Η Αναστασία Κασωτάκη ανεβαίνει τον δικό της Γολγοθά από τότε που το παιδί της χάθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο χρόνος για εκείνη σταμάτησε το μεσημέρι της 12ης Μαρτίου του 2012. Ήταν η τελευταία φορά που είδε τον Αντώνη της. Ο καιρός έξω είχε αγριέψει και μια καταιγίδα ξεσήκωνε τα πάντα στο διάβα της σαν να συνηγορούσε στο κακό που βρήκε την οικογένεια της.
Ο μικρότερος γιος έφυγε από το σπίτι για να πάει σε ένα φίλο του στο πρακτορείο του χωριού και η μητέρα πήγε για καφέ σε μια γειτόνισσα. Ο Αντώνης θα έπεφτε να κοιμηθεί. Όταν ο αδελφός του επέστρεψε εκείνος ήταν άφαντος. Από τότε δεν υπήρξε κανένα σημάδι ζωής του.
«Κανείς δεν είπε ότι τον είδε. Ήταν τόσο έντονη η καταιγίδα και οι περισσότεροι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους» ανέφερε η τραγική μάνα.
«Ο Αντώνης ήθελε να επισκεφθεί στο μοναστήρι τον ιερωμένο που συμβουλευόταν. Προσπάθησα να τον βρω και να τον ρωτήσω αν τον είδε, αλλά στην αρχή κρυβόταν. Όταν τελικά εμφανίστηκε μου είπε πως δεν ξέρει τίποτα και πως αν μάθαινε κάτι θα με ενημέρωνε» τόνισε.
Ο αγνοούμενος διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον ιερωμένο και είχε μείνει στο μοναστήρι για ένα χρονικό διάστημα.
Πριν χαθεί είχε πουλήσει κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια στην Αγία Γαλήνη που του είχε δώσει κληρονομιά ο παππούς του και είχε λάβει το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ.
«Δεν συμφωνούσα με την απόφαση του να πουλήσει την οικογενειακή περιουσία και γι αυτό το λόγο είχαμε τσακωθεί. Τότε έφυγε για ένα διάστημα από το σπίτι και έμεινε στο μοναστήρι. Όταν επέστρεψε μου είπε ότι τελικά πούλησε τα δωμάτια γιατί ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι για να μένουμε. Έβλεπε πως τα βγάζαμε πέρα δύσκολα και ήθελε να απαλλάξει την οικογένεια από το βάρος του ενοικίου. Ψάξαμε, βρήκαμε ένα σπίτι, αλλά στο μεταξύ χάθηκε το παλικάρι μου και τα λεφτά εξαφανίστηκαν…» είπε χαρακτηριστικά.
«Μου είπε ότι ο παπάς του έφαγε τα λεφτά του σπιτιού…»
Το «Τούνελ» εντόπισε έναν σημαντικό μάρτυρα που ξεκαθάρισε το θολό τοπίο γύρω από τις κινήσεις του Αντώνη Κασωτάκη πριν εξαφανιστεί. Τα όσα αποκάλυψε σοκάρουν.
Όπως είπε ο Αντώνης ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι στο Ρέθυμνο. Μαζί με έναν φίλο του μηχανικό, πήγαν και είδαν ένα σπίτι που ήταν διαθέσιμο προς πώληση. Του άρεσε και συμφώνησαν να το αγοράσει έναντι εξήντα χιλιάδων ευρώ. Όταν πήγαν στην τράπεζα να εισπράξουν τα χρήματα δεν μπόρεσαν γιατί ήταν «κλειστά» και θα έπρεπε να περιμένουν λίγες μέρες. Μάλιστα ο διευθυντής παρότρυνε τον Αντώνη να περιμένει λίγο ακόμα για να μην χάσει τον τόκο.
Ο μηχανικός περίμενε για μέρες τον Αντώνη να τον ειδοποιήσει για να προχωρήσουν την αγοραπωλησία, αλλά εκείνος δεν ήρθε σε επαφή μαζί του. Ο μάρτυρας έμαθε τότε ότι ο αγνοούμενος είχε σηκώσει όλα του τα χρήματα από τον λογαριασμό.
Λίγο καιρό αργότερα τον συνάντησε και τον ρώτησε τι έγινε τελικά με τον μηχανικό. Τότε ο Αντώνης του αποκρίθηκε πως έδωσε όλα τα χρήματα σε ένα παπά που θα του ‘βρισκε ένα καλύτερο σπίτι.
Πέρασαν κάποιες μέρες και ξανασυναντήθηκαν. Όπως του είπε ο Αντώνης όχι μόνο δεν είχε αγοράσει καινούριο σπίτι, αλλά ο παπάς που του είχε εμπιστευτεί τα χρήματα του, δεν τα του τα έδινε πίσω.
Αυτό έγινε περίπου έναν μήνα πριν εξαφανιστεί. Ο μάρτυρας δεν γνωρίζει ποιος ακριβώς είναι ο συγκεκριμένος παπάς, ούτε τα στοιχεία του. Ο ίδιος περιέγραψε τον αγνοούμενο σαν έναν αγαθό, ευκολόπιστο και ιδιαίτερα θεοσεβούμενο νέο.