Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο.

Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.

Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.

Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.

Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια.

Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.

Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού.

Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

sansimera.gr

«Ούτε πραξικόπημα, ούτε δικτατορία»: χιλιάδες Τούρκοι συγκεντρώθηκαν το βράδυ της Κυριακής στην πλατεία Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη για να καταγγείλουν τους πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου, αλλά επίσης για να εκφράσουν την ανησυχία τους για την απάντηση της τουρκικής ηγεσίας στην αποτυχημένη απόπειρα με τα εκτεταμένα πογκρόμ κατά του στρατού, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης και των μέσων ενημέρωσης.

Την πρωτοβουλία για την αποψινή συγκέντρωση είχε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Στην πρόσκληση ανταποκρίθηκε και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). 

Όμως μαζί με τις κόκκινες τουρκικές σημαίες που κατέκλυσαν την κεντρική πλατεία στης Κωνσταντινούπολης απόψε οι διαδηλωτές ύψωσαν και φωτογραφίες του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του πατέρα της τουρκικής δημοκρατίας.

«Υπερασπιζόμαστε τον ρεπουμπλικανισμό και τη δημοκρατία», «Η κυριαρχία ανήκει στον λαό χωρίς όρους», «Όχι στο πραξικόπημα, ναι στη δημοκρατία», έγραφαν τα πλακάτ των διαδηλωτών.

Παράλληλα με την καταγγελία του πραξικοπήματος, όμως, πολλοί ήταν αυτοί που εξέφραζαν την ανησυχία τους μετά την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά και την αντίθεσή τους στον πρόεδρο Ερντογάν: «Η εξουσία στο λαό», «Η Τουρκία είναι και θα παραμείνει λαϊκή».

ΠΗΓΗ: Real.gr

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, σε ένα πολυσέλιδο άρθρο της που δημοσίευσε στην προσωπική της ιστοσελίδα, ενώ το «ανέβασε» και στον προσωπικό της λογαριασμό στο twitter υπό τον τίτλο «Ποιος φοβάται την αλήθεια;» εξαπολύει μύδρους κατά του διαδόχου της Νίκου Βούτση, κάνοντας λόγο για «σεξιστικό παραλήρημα» για «ιταμό ύφος» και «ακατάσχετη λασπολογία».

Παράλληλα, διατυπώνει όμως κατηγορίες τόσο κατά του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, όσο και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για «πλαστογράφους της ιστορίας», για «προμελετημένο έγκλημα σε βάρος του ελληνικού λαού». «Μας διαχειρίστηκε αριστοτεχνικά και εκμεταλλεύθηκε την εμπιστοσύνη μας» λέει για τον Πρωθυπουργό, χαρακτηριστικά.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου μάλιστα, υποστηρίζει ότι υπήρξε ένας διάλογος μεταξύ της ίδιας και του Πρωθυπουργού στις 9 Ιουλίου 2015 αργά το απόγευμα προς βράδυ μετά το δημοψήφισμα.

Οπως η ίδια διηγείται: «Ο Τσίπρας με κάλεσε στο γραφείο του, με την παρουσία Βούτση-Φλαμπουράρη, για να μου ανακοινώσει ότι θα φέρει με διαδικασία κατεπείγοντος «εξουσιοδότηση συμφωνίας» στα αγγλικά, την οποία μου επέδειξε, του δήλωσα τη διαφωνία μου και προσπάθησα επί 2ωρο να του εξηγήσω ότι αυτό αποτελούσε ευθεία παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και καίρια αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας. Εμβρόντητη άκουσα τον Τσίπρα να λέει, ενώπιον των Βούτση και Φλαμπουράρη, οι οποίοι παρέμεναν σιωπηλοί, ότι «μόνο μια Κυβέρνηση Εθνικού Σκοπού ή μια Δικτατορία» μπορεί αντεπεξέλθει στην κατάσταση. Ζήτησα τότε από τον Α. Τσίπρα να μιλήσουμε οι δυο μας, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά στο οποίο οι Βούτσης-Φλαμπουράρης συγκατένευσαν και αποχώρησαν».

Ολόκληρη η απάντηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο Ν. Βούτση

Οι επίδοξοι πλαστογράφοι της ιστορίας δεν μιλούν για τα πραγματικά περιστατικά. Προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία γιατί γνωρίζουν την ευθύνη τους. Και προφασίζονται, όπως ο κ. Βούτσης, ότι «παρακαλούν να μην έχουν ενοχές μετά από ένα, δύο χρόνια», ενώ γνωρίζουν ότι συμπράττουν σε ένα προμελετημένο έγκλημα κατά του ελληνικού λαού. Γνωρίζουν την ενοχή τους, ανεξαρτήτως αν δεν έχουν ενοχές.

Διάβασα τη σημερινή συνέντευξη του νέου Προέδρου της Βουλής κ. Βούτση στην Καθημερινή. Αντιπαρέρχομαι το ιταμό ύφος, την παραληρηματική διατύπωση, τον έκδηλο σεξισμό, την προχειρολογία, την ακατάσχετη λασπολογία, το έλλειμμα εαυτού, και μπαίνω στην ουσία:

Ο κ. Βούτσης προσπαθεί να θεωρητικοποιήσει την πολιτική υποκρισία, την πολιτική διπροσωπία, την πολιτική απάτη, την προδοσία του λαού και των συντρόφων, την ένδεια επιχειρημάτων του ιδίου και των συνεργών του και το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο οι ίδιοι έχουν οδηγήσει τα πράγματα, με το εφεύρημα ότι υπάρχει δήθεν ένα «καθήκον σιωπής» εκείνων που έχουν υπηρετήσει σε θέσεις ευθύνης σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. «Οφείλουμε να μην μιλάμε», λέει, και νομίζει ότι έτσι εύκολα ξεμπερδεύει με το καθήκον αληθείας, διαφάνειας, λογοδοσίας που η δημοκρατική κοινωνία διεκδικεί να υπηρετείται από τους εκπροσώπους της.

Ως άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στην δημοκρατία, στην ισότητα και στη δικαιοσύνη, υποστηρίζω το εντελώς αντίθετο από τον ισχυρισμό Βούτση, που άτσαλα προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το ποδοπατημένο από τον ίδιο και τους λοιπούς παραχαράκτες της ιστορίας φύλλο συκής: οφείλουμε να μιλάμε και να λέμε την αλήθεια. Όχι μετά από δεκαετίες, ως μετά Χριστόν προφήτες. Αλλά την ώρα που γράφεται η Ιστορία. Αυτό το καθήκον αληθείας υπηρέτησα, υπηρετώ και θα υπηρετήσω, από κάθε θέση και με οποιοδήποτε κόστος. Γιατί η πολιτική έχει αξία και σημασία εάν παραμένεις αληθινός. Και χάνει την αξία της όταν μετατρέπεσαι σε κάλπικη δεκάρα (ή κάλπικο ευρώ), που σε παίζουν στα δάκτυλα οι εκπρόσωποι των πάσης φύσεως συμφερόντων.

Σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου 2015- Σεπτεμβρίου 2015, οι Βούτσης, Τσίπρας και λοιποί προσπαθούν με νύχια και με δόντια να ξαναγράψουν την ιστορία. Το προσπαθούν απαξιώνοντας συστηματικά τους συντρόφους τους απέναντι στους οποίους στάθηκαν λίγοι. Το προσπαθούν και διοχετεύοντας δηλητηριώδη παραπολιτικά σχόλια ή υπαινιγμούς, προκειμένου έτσι να εξευτελίσουν και να εξουδετερώσουν όλους κι όλες εμάς που με τη στάση και τις επιλογές μας αποδείξαμε ότι υπήρχε, όχι μία, αλλά πολλές εναλλακτικές. Και ότι, αντίθετα, ο δρόμος της αχαλίνωτης παράδοσης στην εξουσία και της άνευ όρων υποταγής, που ακολούθησε ο Α. Τσίπρας και το επιτελείο του, παλιό ή όψιμο, φανερό ή άδηλο, δεν ήταν ούτε αποτέλεσε ποτέ εναλλακτική, αφού οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή της κοινωνίας: αυτό αποδεικνύεται περίτρανα σήμερα, που ξεδιπλώνονται όσα εκτρωματικά ψηφίσθηκαν το καλοκαίρι του 2015, όσα δηλαδή αρνηθήκαμε εμείς να νομιμοποιήσουμε και προσπαθήσαμε να αποτρέψουμε.

Πάει πολύ εκείνοι που πρόδωσαν και ποδοπάτησαν την Αριστερά και τους αγώνες αυτού του λαού, για να διατηρηθούν στην εξουσία και να συντηρηθούν ή να αναβαθμισθούν σε θέσεις και οφίκια, να εμφανίζονται ως τιμητές έναντι εκείνων που υπήρξαν συνεπείς και προσπάθησαν με κάθε ρανίδα της ύπαρξής τους να υπηρετήσουν την κοινωνία και τη δημοκρατία.

Πάει πολύ ο κ. Βούτσης να πιάνει στο στόμα του τον Μανώλη Γλέζο, για να «εξομολογηθεί» ότι «δεν τα γνώριζαν οι απέξω, τα κρατάγαμε μέσα μας». Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται στον κ. Βούτση, αλλά στο ότι πρόσωπα-σύμβολα, όπως ο Γλέζος, κάλεσαν το λαό να συμπράξει σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης και ανατροπής και ότι σε αυτήν την προσπάθεια συνέπραξαν και συμπράξαμε αμέτρητοι που γνήσια πιστέψαμε στην ειλικρίνεια του εγχειρήματος και θελήσαμε να δώσουμε τον εαυτό μας για την επιτυχία του.

«Στην αρχή η Ζωή συμφωνούσε, τυπικά έστω, με την Κυβερνητική γραμμή. Μετά το δημοψήφισμα και μέχρι τις εκλογές ήταν το δραματικό διάστημα. Δηλαδή για 2,5 γεμάτους μήνες η Ζωή έκανε τέρατα και σημεία.»

Α. «Στην αρχή η Ζωή συμφωνούσε, τυπικά έστω, με την Κυβερνητική γραμμή»

«Ξεχνά», μάλλον, ο κ. Βούτσης, ότι ουδεμία «κυβερνητική γραμμή» μου γνωστοποιήθηκε ποτέ, ούτε άλλωστε έγινε γνωστή στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Τα πάντα γίνονταν γνωστά από διαρροές και δημοσιεύματα, χωρίς ποτέ να συζητηθούν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Η όποια ενημέρωση είχα, προερχόταν από τον Α. Τσίπρα, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, μας διαχειρίσθηκε όλους αριστοτεχνικά και καθ’ όλο το διάστημα της διαπραγμάτευσης διαπραγματευόταν με εμάς και όχι με τους δανειστές, εξερευνώντας τα όρια ή τις αδυναμίες του καθενός, ρίχνοντας δολώματα ή συσκοτίζοντας την κατάσταση, και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη μας και το αίσθημα καθήκοντος.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι στην συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στις 25 Φεβρουαρίου 2015 καταψήφισα τη λεγόμενη «συμφωνία» της 20ής Φλεβάρη, εκθέτοντας αναλυτικά τους λόγους της διαφωνίας μου και προτείνοντας μία άλλη στρατηγική, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ο λογιστικός έλεγχος του χρέους, η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, η ενεργοποίηση των ελληνικών αξιώσεων για υποθέσεις διαφθοράς, όπως τα σκάνδαλα Siemens και Λίστας Lagarde - πράγματα, δηλαδή, που αμέσως έθεσα σε έμπρακτη εφαρμογή στον τομέα της αρμοδιότητάς μου, με τον κ. Τσίπρα να προσποιείται ότι στήριζε αυτές τις επιλογές, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, είχε ήδη πουλήσει την υπόθεση της Ελλάδας.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι στις 25/2/2015 μίλησα από το βήμα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας εξηγώντας σημείο προς σημείο τις παγίδες και τα προβλήματα της «συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου» και περιγράφοντας ότι, αν δεν ενεργήσουμε εγκαίρως, θα βρεθούμε τον Ιούνιο με άδεια τα ταμεία και χωρίς επιλογές, ανάλυση που είχα κάνει στον ίδιο τον κ. Τσίπρα το βράδυ του Σαββάτου 21 Φεβρουαρίου 2015 (και στον Γιάνη Βαρουφάκη τηλεφωνικά στις 23 Φεβρουαρίου 2015). Ξεχνά ότι στην ίδια συνεδρίαση, ο Γιάνης Βαρουφάκης, όταν του έθεσα το ερώτημα για ποιο λόγο επιστράφηκαν τα 11,5 δις του ΤΧΣ, από όπου θα χρηματοδοτούνταν μέρος του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, δήλωσε ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (που καταρτίσθηκε υπ’ ευθύνη του Γ. Δραγασάκη) ήταν ανεφάρμοστο και, όταν ζήτησα εξηγήσεις από το Γιάννη Δραγασάκη, εκείνος αποχώρησε από την αίθουσα.
«Ξεχνά» ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε έρθει στη συνεδρίαση της 25/2/2015 ζητώντας ονομαστική ψηφοφορία επί της «συμφωνίας», προφανώς έχοντας προδρομολογήσει την προδοσία, κάτι που δυστυχώς δεν το διαγνώσαμε εγκαίρως όσοι δεν συμμετείχαμε σε αυτήν την προδοσία.
Ξεχνά, τέλος, ότι διαρκούσης αυτής της συνεδρίασης, ξεκίνησε από την Εφημερίδα των Συντακτών και την Αυγή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ανακοινώσεων και δημοσιευμάτων ταύτισής μου με τη Χρυσή Αυγή, δηλαδή η διαδικασία αποδόμησής μου. Διευθυντής της Αυγής ήταν τότε ακόμη ο τότε Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Φίλης, ο οποίος επικαλέσθηκε δημοσιογραφικό καθήκον όταν του ζήτησα εξηγήσεις και στη συνέχεια ανέλαβε να εκφωνεί ομιλίες στη γραμμή «Ζωή Κασιδιάρη» του Γ. Πρετεντέρη, χωρίς ποτέ να ανακληθεί στην τάξη από τους υπευθύνους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Χ. Μαντά και Κ. Αθανασίου, αν και κατ’ επανάληψη τους το είχα ζητήσει.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι διαφώνησα με την ένταξη της ΠνΠ Λαφαζάνη στο Νομοσχέδιο για την ΈΡΤ και εντεύθεν αποσύρθηκε το αρχικό νομοσχέδιο Παππά και κατατέθηκε χωριστό νομοσχέδιο. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα με τη βροχή τροπολογιών σε δικά του νομοσχέδια και αρνήθηκα να ψηφίσω τις τροπολογίες που εισήχθησαν με καταδήλως αντισυνταγματικό τρόπο. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα με την τοποθέτηση Ταγματάρχη στην ΕΡΤ και δεν τον ψήφισα. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα και δεν ψήφισα τη διάταξη που επιτρέπει στην ΕΠΟ να διαλέγει εκείνη τους αθλητικούς δικαστές.
Για όλες αυτές τις επιλογές μου, επικαλούμαι τις δημόσιες τοποθετήσεις μου, αλλά και τις πράξεις μου, οι οποίες είχαν πάντοτε πολιτική αιτιολόγηση. Ουδέποτε έκρυψα τις απόψεις μου, ουδέποτε συμπεριφέρθηκα διπρόσωπα και υποκριτικά (ή, όπως προσπαθεί να με εμφανίσει ο Ν. Βούτσης να «συμφωνώ τυπικά και εν συνεχεία να επιδίδομαι σε τέρατα και σημεία») και μπορώ ανά πάσα στιγμή να αιτιολογήσω κάθε μου επιλογή, ακριβώς γιατί οι επιλογές μου δεν υπαγορεύονταν από κανένα άλλο κίνητρο παρά μόνο το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον και την υπηρέτηση της λαϊκής εντολής, όπως μου υπαγόρευε η συνείδησή μου και όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα.

Γιατί, για κάποιους από εμάς δεν υπήρχαν «δύο διαστήματα, ένα που δεν ήμασταν στην εξουσία κι ένα που ήμασταν στην εξουσία και κάναμε τα αντίθετα από αυτά που λέγαμε προηγουμένως», σύμφωνα με την αντίληψη Βούτση, αλλά ένας ενιαίος αγώνας, από κάθε μετερίζι, από τη θέση της Αντιπολίτευσης όπως από τη θέση της διακυβέρνησης ή της Προεδρίας της Βουλής, ένας αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον τόπο μας, την αποτίναξη του μνημονιακού ζυγού, την οικοδόμηση κοινωνικής δικαιοσύνης και την λογοδοσία των υπευθύνων για την καταστροφή της χώρας.

Β. «Μετά το δημοψήφισμα και μέχρι τις εκλογές ήταν το δραματικό διάστημα. Δηλαδή για 2,5 γεμάτους μήνες η Ζωή έκανε τέρατα και σημεία. Συνεδριάσεις που κρατούσαν μέχρι το πρωί, μπούλινγκ, απίστευτα πράγματα που δεν είναι κι αυτά γνωστά…», επικαλείται ο τότε Υπουργός Εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Βουλής, που δεν παραλείπει να με περιγράφει κατ’ επανάληψη ως «τη γυναίκα που είχε απασφαλίσει», σε αντιδιαστολή με τους ώριμους και έμπειρους άνδρες, του Old Boys’ School, τον Παυλόπουλο, τον ίδιο το Βούτση, αλλά και τον Τσίπρα, που «είναι νεότερος από εμάς, αλλά έχει πλέον ψηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κάναμε και οι τρεις το ίδιο. Η γυναίκα είχε απασφαλίσει…».

Ας μιλήσουμε με παραδείγματα

Ο κ. Βούτσης επιλέγει να μη μιλήσει για τα πραγματικά περιστατικά, γιατί αυτά αποκαλύπτουν τον ρόλο και τον δόλο του καθενός και αποδεικνύουν ποιος έκανε πράγματι bullying, ποιοι είχαν απασφαλίσει, ποιοι βρίσκονταν σε συνεννοημένη υπηρεσία εναντίον της υπηρέτησης της λαϊκής εντολής.

Όταν ο Αλέξης Τσίπρας εξήγγειλε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, από τη θέση της Προέδρου της Βουλής, υλοποίησα όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες για να διεξαχθεί η σχετική συνεδρίαση και να ληφθεί απόφαση, μέσα σε δημόσια συνεδρίαση, στην οποία εκφράσθηκαν και τοποθετήθηκαν όλοι. Ήταν η περίφημη συνεδρίαση στην οποία αποχώρησε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. πρωτοστατούντος το τότε αρχηγού της Α. Σαμαρά ζητώντας να κατέβω από την έδρα της Προέδρου, έχοντας προετοιμάσει στημένο επεισόδιο.
Στην εβδομάδα προ του δημοψηφίσματος, με δημόσιο τρόπο και θεσμικές παρεμβάσεις, έκανα αυτά που επέβαλλε το καθήκον μου ώστε να διαφυλαχθεί το δικαίωμα του ελληνικού λαού να αποφασίσει κυρίαρχα για τη μοίρα του, την ώρα που ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργοί, βουλευτές ή Ευρωβουλευτές κρύβονταν ή κατήγγελλαν τον Τσίπρα ή τορπίλιζαν το δημοψήφισμα με δηλώσεις και συνεντεύξεις τους.
Μετά το θριαμβευτικό «ΌΧΙ» του Ελληνικού λαού, έκανα και πάλι το καθήκον μου για να υπηρετηθεί αυτό το ΟΧΙ, που είναι δεσμευτικό για όποιον πιστεύει στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.
Στις 9 Ιουλίου 2015 αργά το απόγευμα προς βράδυ, όταν ο Τσίπρας με κάλεσε στο γραφείο του, με την παρουσία Βούτση-Φλαμπουράρη, για να μου ανακοινώσει ότι θα φέρει με διαδικασία κατεπείγοντος «εξουσιοδότηση συμφωνίας» στα αγγλικά, την οποία μου επέδειξε, του δήλωσα τη διαφωνία μου και προσπάθησα επί 2ωρο να του εξηγήσω ότι αυτό αποτελούσε ευθεία παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και καίρια αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας. Εμβρόντητη άκουσα τον Τσίπρα να λέει, ενώπιον των Βούτση και Φλαμπουράρη, οι οποίοι παρέμεναν σιωπηλοί, ότι «μόνο μια Κυβέρνηση Εθνικού Σκοπού ή μια Δικτατορία» μπορεί αντεπεξέλθει στην κατάσταση.
Ζήτησα τότε από τον Α. Τσίπρα να μιλήσουμε οι δυο μας, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά στο οποίο οι Βούτσης-Φλαμπουράρης συγκατένευσαν και αποχώρησαν. Εις μάτην προσπάθησα να τον αποτρέψω από το να φέρει το προσχέδιο συμφωνίας, που αποτέλεσε και ταφόπλακα, την επόμενη ημέρα. Εις μάτην προσπάθησα να του εμφυσήσω αυτοπεποίθηση και δημοκρατικό φρόνημα, την ώρα που ο ίδιος μου ανέλυε ότι «δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει συμφωνία, αλλά θέλει, με την εξουσιοδότηση, να εξαντλήσει τη δυνατότητα να δείξει καλή θέληση, ώστε να είναι σαφές ότι φταίνε οι δανειστές που δεν υπήρξε συμφωνία». Θεωρούσα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο καταβεβλημένο και πανικόβλητο, ενώ η πραγματικότητα απέδειξε ότι ο Τσίπρας προσπαθούσε με έμμεσους τρόπους να προετοιμάσει το έδαφος για αυτό που είχε προσυμφωνήσει και, ταυτόχρονα, να δικαιολογηθεί ενώπιόν μας με πειστικές αφηγήσεις.

Μου ζήτησε να συγκληθούν οι Επιτροπές της Βουλής την ίδια ώρα που θα συνεδρίαζε η Κοινοβουλευτική Ομάδα. Το αρνήθηκα και του δήλωσα ότι οφείλει να αφήσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα να αποφασίσει ποια στάση θα τηρήσει και οι Επιτροπές προγραμματίσθηκαν μετά το πέρας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Του ζήτησα επίσης να φροντίσει να υπάρχει το κείμενο στα Ελληνικά, διότι δεν θα μπορούσε να εισαχθεί αμετάφραστο στις Επιτροπές.

Όταν τελείωσε η συνεδρίαση των Επιτροπών, το βράδυ της 10ης Ιουλίου 2015, βρισκόμουν στο γραφείο μου, αναμένοντας να συνταχθεί και δημοσιευθεί η έκθεση των Επιτροπών, προκειμένου να συγκαλέσω τη Διάσκεψη των Προέδρων, ώστε να ορισθεί η Ολομέλεια. Είχα ενημερώσει τις Υπηρεσίες της Βουλής ότι θα συγκαλείτο κανονικά η Διάσκεψη και δεν θα παρακάμπτονταν, όπως έκαναν οι προκάτοχοί μου στα κατεπείγοντα- την ίδια διαδικασία είχα εξάλλου εφαρμόσει απαρεγκλίτως επί θητείας μου.

Την ώρα που έβγαιναν από το γραφείο οι συνεργάτες μου, εφόρμησαν μέσα στο γραφείο ο Ν. Βούτσης, τότε Υπουργός Εσωτερικών, ο Ν. Φίλης, τότε Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, ο Χ. Μαντάς, τότε Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ο Δ. Τζανακόπουλος, τότε και τώρα Διευθυντής Γραφείου Πρωθυπουργού και ο Γ. Μπαλάφας, τότε Β’ Αντιπρόεδρος της Βουλής.

Βούτσης και Φίλης ωρύονταν: «τι νομίζεις ότι κάνεις; Κάνεις πραξικόπημα»! φώναζε ο Ν. Βούτσης. «Θα σε τελειώσουμε, το κατάλαβες; Στο ξανάπα και θα γίνει», φώναζε ο Ν. Φίλης, χτυπώντας και οι δύο τα χέρια τους στο γραφείο μου. Είπα στον Ν. Βούτση να προσέχει πώς μου μιλάει και να μην μου ξανα-απευθύνει τη λέξη «πραξικόπημα», να αντιλαμβάνεται πού απευθύνεται και να συμπεριφέρεται αναλόγως. Ζήτησε συγγνώμη, είπε ότι παίρνει πίσω την λέξη «πραξικόπημα» και ότι μπορεί να διαφωνούμε πολιτικά. Ζήτησα από το Ν. Φίλη να περάσει έξω από το γραφείο μου (ήταν η δεύτερη φορά που με απειλούσε ότι «θα με τελειώσουν»), πράγμα που δεν έκανε και συνέχισε να απειλεί, να χτυπάει τα χέρια του στο γραφείο μου και να φωνάζει ότι θα με τελειώσουν και θα φύγω εγώ από το γραφείο αυτό. Ο Χ. Μαντάς ψέλλιζε «Όχι έτσι, Νίκο», ενώ Γ. Μπαλάφας και Δ. Τζανακόπουλος παρέμεναν σιωπηλοί.

Τους ρώτησα τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει και ο Ν. Βούτσης μου απάντησε «Διάβημα της Κυβέρνησης στην Πρόεδρο της Βουλής». Του απάντησα ότι αυτή δεν ήταν κυβερνητική σύνθεση ούτε θεσμική συμπεριφορά και τον ρώτησα ποιο ήταν το αντικείμενο του διαβήματος. Μου απάντησε «η επιθυμία του Πρωθυπουργού να ολοκληρωθεί γρήγορα η διαδικασία». Τους είπα ότι με τον Πρωθυπουργό μιλάω απ’ ευθείας και ρώτησα τον Δ. Τζανακόπουλο εάν ήταν εν γνώσει του Πρωθυπουργού αυτή η εφόρμηση. Απέφυγε να μου απαντήσει. Εγώ τότε συμπέρανα ότι ο Τσίπρας δεν γνώριζε. Και προφανώς έκανα λάθος.

Σε όλους είπα ότι θα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία, με σύγκληση της Διάσκεψης των Προέδρων και τους γνωστοποίησα ότι πρόθεση και πρότασή μου προς τη Διάσκεψη θα ήταν να μην συντμηθεί περαιτέρω η διαδικασία γιατί ήδη περνούσαμε σε αντικοινοβουλευτική λειτουργία. Μη έχοντας ουσιαστικό αντίλογο, αποχώρησαν.

Δεν ψήφισα την εξουσιοδότηση, όπως είχα άλλωστε ενημερώσει και τον Τσίπρα και την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου για να μην υπάρξει αυτή η άθλια συνθηκολόγηση. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να αποτραπεί αυτή η συμφωνία- λαιμητόμος. Το έκανα λειτουργώντας δημόσια, ανοιχτά και θεσμικά. Δεν είχα ούτε δεύτερη ατζέντα, ούτε άλλες στοχεύσεις ούτε άλλες συνεννοήσεις, ούτε υπόγειες διαδρομές. Συναντήθηκα με τον Τσίπρα στις 23 Ιουλίου, ενώ ζητούσα να τον δω από τις 15 Ιουλίου. Μετά το πέρας της συνάντησής μας, όταν τον ρώτησα πώς θέλει να τοποθετηθούμε δημόσια, μου είπε: «Αυτοί θέλουν αίμα, το ζήτημα είναι να μην τους το δώσουμε». Βγαίνοντας απ’ το Μαξίμου, δήλωσα ότι «ο Πρωθυπουργός και εγώ είμαστε εγγυητές της συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ». Την ίδια ώρα, απ’ το γραφείο Τσίπρα στο Μαξίμου έφευγε προς όλα τα ΜΜΕ non paper που μιλούσε για «θεσμική δυσαρμονία».

