Την κριτική σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας συγκεντρώνει εδώ και λίγο καιρό ο ΕΟΔΥ με αφορμή τον μοριακό έλεγχο για τη διάγνωση του SARS-CoV-2. Ειδικότερα, οι ερευνητές αναφέρουν ότι ο ΕΟΔΥ κωλυσιεργεί με αποτέλεσμα να μειώνεται η δυνατότητα της χώρας να πραγματοποιήσει περισσότερα μοριακά τεστ, πρακτική που θεωρείται διεθνώς κομβικής σημασίας στη διαχείριση της πανδημίας. Πολύ περισσότερο δε καθώς οι διεθνείς προβλέψεις θέλουν το 40% του ανθρώπινου πληθυσμού να μολύνεται εν τέλει από τον ιό και βεβαίως μια αντίστοιχη αύξηση των θανάτων.
Ολα ξεκίνησαν την περασμένη άνοιξη, μια περίοδο κατά την οποία η πανδημία φούντωνε στην Ευρώπη και οι χώρες διαγκωνίζονταν για την εξασφάλιση αντιδραστηρίων και εξοπλισμού για την πραγματοποίηση διαγνωστικών εξετάσεων.
Στις 20 Μαρτίου, στην καθιερωμένη ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας, η κυβέρνηση ευχαρίστησε (διά στόματος Σωτηρίου Τσιόδρα) την ερευνητική κοινότητα η οποία έθετε εαυτόν στην υπηρεσία της χώρας προτιθέμενη να συμβάλει στη διάγνωση, δημιουργώντας μεταξύ άλλων και «σπιτικά» τεστ ώστε να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από ξένες αγορές.
Εμβληματική δράση χωρίς δράση;
Πράγματι, μέχρι τις αρχές Απριλίου η ιδέα είχε διαμορφωθεί στην «Εμβληματική δράση COVID-19-GR», η οποία στόχευε στην «Επιδημιολογική μελέτη του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα μέσω εκτεταμένων εξετάσεων ανίχνευσης του ιού και αντισωμάτων, αλληλούχισης ιικών γονιδιωμάτων και γενετικής ανάλυσης ασθενών».
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου, αντικείμενο της δράσης COVID-19-GR θα ήταν η διερεύνηση της επιδημίας από τον ιό SARS-CoV-2 στην Ελλάδα, με πρώτο από τους τέσσερις βασικούς στόχους την «Ανάπτυξη «in house» εγχώριων μοριακών και ανοσολογικών μεθόδων ανίχνευσης του ιού SARS-CoV-2».
Δύο μήνες αργότερα, στις 29 Ιουνίου, έπειτα από συνάντηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων στο Μέγαρο Μαξίμου, η σχετική πρωθυπουργική ανακοίνωση κάνει λόγο για την πρόοδο των εργασιών, οι οποίες εξελίσσονταν με ταχύτερα βήματα από τον αρχικό σχεδιασμό, και «για γραφειοκρατικά εμπόδια που πρέπει να αρθούν σε διάφορους τομείς».
«Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;»
Στις 29 Ιουλίου τα εμπόδια φαίνεται να έχουν αρθεί καθώς σχετική τροπολογία ψηφίστηκε από τη Βουλή. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο ΕΟΔΥ δεν έχει δώσει το πράσινο φως και κυρίως δεν έχει περάσει στην αποστολή δειγμάτων για εξέταση. «Εργαστήκαμε πολύ σκληρά όλους αυτούς τους μήνες για να αναπτύξουμε τα διαγνωστικά πρωτόκολλα» δήλωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Βασίλης Γοργούλης και ένας από τους συντονιστές της δράσης και πρόσθεσε: «Περισσεύουμε; Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;».
Τον έντονο προβληματισμό του εξέφρασε και ο Κώστας Σταματόπουλος, διευθυντής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσώπησε τη χώρα μας στην ευρωπαϊκή δράση για τον κορωνοϊό «ERAvsCORONA», στην οποία ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η διαμόρφωση του πλαισίου των πολιτικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. «Το κρίσιμο θέμα είναι η διενέργεια μεγάλου αριθμού τεστ, την οποία τα ερευνητικά κέντρα της χώρας είναι πανέτοιμα να συνδράμουν. Μόνο οι εκτενείς και ταυτόχρονα στοχευμένοι έλεγχοι θα επιτρέψουν τη σαφή αποτύπωση της πραγματικότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα περιορίσουν την εξάπλωση του ιού» σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα».
Σχετικά με τα παράπονα των ερευνητικών ιδρυμάτων, ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Παναγιώτης Αρκουμανέας δήλωσε στο «Βήμα»: «Ολοι χωρούν στην πανεθνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και σύντομα θα αρχίσει η υλοποίηση της εμβληματικής δράσης. Πρέπει πάντως να σας πω ότι σήμερα η δυνατότητα της χώρας να πραγματοποιεί ελέγχους έχει υπερδεκαπλασιαστεί σε σχέση με την έναρξη της πανδημίας, ενώ τα περισσότερα από 250 κλιμάκιά μας συνεχίζουν να πραγματοποιούν ελέγχους όπου κρίνεται απαραίτητο».
Ποιος μπορεί να διαγνώσει
Στην αρχή της επιδημικής έξαρσης στην Ελλάδα, μοριακές διαγνωστικές εξετάσεις για τον ιό άρχισαν να πραγματοποιούν δημόσια και ιδιωτικά εργαστήρια. Καθοριστικό ρόλο στη διαγνωστική δραστηριότητα είχαν τα τέσσερα κέντρα αναφοράς για τη γρίπη: το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ και τα αντίστοιχα εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΠΚ). Η επιλογή τους από την πολιτεία δεν ήταν τυχαία: ως κέντρα αναφοράς για τη γρίπη είχαν τη δυνατότητα (κατάλληλο εξοπλισμό, εξειδικευμένο προσωπικό, τεχνογνωσία) να αναπτύξουν το τεστ μοριακού ελέγχου για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στη συνέχεια, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας ανέλαβε να πραγματοποιεί τις διαγνωστικές εξετάσεις προεγχειρητικού ελέγχου όλων των νοσοκομείων της χώρας, ενώ, απαντώντας στην αυξημένη ζήτηση, στον χορό της διάγνωσης μπήκαν και άλλα εργαστήρια. Σημειώνεται ωστόσο ότι η διαγνωστική επάρκεια δεν είναι σταθερή: ενδεικτικά, μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας είχε αρχίσει να πραγματοποιεί μοριακή διάγνωση για τον ιό και στη συνέχεια σταμάτησε, ενώ υπεύθυνη σχετικού με τη διάγνωση εργαστηρίου πανεπιστημιακού νοσοκομείου σημείωνε στο «Βήμα» ότι «ο αυξανόμενος φόρτος εργασίας και η απαίτηση για γρήγορα αποτελέσματα δυσχεραίνουν το έργο μας».
Οπως όμως αποδεικνύουν τα πρόσφατα γεγονότα στον Πόρο (όπου η καθυστέρηση των απαντήσεων έγινε αιτία περαιτέρω αύξησης των κρουσμάτων), με έναν ιό ο οποίος δεν δίνει εγκαίρως συμπτώματα, η ταχύτητα της διάγνωσης είναι καθοριστικός παράγοντας στον επιτυχή έλεγχο της διάδοσής του.
Οι αριθμοί
Μόνο 40 έλεγχοι ανά 1.000 κατοίκους
Από τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η χώρα βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή: τα επιβεβαιωμένα την Τετάρτη 12 Αυγούστου νέα κρούσματα ανέρχονταν στα 262, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων στα 6.177. Προκειμένου να ανιχνευτούν αυτά τα κρούσματα, πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου και μέχρι τη 12η Αυγούστου 679.785 τεστ συνολικά στη χώρα. Με δεδομένο ότι περισσότερα από το 1/3 των τεστ που έχουν διενεργηθεί αφορούσαν τους ελέγχους στις πύλες εισόδου, ο συνολικός αριθμός των τεστ που έγιναν εντός των τειχών, όπου και φαίνεται να υπάρχει αναζωπύρωση της πανδημίας, κυμαίνεται μεταξύ 400.000 και 450.000. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι επρόκειτο για μοναδιαία δείγματα (πράγμα που δεν ισχύει), αυτά αντιστοιχούν στην καλύτερη των περιπτώσεων σε περίπου 40 ελέγχους ανά 1.000 κατοίκους. Ποσοστό που μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ.Αρκούν άραγε αυτοί οι έλεγχοι για να αποκτηθεί μια καλή εικόνα της διάδοσης του ιού στον πληθυσμό; Ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΟΔΥ θεωρεί ότι οι έλεγχοι επαρκούν και σημείωσε στο «Βήμα» ότι τις τελευταίες ημέρες τα δείγματα που ελέγχθηκαν στο εργαστήριό του και τα οποία είχαν προέλευση τα κλιμάκια του ΕΟΔΥ ήταν όλα αρνητικά.
Κρίσιμα ερωτήματα που χρήζουν πειστικών απαντήσεων
Παρά το γεγονός ότι οι έλεγχοι είναι σαφώς περισσότεροι σε σχέση με την αρχή της πανδημίας, μια σειρά ερωτημάτων παραμένουν ανοιχτά: Βάσει ποιου σχεδίου πραγματοποιούνται οι δειγματοληψίες; Σε μια κατάσταση τόσο ρευστή, πόσα τυχαία δείγματα πρέπει να αναλύονται καθημερινά για να έχουμε σαφή εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης στη χώρα; Αναλύονται όσα δείγματα πρέπει; Υπάρχει διαγνωστική επάρκεια των εμπλεκόμενων φορέων; Για να μπορέσει να λειτουργήσει η χώρα όσο το δυνατόν ομαλότερα, για να συνεχίσουμε να ζούμε με τον ιό, που όλα δείχνουν ότι θα μας συντροφεύει για καιρό, τα παραπάνω ερωτήματα χρήζουν πειστικών απαντήσεων.
Καταγγελίες για «αιωρούμενα» δείγματα
Προκειμένου να υπάρχει μια συνολική εικόνα για τη χώρα θεσπίστηκε και λειτουργεί το Εθνικό Μητρώο COVID-19. Ολα τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, απ’ όπου και αν προέρχονται (δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), οφείλουν διά νόμου να καταχωρίζονται στο Μητρώο, το οποίο όμως φαίνεται να εξελίσσεται σε μια άλλη ανοιχτή πληγή για τον ΕΟΔΥ. Γιατρός, η οποία επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της, κατήγγειλε στο «Βήμα» ότι στο «Μητρώο υπάρχουν χιλιάδες δείγματα που αιωρούνται. Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για δείγματα τα οποία έχουν συγκεντρωθεί και δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη ή αν έχουν ελεγχθεί και τα στοιχεία τους δεν έχουν καταχωριστεί».
Απαντώντας σε ερωτήσεις του «Βήματος», ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Παναγιώτης Αρκουμανέας διέψευσε την κατηγορία για χιλιάδες «αιωρούμενα» δείγματα, επισημαίνοντας ότι «δεν έχουν όλοι οι φορείς τη δυνατότητα ηλεκτρονικής προσθήκης των δειγμάτων στο Μητρώο, πράγμα που αφήνει ένα μέρος της εργασίας να γίνει με το χέρι και έτσι υπάρχει όντως μια σχετική καθυστέρηση».
Το Ινστιτούτο Παστέρ και οι εξετάσεις που δεν πληρώθηκαν
Από την αρχή της πανδημίας στην Ελλάδα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της διάγνωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Παστέρ ελέγχθηκαν τα δείγματα από το νοσοκομείο του Ρίου, στο οποίο νοσηλεύτηκε το πρώτο κρούσμα της εκδρομής στους Αγίους Τόπους, αλλά και στο οποίο προσήλθαν για δειγματοληψία οι υπόλοιποι εκδρομείς και οι στενές επαφές αυτών.
Σήμερα, η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Παστέρ, ομότιμη καθηγήτρια Βιολογίας του ΕΚΠΑ, κυρία Φωτεινή Στυλιανοπούλου, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το Παστέρ σταμάτησε τη συνεργασία του με τον ΕΟΔΥ.
«Οταν μας ζητήθηκε από τον ΕΟΔΥ να αρχίσουμε τους μοριακούς ελέγχους, αντιδράσαμε άμεσα: αφενός έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες για να είναι σε θέση το αρμόδιο εργαστήριο να πραγματοποιεί τα τεστ και αφετέρου αποφασίστηκε από το ΔΣ του Ινστιτούτου να εφημερεύουμε (σ.σ. ως ερευνητικό ίδρυμα το Παστέρ δεν εφημερεύει) και βεβαίως εξασφαλίσαμε τα απαραίτητα κονδύλια για τα αναλώσιμα και τις αμοιβές του εμπλεκόμενου προσωπικού. Τα κονδύλια των δύο αρχικών συμβάσεων που υπογράψαμε με τον ΕΟΔΥ πολύ γρήγορα εξαντλήθηκαν, αλλά τα δείγματα εξακολουθούσαν να έρχονται από νοσοκομεία όλης της επικράτειας. Σας διαβεβαιώ ότι δεν μας πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό να σταματήσουμε όταν η πανδημία ήταν σε έξαρση. Συνεχίσαμε λοιπόν την εξέταση των δειγμάτων που έρχονταν σε εμάς διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια από το αποθεματικό μας και κάνοντας παράλληλα πιεστικά διαβήματα στον ΕΟΔΥ για την υπογραφή νέων συμβάσεων, ώστε να καλύπτονται οι διενεργούμενες εξετάσεις. Τα διαβήματα έπεσαν στο κενό και από τις αρχές Ιουλίου, μη υπάρχουσας νέας σύμβασης, σταματήσαμε να παραλαμβάνουμε δείγματα του ΕΟΔΥ. Μέχρι τότε το χρέος του ΕΟΔΥ προς εμάς ανερχόταν σε ένα πολύ σημαντικό ποσό και παραμένει απλήρωτο ως αυτή τη στιγμή».
Η απάντηση
Ερωτώμενος σχετικά ο κ. Αρκουμανέας απάντησε στο «Βήμα» ότι «το Παστέρ δεν έπρεπε να είχε προχωρήσει σε διενέργεια τεστ ελλείψει σύμβασης και να αναμένει να πληρωθεί εκ των υστέρων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 7 Ιουλίου το Παστέρ επανήλθε στις επάλξεις της διάγνωσης: εκεί ελέγχονται καθημερινά 600 δείγματα, τα οποία προέρχονται από τους ελέγχους στις πύλες εισόδου, ύστερα από σύμβαση που υπογράφτηκε με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, με την κυρία Στυλιανοπούλου να κάνει λόγο για «άψογη συνεργασία».
Βήμα-βήμα οι αποφάσεις για τα σχολεία
Εξαιρετικά σημαντικός για την Ελλάδα είναι ο καλύτερος έλεγχος του επιδημικού κύματος καθώς, μεταξύ άλλων, τον Σεπτέμβριο αναμένεται το νευραλγικό για την κοινωνία άνοιγμα των σχολείων. Σύμφωνα με πληροφορίες, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά, καθώς οι αρμόδιοι παρακολουθούν στενά την επιδημιολογική κατάσταση, και συζητείται (αν επαληθευθούν τα χειρότερα σενάρια για πολλές εκατοντάδες κρούσματα ημερησίως – «Το Βήμα» δημοσίευσε την περασμένη Κυριακή τις εφιαλτικές προβλέψεις για 600 κρούσματα την ημέρα) ακόμη και να καθυστερήσει η έναρξη της σχολικής χρονιάς, τουλάχιστον σε κάποιες από τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Ο ρόλος των παιδιών στη μετάδοση
Οπως υπογράμμισε στο «Βήμα» η καθηγήτρια Παιδιατρικής και Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, διευθύντρια της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» κυρία Μαρία Τσολιά, ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που συνεχίζει να παραμένει αναπάντητο στην επιστημονική κοινότητα είναι το πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν τελικώς τα παιδιά στη μετάδοση του νέου κορωνοϊού. «Οι μελέτες παραμένουν αντικρουόμενες – οι περισσότερες που έχουν διεξαχθεί ως σήμερα για το θέμα έλαβαν χώρα εν μέσω lockdown, γεγονός που δεν έχει επιτρέψει την αποτύπωση ολοκληρωμένης εικόνας για τα παιδιά και τον νέο κορωνοϊό. Γενικώς πάντως τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών μεταδίδουν λιγότερο τον ιό ενώ οι ηλικίες 10-19 ετών συντελούν περισσότερο στη μετάδοση».
Με τόσα σοβαρά ερωτήματα ανοιχτά λοιπόν, τι πρέπει να γίνει με το άνοιγμα των σχολείων; Υπάρχει περίπτωση να μετατραπούν σε «βόμβες μετάδοσης» του ιού; «Σε αυτή την εξίσωση πρέπει να μην παραλείψουμε τον σημαντικότερο παράγοντα. Τι θα σημάνουν τα κλειστά σχολεία για τα ίδια τα παιδιά αλλά και για την κοινωνία». Η επιδημιολογική εικόνα της χώρας όμως δεν προκαλεί ανησυχία; «Τα επιδημιολογικά δεδομένα λαμβάνονται καθημερινά σοβαρά υπόψη. Ωστόσο η κατεύθυνσή μας είναι τουλάχιστον η πρωτοβάθμια εκπαίδευση να λειτουργήσει πλήρως – με βάση το ότι τα μικρότερα παιδιά δεν έχουν τόσο σημαντική συμμετοχή στη μετάδοση – και να συζητήσουμε με τι μορφή μπορεί να λειτουργήσει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν η επιδημιολογική εικόνα δεν είναι καλή».
Σχολείο με μάσκες; Και πόσο εφικτό είναι αυτό; «Τα παιδιά οκτώ ετών και άνω μπορούν να εκπαιδευθούν πολύ καλά στη χρήση μάσκας» ήταν η απάντηση της κυρίας Τσολιά. «Στα παιδιά κάτω των τριών ετών δεν πρέπει να γίνεται χρήση μάσκας, ενώ στις ηλικίες τριών ως οκτώ ετών η συμμόρφωση είναι ομολογουμένως δύσκολη. Στα παιδιά αυτών των ηλικιών που θα πάνε σχολείο προτείνονται μικρές ομάδες και τήρηση αυστηρών κανόνων υγιεινής και προστασίας από τους παιδαγωγούς τους». Σύμφωνα με την καθηγήτρια, η κοινωνία πρέπει να συμμορφωθεί εδώ και τώρα στους κανόνες.
Μικρό ποσοστό των κρουσμάτων
Τα παιδιά αποτελούν διεθνώς μικρό ποσοστό, της τάξεως του 6% επί των κρουσμάτων, σημείωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια κ. Θεοκλής Ζαούτης. «Πολλά παιδιά που μολύνονται με SARS-CoV-2 είναι ασυμπτωματικά ή εμφανίζουν ήπια νόσο. Επίσης δεν χρειάζονται στον ίδιο βαθμό με τους ενηλίκους νοσηλεία και εισαγωγή σε ΜΕΘ ενώ καταγράφονται και πολύ λίγοι θάνατοι σε αυτά – λιγότεροι από 0,3% επί του συνόλου των θανάτων, σύμφωνα με τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων». Και ο κ. Ζαούτης τόνισε ότι η άποψη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων είναι «πως τα παιδιά πρέπει να επιστρέψουν στο σχολείο. Συζητούμε όλες τις πιθανές επιλογές για να έχουμε ανοιχτά σχολεία. Εκ περιτροπής λειτουργία, χρήση μάσκας».
Πηγή: tovima.gr
Τσώλη Θεοδώρα
Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για τα τεστ του κορονοϊού και για το γεγονός ότι μπορεί να δώσουν διαφορετικό αποτέλεσμα για τον ίδιο άνθρωπο μέσα σε λίγες ημέρες.
Στο θέμα αναφέρθηκε ο πρόεδρος του πανελλήνιου ιατρικού συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μιλώντας στον ΑΝΤ1 και εξήγησε πότε ένα τεστ για τον κορονοϊό θα δείξει το σωστό αποτέλεσμα.
«Αν κάποιος έρθει σε επαφή με έναν άνθρωπο θετικό στον κορονοϊό και κάνει τεστ την επόμενη ημέρα είναι πιθανόν να δείξει ψευδώς αρνητικό και ένα δεύτερο λίγες ημέρες μετά να δείξει θετικό. Γι’ αυτό όσοι έχουμε τον κίνδυνο και όσοι επιστρέψουν από διακοπές να είμαστε αυστηρά περιορισμένοι στον αρχικό χρόνο και να φοράμε τη μάσκα μας διαρκώς. Αν θέλουμε να κάνουμε τεστ αυτό καλό είναι να γίνεται την τέταρτη ή την πέμπτη μέρα από την επιστροφή μας. Εκεί μειώνουμε τις πιθανότητες ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος».
Οσον αφορά στα μέτρα επισήμανε πως αν τηρηθούν πιστά και με διάρκεια οι αριθμοί των κρουσμάτων θα αρχίσουν να κάμπτονται. Επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός η μείωση δεν θα γίνει άμεσα.
Σχετικά με τα σχολεία είπε: «Έχουμε τρεις εβδομάδες για το άνοιγμά τους. Θα πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία για να μην μείνουν αγράμματοι οι νέοι και οι νέες. Τα παιδιά έδειξαν το Μάιο και τον Ιούνιο ότι προσαρμόζονται εύκολα. Θα ζητήσουμε τα μέτρα που είναι χρήσιμα για την ασφάλεια των παιδιών. Στις παιδικές κατασκηνώσεις υπάρχουν μόνο παιδιά και νέοι έχουν βρεθεί μόνο δύο θετικά κρούσματα»
Η διενέργεια μαζικών τεστ για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, ο οποίος προκαλεί τη νόσο Covid-19, θα διευκολυνθεί στο άμεσο μέλλον από την ανάπτυξη νέων, γρήγορων και φθηνών, μοριακών τεστ με βάση τη λήψη σάλιου και όχι δειγμάτων από το βάθος του φάρυγγα και της μύτης, όπως μέχρι τώρα.
Επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ των ΗΠΑ, με επικεφαλής τη δρα Σαντάλ Βόγκελς, που έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το «Nature», ανέπτυξαν ένα απλό τεστ σάλιου, με την ονομασία SalivaDirect, με στόχο να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ανάγκη για εκτεταμένους διαγνωστικούς ελέγχους, καθώς έχουν αρθεί τα περιοριστικά μέτρα (lockdown) στις περισσότερες χώρες.
Σε σχέση με τα υπάρχοντα μοριακά τεστ PCR, το τεστ σάλιου είναι λιγότερο επεμβατικό, δεν είναι ανάγκη να γίνει από εκπαιδευμένο επαγγελματία του τομέα υγείας και αποφεύγει τη χρήση χημικών. Τα πειράματα του νέου τεστ έδειξαν ότι ανίχνευσε 32 από τα 34 δείγματα που είχαν βγει θετικά στα μοριακά τεστ μύτης και φάρυγγα, καθώς επίσης 30 από τα 33 αρνητικά δείγματα.
Το κόστος του τεστ σάλιου εκτιμάται σε 1,3 έως 4,4 δολάρια (ανά… φτύσιμο) και οι δημιουργοί του έχουν ζητήσει από την αρμόδια Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) επείγουσα άδεια έγκρισης για την κυκλοφορία του.
Παράλληλα, επιστήμονες του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Μάντισον, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέηβιντ Ο’ Κόνορ της Ιατρικής Σχολής και Δημόσιας Υγείας, ανακοίνωσαν ότι δοκιμάζουν μία άλλη εκδοχή ενός φθηνού και γρήγορου τεστ σάλιου για τον κορωνοϊό, που έχει αποτελέσματα σε λίγες ώρες.
Μέσα στον Ιούλιο έκαναν και τη σχετική προδημοσίευση στο merdRxiv. Το τεστ, με την ονομασία RT-LAMP, που ακόμη δεν έχει εγκριθεί για κλινική διάγνωση, χρησιμοποιεί μία διαφορετική, πιο εύκολη μέθοδο, καθώς και διαφορετικές χημικές ουσίες σε σχέση με τα υπάρχοντα οριακά τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), προκειμένου να εντοπίσει τον ιό στο δείγμα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Καλά χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με πληροφορίες, τα αποτελέσματα των μαζικών τεστ κορονοϊού, που πραγματοποιήθηκαν τις πρώτες ημέρες μετά την επανέναρξη των πτήσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πηγές από την Πολιτική Προστασία, στις 15 Ιουλίου έγιναν 1.366 τεστ κορονοϊού σε επιβάτες που ταξίδεψαν απευθείας από βρετανικά αεροδρόμια στη χώρα μας. Στις 16 Ιουλίου έγιναν 1.437 τεστ. Τα αποτελέσματα όλων των τεστ, και των δύο ημερών, ήταν αρνητικά.
Σημειώνεται ότι στα δρομολόγια περιλαμβάνονταν απευθείας πτήσεις από το Μπέρμινχαμ και το Μάντσεστερ, περιοχές όπου έχουν καταγραφεί υψηλά επιδημιολογικά φορτία.
powered by Rubicon Project
Σε πτήσεις τράνζιτ, από το Λονδίνο μέσω Παρισιού και Λάρνακας, βρέθηκαν δύο κρούσματα. Ιχνηλατήθηκαν οι επαφές τους και έχουν απομονωθεί.
Τα μαζικά τεστ στις πτήσεις από τη Βρετανία συνεχίζονται και τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν τις επόμενες μέρες.
πηγή: news4health.gr
122.766 μοριακά τεστ έχουν γίνει συνολικά, από την 1η έως το μεσημέρι της 16ης Ιουλίου, στα 27 αεροδρόμια, στον Προμαχώνα και στα λιμάνια της χώρας με το άνοιγμα αεροπορικών μεταφορών, και μερικών οδικών-ακτοπλοϊκών.
“Κρυφά” όμως και μη ανακοινώσιμα τα αποτελέσματά τους, σε διάσπαρτα κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια, ακόμη και τώρα που άνοιξαν και οι πτήσεις από Αγγλία χώρα με υψηλά επιδημιολογικά φορτία.
Υπάρχουν περιπτώσεις τουριστών, κυρίως εκείνων που έχουν φθάσει οδικώς, οι οποίοι έχουν έρθει, έχουν φύγει και ακόμη δεν έχουν βγει τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ, στα οποία υπεβλήθησαν, καθώς αυτά καθυστερούν έως και 96 ώρες (4 ημέρες)!
Αυτή η επιτηδευμένη έλλειψη ενημέρωσης, σχετίζεται με την ανάγκη οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, που ισορροπεί επικίνδυνα με την COVID-19 και συνεπώς τους κινδύνους για την δημόσια υγεία, όπως επίσης και υπό τον κίνδυνο διεθνών αντιδράσεων χωρών, οι πολίτες των οποίων μπορεί “στιγματίζονται” στην περίπτωση ανακοινώσεων κρουσμάτων ανάμεσά τους. Ενδεχομένως αυτό το κενό ενημέρωσης να καλυφθεί, από τις εβδομαδιαίες ανακοινώσεις που θα κάνει ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Νίκος Χαρδαλιάς.
Δυο εβδομάδες ελέγχων
Από την 1η έως τις 14 Ιουλίου 2020 στα 27 αεροδρόμια της χώρας έγιναν συνολικά 92.876 μοριακά τεστ σε επιβάτες, στον μεθοριακό σταθμό του Προμαχώνα 21.406, στο λιμάνι της Πάτρας 5.866 και σε αυτό της Ηγουμενίτσας 2.618, με το σύνολο να ανέρχεται σε 122.766.
Από τα ξημερώματα της Τετάρτης όταν άνοιξαν και οι πτήσεις από Μεγάλη Βρετανία, ο αριθμός των μοριακών τεστ αυξήθηκε κατά 30%-40% κατά περίπτωση, ανάλογα με την επιδημιολογική “επικινδυνότητα” των ταξιδιωτών και των τόπων προέλευσής τους από τις δύο αυτές χώρες.
Από τα ξημερώματα της 15ης έως και το μεσημέρι της 16ης Ιουλίου, σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 36 ωρών, στα 27 αεροδρόμια έγιναν 13.491 μοριακά τεστ σε επιβάτες, στον Προμαχώνα 2.054, στο λιμάνι της Πάτρας 847, σε αυτό της Ηγουμενίτσας 369, με το σύνολο να φθάνει τα 16.761 μοριακά τεστ.
Σημειώνεται ότι το χρονικό διάστημα 1-14 Ιουλίου, στα αεροδρόμια γίνονταν κατά μέσο όρο 6.634 μοριακά τεστ την ημέρα, στον Προμαχώνα 1.529, στο λιμάνι της Πάτρας 419 και 187 σε αυτό της Ηγουμενίτσας. Δηλαδή ο συνολικός ημερήσιος όρος ήταν 8.769 μοριακά τεστ, αριθμός που μεταβαλλόταν ανάλογα με την προέλευση των ταξιδιωτών και τα επιδημιολογικά φορτία των χωρών από τις οποίες προέρχονταν.
Πηγή: thetoc.gr