Αίσιο τέλος είχε το πολύμηνο (και επίμονο...) «φλερτ» της γερμανικής Bayer με την αμερικανική Monsanto, αφού οι δυο εταιρίες θα έρθουν -εάν το επιτρέψουν οι αρχές ανταγωνισμού- «εις γάμου κοινωνίαν».
Ειδικότερα, η Bayer θα προχωρήσει στην εξαγορά της Monsanto έναντι 57 δισ. δολαρίων (66 δισ. δολ. εάν συνυπολογιστεί και το χρέος της τελευταίας), σε ένα deal που φέρει την υπογραφή του νέου διευθύνοντος συμβούλου της Bayer Βέρνερ Μπάουμαν και σπάει πολλά ρεκόρ, αφού πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξαγορά ξένης εταιρείας στην επιχειρηματική ιστορία της Γερμανίας, για τη μεγαλύτερη συμφωνία όπου το τίμημα καταβάλλεται εξ ολοκλήρου σε μετρητά και τη μεγαλύτερη συμφωνία του 2017.
Ο... καρπός της ένωσης θα είναι ένας νέος κολοσσός στον κλάδο των αγροχημικών, που θα «παντρεύει» την ευρεία γκάμα χημικών για αγροτική χρήση (ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα, λιπάσματα κ.λπ.) που παράγει η Bayer με το χαρτοφυλάκιο γενετικά τροποποιημένων σπόρων της Monsanto, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο διεθνώς και στις δυο αυτές αγορές.
Η μεγαλύτερη συμφωνία που έγινε ποτέ με μετρητά ύψους 66 δισ.
Η συμφωνία σηματοδοτεί επίσης την περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου αγροχημικών, καθώς οι αγρότες δαπανούν λιγότερο τόσο για σπόρους όσο και για χημικά, λόγω της πτώσης των τιμών πολλών αγροτικών προϊόντων τα τελευταία χρόνια: Πριν από τη συνένωση των Bayer και Monsanto είχε προηγηθεί το mega-deal των 130 δισ. δολ. μεταξύ των αμερικανικών Dow Chemical και DuPont (που βρίσκεται πάντως στον αέρα λόγω των ενστάσεων της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού της Ε.Ε.) και η εξαγορά της ελβετικής Syngenta (την οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποκτήσει η Monsanto στο παρελθόν) από την κινεζική ChemChina.
Αναμένονται αντιδράσεις
«Ο νέος όμιλος θα είναι ιδανικά τοποθετημένος για να προσφέρει ολοκληρωμένες υπηρεσίες στους αγρότες», δήλωσε χθες ο κ. Μπάουμαν, αναφερόμενος στη νέα τάση που θέλει τις εταιρείες αγροχημικών να αναπτύσσουν περισσότερο ανθεκτικούς σπόρους (γενετικά τροποποιημένους) και ειδικά υποστηρικτικά λιπάσματα και να τα πωλούν ως «πακέτο». Ο ίδιος εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι η συμφωνία θα περάσει από το «κόσκινο» των εποπτικών αρχών (30 σε ισάριθμες χώρες του κόσμου) χωρίς μεγάλα προβλήματα, καθώς οι δραστηριότητες των Bayer και Monsanto περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται, παρά επικαλύπτονται, τόσο από γεωγραφικής όσο και από προϊοντικής πλευράς.
Παρόλα αυτά, το πιθανότερο είναι ότι η εξαγορά θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και στις δυο όχθες του Ατλαντικού, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι Ευρωπαίοι (και δη οι Γερμανοί με την... καλλιεργημένη οικολογική συνείδηση) έχουν αλλεργία στα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα, με την Ε.Ε. να έχει επιβάλει αυστηρούς κανόνες στις εισαγωγές-εξαγωγές, ενώ και πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί ίσως να μη δουν με καλό μάτι την πώληση σε ξένους ενός βασικού προμηθευτή αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ. Αρνητικά ίσως αντιμετωπίσουν τη συμφωνία και οι αγρότες, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, των οποίων τα λόμπι έχουν ισχυρή πολιτική επιρροή, στη λογική ότι η μείωση του ανταγωνισμού στον κλάδο αγροχημικών θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών για τους σπόρους και τα λιπάσματα.
Ενδεικτικό των αμφιβολιών που υπάρχουν για την ολοκλήρωση του deal, είναι η πρόβλεψη ότι η Bayer θα καταβάλει 2 δισ. δολάρια στη Monsanto, εάν αποφασίσει να υπαναχωρήσει.
Εάν όλα εξελιχθούν ομαλά και η συμφωνία ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2017 βάσει του υφιστάμενου χρονοδιαγράμματος, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση κόστους 1,2 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση και συνέργειες 300 εκατ. δολαρίων στις πωλήσεις σε βάθος τριετίας.