Βρίσκεται στην 4η θέση τον υψηλότερων ποσοστών στην ΕΕ, την στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται περίπου στο 24%
Με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται αντιμέτωπο το 31,5% των παιδιών (κάτω των 18 ετών) στην Ελλάδα, έναντι ποσοστού 24,2% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2020 που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.

Η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ όσον αφορά τον κίνδυνο της φτώχειας που διατρέχουν τα παιδιά, μετά τη Ρουμανία (41,5%), τη Βουλγαρία (36,2%), και την Ισπανία (31,8%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ κατέγραψαν η Σλοβενία (12,1%), η Τσεχία (12,9%), η Δανία (13,5%) και η Φινλανδία (14,5%).

 

Ειδικότερα, στην ΕΕ το 71,9% του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 60 ετών που ζούσε σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας με εξαρτώμενα παιδιά διατρέχει τον κίνδυνο της φτώχειας. Επίσης, το 50,5% των παιδιών με γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας, έναντι 7,7% των παιδιών με γονείς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Σύμφωνα με την Eurostat, με τον κίνδυνο της φτώχειας απειλείται στην ΕΕ το 42,1% των μονογονεακών νοικοκυριών, το 29,6% των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα παιδιά και το 32,9% των παιδιών με τουλάχιστον ένα γονέα με μεταναστευτικό υπόβαθρο.https://www.protothema.gr/economy/article/1176014/adimetopo-me-ton-kinduno-ftoheias-to-315-ton-paidion-stin-ellada-sumfona-me-tin-eurostat/

Μείωση μισθών, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, de facto κατάργηση του 8ώρου και κίνδυνο φτωχοποίησης για τεράστιο μέρος του ελληνικού πληθυσμού βλέπει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ

Κίνδυνο φτωχοποίησης με πάγιο χαρακτήρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, προειδοποιούν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που έδωσαν στη δημοσιότητα την Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση. Η έκθεση καταγράφει την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας εν μέσω της πανδημικής κρίσης του κορονοϊού και κάνει λόγο για μείωση μισθών, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, de facto κατάργηση του 8ώρου και δραματική αύξηση όσων ζουν με μισθούς κάτω από τα όρια της φτώχειας. Αναλύοντας τα στοιχεία, οι μελετητές επισημαίνουν πως πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα, τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, διαφορετικά η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα και η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί.

 
Περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι έχουν «εξέλθει» από το εργατικό δυναμικό και ζουν με 534 ευρώ το μήνα για πάνω από 3 μήνες, ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά 10% το δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019. Τρεις στους 10 λαμβάνουν αποδοχές μικρότερες από τον κατώτατο μισθό, το ύψος του οποίου – παρά την αύξηση του 2019 – βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Επτά στους 10 έχουν μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ. Όπως τονίζουν οι μελετητές, «ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είτε βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (σε αναστολή που διαρκεί πάνω από 3 μήνες) είτε καταγράφεται ως άνεργο είτε εργάζεται λαμβάνοντας μισθούς οι οποίοι βρίσκονται χαμηλότερα, έως πολύ χαμηλότερα, του ορίου της φτώχειας».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, το Β’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%. Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ 12πλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Η αύξηση αυτή αγγίζει τις 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια στιγμή, τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το β’ τρίμηνο του 2019 το ποσοστό των ατόμων μειώθηκε σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ.

 
gsee1.png

Μπορεί να επηρεάστηκαν αρνητικά σχεδόν όλες οι μισθολογικές κλίμακες, όμως το κύριο βάρος της συμπίεσης των μισθών το επωμίστηκαν οι χαμηλά αμειβόμενοι. Συνυπολογίζοντας και τα υπόλοιπα ευρήματα, διαφαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είτε βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (σε αναστολή που διαρκεί πάνω από 3 μήνες) είτε καταγράφεται ως άνεργο είτε εργάζεται λαμβάνοντας μισθούς οι οποίοι βρίσκονται χαμηλότερα, έως πολύ χαμηλότερα, του ορίου της φτώχειας. «Ο υψηλός κίνδυνος της μακροχρόνιας ανεργίας σε συνδυασμό με το αναποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας οδηγούν στην επισήμανση ότι, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα, η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί, ενώ το πλήγμα της πανδημικής κρίσης στην οικονομία θα έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και δυσμενέστερες συνέπειες», καταλήγουν οι ερευνητές.

 

Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εκτιμά πως η ανεργία θα κυμανθεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%. «Υποθέτοντας ότι το βάθος της ύφεσης δεν θα ξεπεράσει το 9%, η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι το επίσημο ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 21,2%», λένε οι μελετητές.

gsee2.png
 

Ιδιαίτερα σημαντικό για το πως θα διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι η διόγκωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού. Όπως αναφέρεται, το 2019 υπήρξε σταθερή μείωση του αριθμού των ανέργων και παράλληλη μείωση των οικονομικά μη ενεργών ατόμων, μικρότερου όμως μεγέθους. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε 2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο. Όμως, από τον Δεκέμβριο του 2019 ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών άρχισε να αυξάνεται σταδιακά, με αποτέλεσμα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 να έχουν αποχωρήσει από το εργατικό δυναμικό περίπου 79.000 άτομα. Η κατάσταση αυτή συνέβαλε σε έναν βαθμό στη μείωση του ποσοστού ανεργίας. Όμως, με την έναρξη του lockdown το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020 η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τις 100.000 άτομα σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019.

Ειδικότερα τον Μάρτιο και τον Μάιο η διαφορά ήταν ίση με 166.000 άτομα και 180.000 άτομα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει πως μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό πάνω από 100.000 άτομα που δηλώνουν πλέον πως δεν αναζητούν εργασία και ούτε θεωρούν πιθανό να βρουν δουλειά τους επόμενους μήνες. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των ατόμων αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους. Συγκρίνοντας τις μεταβολές με τις αντίστοιχες του προηγούμενου έτους, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειονότητα των καταγεγραμμένων οικονομικά μη ενεργών ατόμων στην υπό εξέταση περίοδο πιθανότατα βρίσκεται σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας. «Ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός», παρατηρούν οι μελετητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

gsee3.png

Την ίδια στιγμή, το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απωλέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη.

gsee4.png

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. «Στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας», τονίζουν οι ερευνητές, προσθέτοντας πως το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το Β’ τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού», επισημαίνουν οι ερευνητές, και προτείνουν ο κατώτατος μισθός να προσαρμοστεί «στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους».

gsse4.png

De facto κατάργηση του 8ώρου

Όπως διαφαίνεται στην έκθεση, το μέγεθος του σοκ που προκάλεσε η πανδημία στην αγορά εργασίας αποτυπώνεται στον δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας, ο οποίος στη χώρα μας διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το δ’ τρίμηνο του 2019.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. Η πανδημική κρίση έχει μεταβάλει αυτή την εικόνα, αν και διαφαίνεται ότι αυτό, δεδομένων των εξελίξεων στην αγορά εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας, είναι μια προσωρινή εξαίρεση από τον κανόνα της υπερεργασίας. Το Β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.

gsee5.png

«Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας», τονίζει ο Γιώργος Αργείτης, Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. «Η επικράτηση κλίματος επισφάλειας και αβεβαιότητας δεν είναι ένδειξη οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Υπάρχει σαφής και άμεση ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων ύστερα από ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο”, επισημαίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και προσθέτει πως “η θεσμοθέτηση αυτής της de facto κατάργησης του οκταώρου, και μάλιστα σε βάρος της αμοιβής του εργαζομένου και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, θα είναι μια πολύ σοβαρή εξέλιξη κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Μια τέτοια παρέμβαση, η οποία θα καταργήσει θεμελιακά εργασιακά δικαιώματα και θα επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, αποκαλύπτει την πολιτική κενότητα της ρητορικής περί μετάβασης της χώρας σε ένα δίκαιο υπόδειγμα βιώσιμης μεγέθυνσης».

Την ίδια ώρα, εκτιμάται ότι παρά την αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών το 2020 και το 2021, η συνέχιση της υγειονομικής κρίσης και του υφεσιακού της αντίκτυπου ‒σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αστάθεια στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας‒ δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς και προκλήσεις στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 8,6% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 4,4% του ΑΕΠ το 2019). Όπως αναφέρουν, η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική συνοχή του ελληνικού Δημοσίου, τερματίζοντας μια περίοδο τεσσάρων ετών διατήρησης της χώρας σε κατάσταση δημοσιονομικής φερεγγυότητας.

Το β’ τρίμηνο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση υπέστησαν η κατανάλωση και οι εξαγωγές, ενώ μικρότερη ήταν η μείωση των επενδύσεων, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.

Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, καθώς διατηρούν σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιό τους, βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική θέση με σημαντικές επιπτώσεις στις καταναλωτικές και χρηματοοικονομικές αποφάσεις τους.

 

Ενδεικτικό είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ίση με 28,8 δισ. ευρώ όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 32,6 δισ. ευρώ. Εκτιμάται επίσης ότι η διαχείριση της πανδημικής κρίσης με παρεμβάσεις που μειώνουν την απασχόληση και τις αμοιβές αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.

Γι΄αυτό και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων τονίζουν ότι οι όποιες αναπτυξιακές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις λάβουν χώρα στο πλαίσιο της εξόδου της χώρας από την τρέχουσα κρίση οφείλουν να διασφαλίσουν τη συνοχή μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας, η οποία εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την υποστήριξη του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, των ανέργων και των αδύναμων νοικοκυριών.

Πηγή: ethnos.gr



Ο ΣΕΒ παρουσίασε μία έρευνα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την οικονομική κατάσταση των Ελλήνων, αξιοποιώντας στοιχεία από τον ΟΟΣΑ. Ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα (το 12,9%) έχει εισόδημα κάτω από το όριο φτώχειας (το 50% του διάμεσου εισοδήματος, που είναι το εισόδημα πάνω από το οποίο βρίσκεται το ανώτερο εισοδηματικά 50% του πληθυσμού).

Το 67% του πληθυσμού έχει ρευστότητα κάτω από 25% του ποσού που ορίζεται ως όριο φτώχειας. Το επίπεδο ρευστότητας που αντιστοιχεί στο 25% του εισοδήματος φτώχειας θεωρείται ως «απόθεμα ικανό να συντηρήσει κάποιον που χάνει το εισόδημά του για 3 μήνες».

Οι τρεις κατηγορίες πολιτών:
Εισοδηματικά φτωχοί: Έχουν εισόδημα κάτω του επιπέδου φτώχειας, αλλά έχουν απόθεμα ρευστότητας που μπορεί να τους συντηρήσει για 3 μήνες
Εισοδηματικά φτωχοί και φτωχοί λόγω χαμηλής ρευστότητας: Έχουν ρευστότητα κάτω του 25% του επιπέδου φτώχειας
Εισόδημα κάτω του επιπέδου φτώχειας, αλλά έχουν απόθεμα ρευστότητας που μπορεί να τους συντηρήσει για 3 μήνες (οικονομικά ευάλωτοι, μπορούν να «πέσουν» κάτω από το όριο της φτώχειας)
Στην Ελλάδα, το κατά κεφαλήν εισόδημα το 2018 ήταν 7.863 ευρώ. Το όριο φτώχειας κατά τον ΟΟΣΑ διαμορφώνεται σε 3.932 ευρώ, άρα το 12,9% του πληθυσμού με εισόδημα κάτω των 3.932 ευρώ ζει στη φτώχεια.

Επιπλέον, το 67% του πληθυσμού διαθέτει ρευστότητα που δεν υπερβαίνει το ¼ του ορίου φτώχειας (983 ευρώ τον χρόνο).

 


Αυτοί που ζουν στην φτώχεια και δεν διαθέτουν μαξιλάρι ρευστότητας για συντήρηση 3 μηνών ανέρχονται σε 11,63% του πληθυσμού ή στο 90% όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ αυτοί που ζουν στη φτώχεια αλλά διαθέτουν «μαξιλάρι ρευστότητας συντήρησης για τρεις μήνες» ανέρχονται μόλις σε 1,97% του πληθυσμού.

Οι οικονομικά ευαλωτοί, αυτοί που ζουν πάνω από το επίπεδο φτώχειας, αλλά δεν διαθέτουν μαξιλάρι ρευστότητας συντήρησης 3 μηνών, ανέρχονται σε 55,4% του πληθυσμού.

Συμπερασματικά, το 12,9% του πληθυσμού της Ελλάδας ζει στη φτώχεια και το 55,4% του πληθυσμού μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή κάτω από το όριο της φτώχειας, αφού δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών. Άρα, το 68,3% του πληθυσμού (12,9% + 55,4%) ζει κάτω, ή πάνω αλλά κοντά, στο όριο της φτώχειας.

Ο κίνδυνος φτώχειας που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες (στο 31,8% από 34,8%) μειώθηκε το 2018 (εισοδήματα 2017) σε σχέση με το προηγούμενο έτος το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται (3.348.500 άτομα από 3.701.800 άτομα).

Αυτό προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας, και ειδικότερα:

-Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 763.174 σε σύνολο 4.125.263 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.954.400 στο σύνολο των 10.542.856 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.

-Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,7%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 19,8% και 11,6%, αντίστοιχα.

Γενικά, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας σημείωσε μείωση το 2018 σε σχέση με το 2017 για διάφορες υποκατηγορίες του πληθυσμού, τόσο ως προς τους τύπους νοικοκυριών όσο και ως προς την κατηγοριοποίηση κατά φύλο και κατάσταση απασχόλησης, καθώς και την κατηγοριοποίηση κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και ιδιοκτησιακό καθεστώς της κύριας κατοικίας, με τις σημαντικότερες διαφορές (μείωση) να σημειώνονται ως εξής:

-Κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες (15,3%) για το ποσοστό του πληθυσμού με τρεις ή περισσότερους ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά.

-Κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για το ποσοστό πληθυσμού ανδρών ηλικίας 18- 64 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά όπου ενοικιάζουν την κύρια κατοικία τους.

-Κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) για το ποσοστό των εργαζόμενων ανδρών.

Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο και την κατάσταση απασχόλησης, σημειώθηκε μείωση:

-κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (24,6%) για τις μη οικονομικά ενεργές (εκτός συνταξιούχων) γυναίκες και

-κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (24,7%) για τον λοιπό μη οικονομικά ενεργό (εκτός των συνταξιούχων) πληθυσμό.

Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο, τις ομάδες ηλικιών και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κύριας κατοικίας καταγράφηκε μείωση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας από 0,7 έως 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα για το σύνολο των ιδιοκτητών στις ηλικιακές ομάδες 60+ετών, 65+ετών, 75+ετών.

Τέλος, μείωση κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες (21,5%) παρουσιάζεται για την ομάδα ηλικιών 18- 64 ετών των ενοικιαστών και κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για τους άνδρες ενοικιαστές της ίδιας ομάδας ηλικιών.

-Αναφορικά με τον τύπο νοικοκυριού, αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (32,8%) παρουσιάζεται στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μόνο για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί.

Ο πληθυσμός ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 33% είναι Έλληνες και το 56,5% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.718 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.908 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.863 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 15.556 ευρώ.

Ο κίνδυνος φτώχειας που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 50,0% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Δεδομένου ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,5%, διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Η απασχόληση στην ευρωζώνη κινείται σε υψηλά δεκαετίας, ο αριθμός των απασχολουμένων είναι ο ψηλότερος όλων των εποχών, ενώ η φτώχεια υποχωρεί.
Στην Ελλάδα η κατάσταση παραμένει δραματική με όλους τους κοινωνικούς δείκτες να υστερούν έναντι των άλλων κρατών-μελών.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει από την ετήσια επισκόπηση της Κομισιόν για την απασχόληση και την κοινωνική κατάσταση στην Ε.Ε., στην ευρωζώνη και στα κράτη -μέλη.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο αριθμός των εργαζομένων έφθασε σε νέα επίπεδα-ρεκόρ με περίπου 238 εκατομμύρια άτομα σε θέσεις εργασίας, ενώ τα επίπεδα απασχόλησης δεν ήταν ποτέ υψηλότερα στην Ε.Ε. Το 2017 εργάζονταν πάνω από 3,5 εκατομμύρια περισσότερα άτομα σε σύγκριση με το 2016.
Η έκθεση καταγράφει αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων. Η σοβαρή υλική στέρηση έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, με 16,1 εκατομμύρια λιγότερα άτομα να πλήττονται από την κατάσταση αυτή σε σύγκριση με το 2012.
Αναφορικά με την Ελλάδα, το 2017 η απασχόληση κυμάνθηκε στο 57,8% του πληθυσμού έναντι 56,2% το 2016. Ωστόσο η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης είναι χαοτική, αφού φτάνει τις 13,2 ποσοστιαίες μονάδες (71%).
Στο τέλος του 2017 το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας ήταν 21,5% του ενεργού πληθυσμού από 23,6% στο τέλος του 2016. Στην ευρωζώνη ήταν 9,1% από 10% το 2016.
Στην ανεργία των νέων, η χώρα απέχει από το μέσο όρο της Ε.Ε. 25 ποσοστιαίες μονάδες. Στο τέλος του περασμένου έτους κυμάνθηκε στο 43,6% από 47,3% το 2016. Στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 18,8% από 20,9% το 2016.
Σχετικά με τη μακροχρόνια ανεργία, η οποία είναι προπομπός της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, η χώρα μας είχε μακράν τη χειρότερη επίδοση όχι μόνο στην ευρωζώνη αλλά και στο σύνολο της Ε.Ε. Το 2017 το 70,1% των ανέργων ήταν μακροχρόνιοι (πάνω από 12 μήνες), ενώ η βελτίωση σε σχέση με το 2016 (71,1%) ήταν επουσιώδης. Στην ευρωζώνη οι μακροχρόνιοι άνεργοι αναλογούσαν στο 48,4% του συνόλου των ανέργων.
«Καμπανάκι»
Το 2016 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) το 35,6% των Ελλήνων αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη ήταν 23,1%.
Στο δείκτη που προσδιορίζει με ακρίβεια τη φτώχεια η απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από την υπόλοιπή Ευρώπη είναι πραγματικά τεράστια.
Πρόκειται για άτομα που ζουν σε συνθήκες στέρησης βασικών μέσων διαβίωσης, δηλαδή που εναλλακτικά:
δεν μπορούν να συμπεριλάβουν στο γεύμα τους κρέας και ψάρι τρεις φορές τη βδομάδα,
δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο και κοινόχρηστα,
δεν έχουν επαρκή θέρμανση,
στερούνται πλυντηρίου ρούχων, τηλεφώνου, τηλεόρασης, αυτοκινήτου και δεν φεύγουν έστω και για μια βδομάδα μακριά από το σπίτι του σε διακοπές.
Το 2017 το ποσοστό αυτής της κατηγορίας του πληθυσμού στην Ελλάδα έφτανε το 21,1% έναντι 22,4% το 2016. Στην Ευρώπη ήταν μόλις 5,8% (6,6%% το 2016), το χαμηλότερο όλων των εποχών.
Εργασιακά
Αναφορικά με το σύνολο της Ε.Ε., η επισκόπηση διαπιστώνει επίσης ότι η αύξηση του φαινομένου της άτυπης εργασίας συνδέεται με επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, με υψηλότερη αστάθεια των εισοδημάτων, χαμηλότερη ασφάλεια της απασχόλησης και ανεπαρκή πρόσβαση στην κοινωνική προστασία, όπως παρατηρείται στην περίπτωση των εργαζομένων σε πλατφόρμες.
Η Επιτροπή αντιμετωπίζει την κατάσταση αυτή με προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την αγορά εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στο νέο εργασιακό κόσμο.
«Η ευρωπαϊκή οικονομία αυξάνεται ταχύτερα και με πιο ομοιόμορφο τρόπο από ποτέ άλλοτε και αυτό ευνοεί την απασχόληση, ενισχύει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και βελτιώνει τις κοινωνικές συνθήκες», επισημαίνει η επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Μαριάν Τίσεν.
Σύμφωνα με τη Βελγίδα επίτροπο, η τεχνολογική αλλαγή προσφέρει μεγάλες δυνατότητες για τόνωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, ενώ ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων λειτουργεί ως πυξίδα στην προετοιμασία όλων μας για το μετασχηματισμό αυτό.
eleftherostypos.gr/
Σελίδα 1 από 11

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot