Λίγη ώρα μετά τη συνάντηση του νέου υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη, με τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, και έπειτα από την, τουλάχιστον, αμήχανη συνέντευξη Τύπου των δύο ανδρών, το Bloomberg προβλέπει ότι η κρίση στην Ελλάδα θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.

Όπως αναφέρει το protothema.gr, Με τίτλο «Η Ελλάδα οδεύει σε κρίση ρευστού τον Μάρτιο», το δημοσίευμα του δικτύου αναφέρεται στις  δηλώσεις Βαρουφάκη σχετικά με την άρνηση παράτασης του προγράμματος που λήγει στα τέλη Φεβρουαρίου.

Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με το Bloomberg «θέτει την κυβέρνηση σε τέτοια πορεία ώστε τον Μάρτιο να μην υπάρχει οικονομική ασφάλεια  πρώτη φορά μέσα στα πέντε τελευταία χρόνια».

Η Ελλάδα δε θα συνεργαστεί με τους αξιωματούχους της Τρόικα και τους πιστωτές, επισημαίνει το δημοσίευμα, τονίζοντας ότι «η μόλις  πέντε ημερών κυβέρνηση θέλει μια νέα συμφωνία με την ΕΕ που θα επιτρέψει περισσότερες δαπάνες».

Η αντιπαράθεση, όπως εξηγεί το δημοσίευμα, μπορεί να οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες εκτός του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας της  ΕΚΤ και η κυβέρνηση μπορεί να μείνει χωρίς πηγή χρηματοδότησης, αφού απέρριψε τη βοήθεια της ΕΕ, τη στιγμή που παραμένει ακόμα εκτός  των διεθνών αγορών.

newsmoney.gr

Αντιμέτωπη με την ασφυκτική πίεση του χρόνου και με ανοιχτά και κρίσιμα μέτωπα στην οικονομία βρίσκεται από σήμερα η νέα κυβέρνηση, που θα πρέπει να κινηθεί με ταχύτητα, αποφασιστικότητα και προσεκτικούς χειρισμούς για να προλάβει τις εξελίξεις και τα ορόσημα και να αποφύγει ολιγωρίες που θα προκαλούσαν ντόμινο παρενεργειών.

Η μαύρη τρύπα στα έσοδα έχει διευρυνθεί τον Ιανουάριο, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις εφορίες και τα τελωνεία, καταγράφεται πρόσθετη υστέρηση της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ

Το πλέον άμεσο και καυτό θέμα είναι η αποκατάσταση κλίματος ηρεμίας και εμπιστοσύνης στην οικονομία και η ενίσχυση της ρευστότητας στον δημόσιο τομέα και στο τραπεζικό σύστημα.

Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο στοίχημα για τη νέα κυβέρνηση είναι η τόνωση των χειμαζόμενων και από την προεκλογική περίοδο κρατικών ταμείων και η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, που συνολικά στο πρώτο τρίμηνο φθάνουν τα 4,6 δισ. ευρώ.

Η μαύρη τρύπα στα έσοδα έχει διευρυνθεί τον Ιανουάριο, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις εφορίες και τα τελωνεία, καταγράφεται πρόσθετη υστέρηση της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ.

Κι αυτό γιατί πέραν της οικονομικής στενότητας δεν ήταν λίγοι οι πολίτες που εν όψει αλλαγών στο πολιτικό σκηνικό άφησαν απλήρωτους τους φόρους με την προσδοκία αλλαγών στο ισχύον φορολογικό καθεστώς και στο σύστημα πληρωμών.
Ηδη τον Δεκέμβριο τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο αυξήθηκαν στα 73,7 δισ. ευρώ από 72,7 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο και μόνο οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου αυξήθηκαν κατά 1,268 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των νέων ληξιπρόθεσμων χρεών στο διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2014 ανήλθε σε 13,7 δισ. ευρώ, από 12,5 δισ. ευρώ στο 11μηνο 2014.
Επίσης στην επιδείνωση της κατάστασης συνέβαλε και η παράλυση του φοροελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού.
Νέος κίνδυνος
Αν δεν ξεκαθαρίσει γρήγορα το φορολογικό τοπίο και δεν υπάρξουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις στον μηχανισμό, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω εκτροχιασμού στα έσοδα, πράγμα που θα υπονομεύσει τη δυνατότητα του κράτους να καλύψει τις τρέχουσες ανελαστικές δαπάνες για την πληρωμή μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών.
Επιπρόσθετα η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο και με σαφές χρονοδιάγραμμα φορολογικό πρόγραμμα και να δώσει απαντήσεις σε εκκρεμή και καυτά φορολογικά θέματα, όπως η εισφορά αλληλεγγύης, το σύστημα φορολογίας στα ακίνητα, οι αντικειμενικές τιμές, η κλίμακα και οι συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος, ο ΦΠΑ κ.ά.

Στο νευραλγικό μέτωπο με τους πιστωτές η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικές αποφάσεις, καθώς, σύμφωνα με τις προηγούμενες αποφάσεις του Eurogroup, στα τέλη Φεβρουαρίου λήγει η παράταση στο υπάρχον πρόγραμμα και προβλέπεται διαπραγμάτευση μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης, η οποία θα χρησιμοποιούνταν μόνο σε περίπτωση ανάγκης.

Η χρηματοδοτική πίεση είναι έντονη, καθώς το 2015 το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να πληρώσει περίπου 22 δισ. ευρώ σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους διαφόρων δανείων, από τα οποία τα 1,6 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο και τα 2,6 δισ. ευρώ τον Μάρτιο.
Η βασική πρόκληση θα έρθει το τρίτο τρίμηνο του έτους, όταν είναι προγραμματισμένη η αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων ύψους 1,5 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, 4,7 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και 3,6 δισ. ευρώ τον Αύγουστο, πέραν των χρηματοδοτικών της αναγκών για να μπορέσει να «λειτουργήσει» η χώρα.

Επιπλέον υπάρχει και η εκκρεμότητα με τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ που με βάση τα σημερινά δεδομένα, αν δεν κλείσει η αξιολόγηση και δεν υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές, δεν θα εκταμιευθεί το ποσό.

Πάντως αξιωματούχοι της Ευρωζώνης θεωρούν ότι με βάση το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου και έκανε λόγο για ανάγκη να δοθεί χρόνος για μία νέα διαπραγμάτευση.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η νέα κυβέρνηση θα πρέπει με γρήγορες κινήσεις της να στείλει μήνυμα για ταχεία αποκατάσταση κλίματος ηρεμίας και εμπιστοσύνης στην οικονομία, η διασφάλιση διαύλων επικοινωνίας με τους δανειστές, καθώς και η διαμόρφωση σχεδίου δράσης με συγκεκριμένους στόχους και καθαρές γραμμές στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
Το πιο μεγάλο στοίχημα... η μαύρη τρύπα στα Tαμεία
Το μεγάλο στοίχημα της νέας κυβέρνησης είναι το Aσφαλιστικό, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει τη μαύρη τρύπα στα Tαμεία. Η αύξηση της ανεργίας και το «ψαλίδισμα» των μισθών στέρησαν από τα Tαμεία ζεστό χρήμα, ενώ η πρόσφατη ρύθμιση οφειλών έχει τελματώσει.
Φέτος η μαύρη τρύπα σε ΙΚΑ και ΟΑΕΕ θα φτάσει το 1,3 δισ. ευρώ, ενώ έλλειμμα φαίνεται πως θα έχει και το ΕΤΑΑ (ανεξάρτητα απασχολούμενοι). Ενδεικτικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι πως μέσα σε ένα τρίμηνο τα έσοδα των ασφαλιστικών φορέων έχουν υποχωρήσει κατά 18%.

Την ίδια στιγμή, μειωμένο είναι το ενδιαφέρον για τη ρύθμιση των οφειλών. Αρκεί να αναφερθεί πως τον Νοέμβριο ξεπερνούσαν τις 2.000 οι αποφάσεις που έβγαιναν κάθε ημέρα, ενώ τον Ιανουάριο κυμαίνονται από 519 έως 1.027 την ημέρα.

Σημείο-κλειδί αποτελεί η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, ώστε να εισρεύσει ζεστό χρήμα στα ταμεία κύριας ασφάλισης. Η νέα κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει και για την «τύχη» των επικουρικών συντάξεων και των εφάπαξ, που από φέτος πρέπει να εφαρμοστεί η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως ξεπερνούν τις 350.000 οι αιτήσεις που είναι σε εκκρεμότητα για κύριες συντάξεις, επικουρικές και εφάπαξ.
Συνολικά τα Ταμεία πρέπει να βρουν δύο δισεκατομμύρια ευρώ για να εξοφλήσουν σε εύλογο διάστημα αυτές τις υποχρεώσεις, ενώ μέχρι τώρα εφαρμόζεται η... τακτική των καθυστερήσεων.

Αρκεί να αναφερθεί πως για την έκδοση της κύριας σύνταξης ο χρόνος αναμονής φτάνει και τα δύο χρόνια, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις μεγαλύτερη... υπομονή χρειάζεται για τα επικουρικά.

ethnos.gr

Η ΕΚΤ προειδοποιεί τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών να είναι προσεκτικές με τη διαχείριση της ρευστότητάς τους και να αποφεύγουν τοποθετήσεις σε στοιχεία ενεργητικού που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να πάρουν ρευστότητα.

Οπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», η προειδοποίηση της ΕΚΤ προς τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ήρθε μέσω εγγράφου που απέστειλε ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας (Single Supervisory Mechanism – SSM), που έχει αναλάβει την εποπτεία των συστημικών τραπεζών από τον περασμένο Νοέμβριο, στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης.

Η παρέμβαση του SSM συνιστά προειδοποίηση προς τις τράπεζες να αποστασιοποιηθούν από επικείμενες τοποθετήσεις σε εκδόσεις εντόκων, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρα για δανεισμό από τον ELA. Αξιολογώντας το περιεχόμενο του εγγράφου, τα νομικά τμήματα των τραπεζών θεωρούν επί της ουσίας ότι η συμμόρφωση με τη σύσταση είναι υποχρεωτική.

Το ερώτημα που θα τεθεί με τη μορφή διλήμματος είναι τι θα πράξουν το προσεχές διάστημα εάν κληθούν να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου, συμμετέχοντας στην ανανέωση ή στην αγορά νέων ομολόγων και φυσικά τα περιθώρια που έχουν στο πλαίσιο της εποπτείας τους από την ΕΚΤ να αγνοήσουν μια τέτοια προτροπή – σύσταση σημειώνει η «Καθημερινή».

Καθημερινή

«Το πρόβλημα με την ποσοτική χαλάρωση είναι ότι λειτουργεί στην πράξη, αλλά δεν λειτουργεί στη θεωρία» δήλωσε στις αρχές του 2014 ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην πρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και ο άνθρωπος που πολέμησε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που πέρασαν οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930, εφαρμόζοντας τρία προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η ποσοτική χαλάρωση λειτούργησε στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε κάποιο βαθμό στην Ιαπωνία, ενισχύοντας την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό καθώς και την εμπιστοσύνη των αγορών και των επιχειρήσεων στην οικονομία. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα οφέλη από την ποσοτική χαλάρωση περιορίζονται όσο περνάει ο καιρός. Επιπλέον, η ποσοτική χαλάρωση σίγουρα ενισχύει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είναι εξίσου ευεργετική και για την πραγματική οικονομία. Η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, για παράδειγμα, ήταν πιο αργή από άλλες φορές, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα των Αμερικανών δεν ενισχύθηκαν μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα από την ποσοτική χαλάρωση.

Να πώς λειτουργεί θεωρητικά ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η κεντρική τράπεζα αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, συνήθως κρατικά ομόλογα (στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Βρετανίας και στεγαστικά δάνεια), και με αυτόν τον τρόπο αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, δηλαδή τυπώνει νέο χρήμα. Στην περίπτωση της Βρετανίας αγορές ύψους 1% του ΑΕΠ ενίσχυσαν το ΑΕΠ κατά 0,18% και τον πληθωρισμό κατά 0,3%. Στην περίπτωση των ΗΠΑ η Fed του Σαν Φρανσίσκο διαπίστωσε ότι μέχρι το 2012 οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μείωσαν την ανεργία κατά 1,5% και βοήθησαν την οικονομία να μην πέσει σε καθεστώς αποπληθωρισμού. Καθώς η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα, μειώνεται η απόδοσή τους και συνεπώς οι επενδυτές αναγκάζονται να στραφούν σε αγορές με υψηλότερη απόδοση, συνεπώς και με υψηλότερο ρίσκο. Η αύξηση της ζήτησης για τέτοιου είδους ομόλογα, στην περίπτωση της Ευρωζώνης κρατικά ομόλογα της περιφέρειας (και εταιρικά ομόλογα), αυξάνει την τιμή τους και συνεπώς μειώνεται η απόδοσή τους μαζί και το κόστος δανεισμού για κράτη και επιχειρήσεις με προφανή δημοσιονομικά οφέλη.

Το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών που συνήθως κατέχουν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων ενισχύεται από την άνοδο των τιμών, ενώ μπορούν να ξεφορτωθούν πιο ριψοκίνδυνους τίτλους και θεωρητικά να αυξήσουν τον δανεισμό τους προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Με τη σειρά της η αύξηση του δανεισμού μπορεί να ανεβάσει τις τιμές των ακινήτων, να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων οι οποίες οδηγούν σε αύξηση της απασχόλησης. Η αύξηση της απασχόλησης οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης και τελικά (αν όλα πάνε καλά) σε αύξηση του ΑΕΠ και των φορολογικών εσόδων και σε μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης σημαντικά οφέλη αναμένονται από την εξασθένηση του ευρώ που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, ενώ κλειδί θα είναι αν οι τράπεζες θα αυξήσουν τον δανεισμό προς την πραγματική οικονομία.

kathimerini.gr

Θετικές επιπτώσεις στις τιμές των κρατικών ομολόγων και ενίσχυση της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης ώστε να δοθούν δάνεια με χαμηλότερα επιτόκια, φέρνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Τι είναι, όμως, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που συγκεντρώνει πάνω του τα μάτια των διεθνών αγορών; Είναι η αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ προκειμένου να διοχετευτεί χρήμα στο σύστημα και να δημιουργηθούν συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη.

Αν και δεν γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους του προγράμματος, η ποσοτική χαλάρωση λειτουργεί ως εξής:
Οταν μία οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η κεντρική τράπεζα -εν προκειμένω η ΕΚΤ- έχει το εργαλείο της μείωσης των επιτοκίων για να δώσει την απαραίτητη «ανάσα» στην οικονομία. Με τη μείωση των επιτοκίων το χρήμα γίνεται φτηνότερο και έτσι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν κίνητρο να επενδύσουν και να καταναλώσουν περισσότερο.

Στην περίπτωση της Ευρωζώνης τα επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά (στο 0,05%) και συνεπώς μια τέτοια παρέμβαση είναι αδύνατη, ενώ τα αρνητικά επιτόκια θα έκαναν τους καταθέτες να σηκώσουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες

Η λύση λοιπόν είναι η ΕΚΤ (όπως έπραξε στο παρελθόν και η FED) να αγοράσει από τις κεντρικές τράπεζες της κάθε χώρας-μέλους ομόλογα -κρατικά στην περίπτωση της Ευρωζώνης- ελπίζοντας ότι στη συνέχεια οι τράπεζες θα ρίξουν «φρέσκο» χρήμα στην αγορά χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Ομως, στην περίπτωση της Ευρωζώνης τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο κ. Ντράγκι θα πρέπει να κάμψει πρωτίστως τις αντιρρήσεις της Γερμανίας, για να προχωρήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Παράλληλα, για να είναι αποτελεσματικό το πρόγραμμα οι αγορές ομολόγων θα πρέπει να «μεταφράζονται» σε πολλά δισ. ευρώ. Οι αγορές αυτές των κρατικών ομολόγων θα είναι ανάλογες με το ποσοστό των μετοχών που διαθέτει το κάθε κράτος-μέλος στην ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι θα αγοράζει πολύ περισσότερα γερμανικά ομόλογα απ' ό,τι ελληνικά.

Επίσης, για να καμφθούν οι αντιρρήσεις της Γερμανίας η ΕΚΤ θα αγοράζει τα ομόλογα από τις κατά τόπους κεντρικές τράπεζες (π.χ. την Τράπεζα της Ελλάδος), οι οποίες θα αναλαμβάνουν και το ρίσκο.

Υποστηρικτές
Σημειώνεται ότι οι υπέρμαχοι του QE παραπέμπουν σε εκθέσεις της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας, που δείχνουν ότι οι αγορές τίτλων συνέβαλαν στην αύξηση του ΑΕΠ και του πληθωρισμού.

Από την άλλη πλευρά οι πολέμιοι αντιπαραθέτουν ότι η αγορά κρατικών ομολόγων σε μια νομισματική ένωση 19 ανομοιογενών κρατών, είναι άκρως περίπλοκη. Και θα άρει την πίεση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που κατά τον σκληρό «πυρήνα» της Ευρωζώνης είναι το πραγματικό φάρμακο για τα χρόνια προβλήματα της περιοχής, και χαρακτηρίζουν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ως απλό «παυσίπονο».

Σύμφωνα με τον Anshu Jain, συνδιευθύνοντα σύμβουλο της Deutsche Bank: «Το QE σημαίνει σταθερότητα για την Ευρώπη και ένα καλύτερο περιβάλλον αναφορικά με τις προβλέψεις για επισφάλειες στις πιστώσεις, λιγότερες χρεοκοπίες και ένα σταθερό τοπίο το οποίο πρέπει να είναι καλό για τις τράπεζες. Εξίσου σημαίνει πολύ χαμηλά επιτόκια και πραγματική καταστροφή για τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια. Θα είναι μία τεράστια πρόκληση, θα υποφέρουν οι καλύτεροι κλάδοι των τραπεζικών εργασιών όπως είναι οι καταθέσεις».

imerisia.gr

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot