Ξανά στη μέγγενη των αξιολογήσεων, με ανοιχτά μέτωπα στα «κόκκινα» δάνεια, την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων και τις αποκρατικοποιήσεις
Με πολλές ελλείψεις θα βρεθεί το οικονομικό επιτελείο στα δύο κρίσιμα ραντεβού που έχει τις επόμενες εβδομάδες με δανειστές και αγορές, αφού οι ανειλημμένες δεσμεύσεις έχουν καθυστερήσει και οι αγορές χρήματος περιμένουν επάνοδο της Ελλάδας όχι με τις καλύτερες διαθέσεις.
Πρώτος σταθμός για τη νέα χρονιά θα είναι η δεύτερη αξιολόγηση σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, που θα ξεκινήσει με επαφές από απόσταση από την επόμενη εβδομάδα. Κοινοτικές πηγές τονίζουν ότι «η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα είναι σαν την πρώτη». Η πρώτη -τονίζουν οι ίδιες πηγές- ήταν σχεδόν «δοκιμαστική», αφού έγινε περίπου 15 μέρες μετά τη λήξη του προγράμματος χωρίς να υπάρχει χρόνος για την πρόοδο υλοποίησης των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελλάδα και η κρίση για την εκταμίευση των πρώτων 600 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι Κεντρικές Τράπεζες (που απαιτεί έγκριση Κοινοβουλίων) μεταφέρθηκε στη δεύτερη αξιολόγηση.
Αυτή τη φορά, όμως, οι δανειστές (κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ESM, αλλά και το ΔΝΤ που θα εκδώσει τη δική του έκθεση προόδου τον Φεβρουάριο) θα έρθουν για να διαπιστώσουν αποτελέσματα σε συγκεκριμένους τομείς, οι οποίοι έχουν προαναγγελθεί από το Eurogroup του Δεκεμβρίου. Η Ελλάδα θα εξεταστεί για τα αποτελέσματά της στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων, την πρόοδο σε αποκρατικοποιήσεις και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Τι έχει γίνει;
Τράπεζες
Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια οι εμπορικές τράπεζες έχουν πιεστεί και έχουν πιάσει τους στόχους που έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές, έχοντας πετύχει μείωση κατά περίπου 8 δισ. ευρώ στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2018. Ωστόσο η αδύναμη οικονομική τους κατάσταση και η απουσία -έστω και τώρα- συγκεκριμένου σχεδίου για μαζική εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχει μειώσει τη χρηματιστηριακή τους αξία. Οι αγορές ποντάρουν στο σενάριο ότι οι μαζικές πωλήσεις «κόκκινων» δανείων θα οδηγήσουν μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού σε κεφαλαιακές απώλειες και θα απαιτήσουν νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που θα είναι δύσκολο να ολοκληρωθούν. Το σχέδιο για τη δημιουργία οχημάτων ειδικού σκοπού (όπου θα μεταφερθούν «κόκκινα» δάνεια, με το Δημόσιο να καλύπτει μέρος των κεφαλαιακών απωλειών) ήρθε μάλλον αργά και υπάρχει ακόμη ως ιδέα που θα πρέπει να επεξεργαστεί και να εγκριθεί από όλες τις εποπτικές αρχές.
Μέχρι να εγκριθεί και να τεθεί σε εφαρμογή, οι τράπεζες θα κρατήσουν κλειστές τις κάνουλες της χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία, με προφανή τα αποτελέσματα για την ανάπτυξη της χώρας.
Αποκρατικοποιήσεις
Στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων η πρόοδος είναι επίσης πολύ μικρή, με την Ελλάδα να έχει χάσει -όπως αναμενόταν- το στόχο του 2018 (έσοδα 2,9 δισ. ευρώ) κατά περίπου 1,7 δισ. ευρώ. Την ίδια ώρα, η ολοκλήρωση της επένδυσης του Ελληνικού, λόγω του διαγωνισμού για το καζίνο, έχει πάρει επίσημη παράταση μέχρι και τον Μάρτιο. Η παραχώρηση διαχείρισης της Εγνατίας έχει παγώσει από καθυστερήσεις εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του Δημοσίου, ενώ και η αξιοποίηση της συμμετοχής του Δημοσίου στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» έχει επίσης καθυστερήσει. Παράλληλα, η Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας, παρά τις μεγάλες προσδοκίες, δεν έχει δώσει ακόμη δείγμα των προθέσεων για ένα συνολικό σχέδιο αξιοποίησης της τεράστιας και ανεκμετάλλευτης δημόσιας ακίνητης περιουσίας.
Πραγματική οικονομία
Σε ό,τι αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και παρά το δανεισμό των 7,5 δισ. από τον ESM την τριετία 2016-2018, το υπόλοιπο στο τέλος Οκτωβρίου ξεπερνούσε τα 2,5 δισ. ευρώ (με βάση τα στοιχεία του περασμένου Οκτωβρίου), αν και έπρεπε να μηδενιστεί τον περασμένο Αύγουστο με το κλείσιμο του προγράμματος.
Τέλος, έντονη είναι η δυσφορία των εταίρων για την προσπάθεια βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στις νομοθετικές ρυθμίσεις που απαιτούνται, ιδιαίτερα για τη διευκόλυνση της αδειοδότησης και της απορρόφησης πόρων του ΕΣΠΑ.
Διστακτική έξοδος μέχρι τον Φεβρουάριο
Η πορεία της αξιολόγησης δεν συνδέεται όμως μόνο με την εκταμίευση της δόσης των 600 εκατ. ευρώ από τα κέρδη του ελληνικών ομολόγων, συνολικού ύψους 4,8 δισ. ευρώ, που θα δοθούν στην Ελλάδα σε εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup του περασμένου Ιουνίου για την ελάφρυνση του χρέους.
Η θετική γνώμη των δανειστών εξαρτάται και από την προσπάθεια για έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος.
Ειδικά για την έκδοση ομολόγου -και μάλιστα ομολόγου αναφοράς- λόγο θα έχει και ο ESM, o οποίος είναι ο έμμεσος θεματοφύλακας της εφαρμογής της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους, ως ο μεγαλύτερος δανειστής της Ελλάδας.
Η πρώτη προσπάθεια υπολογίζεται ότι θα γίνει στο τέλος του μήνα ή το αργότερο μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου, ως τεστ για την αντιμετώπιση των αγορών.
Ο ΟΔΔΗΧ έχει ήδη ανακοινώσει ένα σχετικά περιορισμένο πρόγραμμα δανεισμού της τάξης των 5 έως 7 δισ. ευρώ για το 2019 και μια έμμεση προαναγγελία για αγορά ακριβού χρέους ύψους περίπου 5,5 δισ. ευρώ, που λήγει μέσα στο 2019, από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Προς το παρόν, οι συνθήκες απέχουν από το να χαρακτηριστούν ως ιδανικές, καθώς τους πρώτους μήνες του χρόνου, μετά τη συμφωνία της Ιταλίας με την Ε.Ε. για το θέμα του ελλείμματος του προϋπολογισμού, οι αποδόσεις στα ιταλικά ομόλογα έχουν υποχωρήσει από το 3,3%, που βρίσκονταν ένα μήνα πριν, στο 2,74%, ενώ τα ελληνικά, που είχαν έως τώρα παράλληλη πορεία, παρέμειναν στο 3,4%, όσο και τον προηγούμενο μήνα.
Επίσης, στις επαφές που είχε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με τους εκπροσώπους επενδυτικών οίκων -πιο πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο του συνεδρίου του Capital Link, αλλά και τον Οκτώβριο, κατά την περιοδεία του στην Απω Ανατολή- τα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν και δεν απαντήθηκαν επαρκώς ήταν δύο: Τι και πότε θα γίνει με τις τράπεζες και αν ο ρυθμός ανάπτυξης έχει δυνατότητα να είναι μεγαλύτερος από τις προβλέψεις.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου