Μία λογική κίνηση θα ήταν οι χώρες του ΟΠΕΚ να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου, καθώς έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τη «βουτιά» των τιμών, λόγω της χαμηλής ζήτησης. Όπως αναφέρουν αναλυτές το καρτέλ θα έπρεπε να μειώσει την παραγωγή κατά περίπου ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα για να ικανοποιήσει τους όρους τις προσφοράς και της ζήτησης.
Παρόλα αυτά, στις 27 Νοεμβρίου, μετά από πέντε ώρες συνεδρίασης τα δώδεκα διχασμένα μέλη του καρτέλ αποφάσισαν να μη μειώσουν την ημερήσια παραγωγή πετρελαίου. Η αγορά αντέδρασε άμεσα και οι τιμές του “μαύρου” χρυσού κατρακύλησαν σε χαμηλά τετραετίας, κάτω από το «φράγμα» των 70 δολαρίων και κάποιοι προβλέπουν έως τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Γιατί δεν το έκανε; Ένας από τους λόγους εκτιμάται ότι είναι να μη παραχωρήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στις αμερικανικές βιομηχανίες σχιστολιθικού πετρελαίου. Αλλά, η ΒΝΡ Paribas υποστηρίζει πως μία τέτοια στρατηγική θα σήμαινε τη διατήρηση της τιμής του Brent γύρω στα 70 δολάρια το βαρέλι για παρατεταμένη περίοδο, αλλά αυτό το επίπεδο είναι ασύμφορο για πολλά μέλη του ΟΠΕΚ. Όπως τονίζει η Saxo Bank, σύμφωνα με το Bloomberg, οι Αμερικάνοι παραγωγοί μπορούν να αντιδράσουν βρίσκοντας φθηνότερους τρόπους για τον εντοπισμό και την παραγωγή πετρελαίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΠΕΚ το μερίδιό του στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ίσως μειωθεί στο 37% μέχρι το 2017, από το 40% το 2013 και θα τον πάει πίσω 25 χρόνια.
Τα πλουσιότερα μέλη του καρτέλ είναι η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία θέλουν να έχουν μία σταθερή παραγωγή, κρατώντας χαμηλά τις τιμές. Από την άλλη, Βενεζουέλα, Νιγηρία, Ιράν, Ιράκ και Εκουαδόρ ζητούν επιμόνως μείωση της παραγωγής, καθώς πλήττονται ιδιαίτερα, αφού οι χαμηλές τιμές προκαλούν υψηλές απώλειες στα κρατικά έσοδα. Σύμφωνα με ΔΝΤ Ιράν, Ιράκ και Αλγερία χρειάζονται μια τιμή 100 δολαρίων το βαρέλι για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους.
Οι τιμές έχουν μπει σε πτωτική τροχιά από τα μέσα Ιουνίου υποχωρώντας πάνω από 30%, λόγω της υψηλής προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση και πλέον ήρθε η ώρα του απολογισμού, μετρώντας νικητές και ηττημένους.
Ο μεγαλύτερος χαμένος είναι η Ρωσία. Αν και δεν είναι μέλος του ΟΠΕΚ,ο διευθύνων σύμβουλος της Rosneft Igor Sechin, βρέθηκε στη Βιέννη ως εκπρόσωπος της Ρωσίας, αλλά τελικά η Σαουδική Αραβία έκανε το παιχνίδι της και η Μόσχα πρέπει να αντιμετωπίσει την νέα πραγματικότητα. Η τιμή του πετρελαίου κάτω από τα 80 δολάρια το βαρέλι προκαλεί στη χώρα ετήσιες ζημιές 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το ρωσικό νόμισμα υποχωρήσει περίπου 25% το 2014.
Πώς επηρεάζονται οι επιχειρήσεις, οικονομίες
Η περαιτέρω πτώση των τιμών του πετρελαίου θα πλήξει του ισολογισμούς και τα κέρδη των εταιρειών διύλισης πετρελαίου, άρα και τις μετοχές τους, όπως εκτιμούν οι αναλυτές της Goldman Sachs, ενώ σύμφωνα με τους Financial Times, η πτώση επηρεάζει και τις τράπεζες με διεθνή εμβέλεια όπως Barclays και η Wells Fargo. Οι δύο τράπεζες χρηματοδότησαν με 850 εκατ. δολάρια τη συγχώνευση δύο αμερικανικών πετρελαϊκών και ενεργειακών εταιρειών, την Sabine Oil & Gas και τη Forest Oil.
Από την άλλη, θα μειωθεί το ενεργειακό κόστος σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες και μαζί με αυτό και το συνολικό κόστος παραγωγής. Η πτώση κατά 10 δολάρια της τιμής του πετρελαίου οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,1%, ενώ για κάθε πτώση 10 δολαρίων στη τιμή του αργού το αμερικανικό ΑΕΠ επωφελείται κατά 0,2%, ενώ ο κάθε οδηγός στις ΗΠΑ εξοικονομεί περί 120 δολάρια το χρόνο για κάθε 10 σεντ πτώσης ανά λίτρο στο καύσιμο κίνησης.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank από τον Ιούνιο 2014 οι τιμές του πετρελαίου σε όρους δολαρίου έχουν μειωθεί περίπου κατά 27%, ενώ σε όρους ευρώ η πτώση είναι μικρότερη, 21%. Η εξέλιξη αυτή ευνοεί γενικά τις οικονομίες που είναι εισαγωγείς πετρελαίου όπως οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), την Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες για τις χώρες που είναι εξαγωγείς. Η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, καθώς η τελική ενέργεια που καταναλώνεται στην χώρα ανά καύσιμο αφορά κατά 58% προϊόντα πετρελαίου. Από τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας ο κλάδος των μεταφορών απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνεται στη χώρα (37%) και ακολουθούν τα νοικοκυριά που καταναλώνουν το 29% και ο τομέας της βιομηχανίας το 18%.