετία θα παίρνει 45 ευρώ μηνιαίως.