Έδωσα τη μάχη για την δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία δεχόμενη διαρκή πόλεμο, υπονόμευση, επιθέσεις που έφθασαν μέχρι τις φοβερές δηλώσεις Φλαμπουράρη περί «Φρόυντ και Μάρξ», την ίδια ημέρα που περνούσε το 3ο Μνημόνιο και ο «Αυγ-ιανιστής» Κουρής καλούσε με πρωτοσέλιδους πηχυαίους τίτλους τους γονείς μου «να με πάνε στον ψυχίατρο» και τον σύζυγό μου «να με μαζέψει». Στην δημόσια συνεδρίαση της Βουλής εγκάλεσα την Κυβέρνηση για αυτήν την στοχοποίηση και ο Ν. Βούτσης σήμερα με επιβεβαιώνει με τον πιο ευανάγνωστο τρόπο.

«Εμείς κάναμε εκλογές και η Ζωή έκανε μόνη της Βουλή», λέει ο κ. Βούτσης.
Και έτσι, υπενθυμίζει με τον καλύτερο τρόπο, πώς έπαιξαν με τους θεσμούς και με την εκλογική διαδικασία οι σημερινοί κυβερνώντες, ως αδίστακτοι πολιτικοί τυχοδιώκτες. Μεθόδευαν εκλογές την ίδια ώρα που κορόιδευαν την κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει συνέδριο και δεν θα υπάρξουν εκλογές. Συμφωνούσαν με Παυλόπουλο και δανειστές για αντισυνταγματική σύντμηση των χρόνων και κρύβονταν από την Πρόεδρο της Βουλής, αφού την παραίτηση της Κυβέρνησης την πληροφορήθηκα από τα ΜΜΕ. Θέλησαν να αποκλείσουν την οποιαδήποτε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής μετά τις 20 Αυγούστου και για αυτό μεθόδευσαν, σε συνεργασία με ΟΛΑ ανεξαιρέτως τα Κόμματα, και τη Χρυσή Αυγή, την έλλειψη απαρτίας σε Επιτροπές και Ολομέλεια, ώστε να μην συζητηθεί το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους και η υπόθεση των Γερμανικών Οφειλών, όπως είχε αποφασισθεί από τον Ιούνιο. Κάποιοι κάναμε το καθήκον μας και κάποιοι υπηρετούσαν συμφέροντα, δικά τους και αλλότρια.

Τα παραπάνω αποτελούν μία απλή υπενθύμιση ορισμένων ενδεικτικών γεγονότων. Φυσικά, θα υπάρξει και συνολική καταγραφή και αποτύπωση, όπως μου επιβάλλει η ευθύνη μου. Ο λόγος, όμως, που ο κ. Βούτσης δεν μιλά για αυτά, δεν είναι, βέβαια, για να μην «φτύνει ο κόσμος την Αριστερά», αλλά για να μην φτύνει τους ίδιους ο κόσμος.

Χαίρομαι που μέσα από αυτή τη συνέντευξη, ο κ. Βούτσης εκθέτει στο πανελλήνιο το πραγματικό του πρόσωπο, την μοχθηρία και την υποκρισία με την οποία συμπεριφέρθηκε, αντιμετωπίζοντας συντρόφους του ως αντιπάλους και όχι ως συνοδοιπόρους. Μπορεί ο καθένας να φανταστεί πώς λειτούργησε αυτός ο άνθρωπος ως Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Μπορεί ο καθένας και η κάθε μια να αντιληφθεί γιατί ο κ. Βούτσης είναι ο κατάλληλος για να ξαναφτιάξει «τη Βουλή που ξέρανε», κατά την ρήση Παυλόπουλου.

«Αρχή άνδρα δείκνυσι. Δεν ξέραμε τι σημαίνει», λέει ο κ. Βούτσης. Προφανώς. Και εξακολουθείτε να μην αντιλαμβάνεσθε με ποιον τρόπο η εξουσία αποκάλυψε κι αποκαλύπτει το πραγματικό σας πρόσωπο.

imerisia.gr

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο.

Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.

Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.

Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.

Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια.

Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.

Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού.

Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

sansimera.gr

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Σελίδα 1 από 2

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot