Στην κορυφή ενός βουνού στη Λήμνο βρίσκεται ένα γραφικό ξωκλήσι, που είναι μοναδικό στον κόσμο για την αρχιτεκτονική του και ρίσκεται κάτω από μια σπηλιά και δεν έχει στέγη.
Εξωκκλήσι κοντά στο χωριό Ζεματά (περιοχή Θάνος, περ. 4. χλμ. από τη Μύρινα). Κατάλοιπο ενός από τα πολλά μετόχια του νησιού, είναι γνωστό από το 1305, έτος που περιήλθε στην ιδιοκτησία της μονής Μεγίστης Λαύρας, όταν μοναχοί από τον Άγ. Ευστράτιο που ανήκαν στη μονή, εγκαταστάθηκαν στο εξωκκλήσι για να προστατευθούν από επιδρομές Τούρκων. Εντυπωσιακή είναι η θέση του σε δυσπρόσιτη σπηλιά, στην κορυφή του βουνού, ανάμεσα σε επιβλητικά βράχια, θέση που πιθανότατα φιλοξένησε παλαιοχριστιανικό ναό και ερημίτες στη βυζαντινή περίοδο.
Το εξωκκλήσι λειτουργείται κάθε Λαμπροτρίτη, οπότε και μεταφέρεται σ' αυτό η εικόνα της Παναγίας Κακαβιώτισσας, την οποία διατηρεί μια οικογένεια στον Κοντιά. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα δόθηκε από τον τελευταίο μοναχό του μετοχίου σε κάποιον ξωμάχο, απόγονοι του οποίου είναι η συγκεκριμένη οικογένεια.
Η ιστορία του
Η Παναγιά, ονομάστηκε Κακαβιώτισσα από το βουνό Κάκαβο στο οποίο βρίσκεται το ξωκλήσι της. Πρόκειται για τη μοναδική παγκοσμίως άσκεπη εκκλησία, η οποία είναι χτισμένη μέσα σε μια σπηλιά. Δε είναι ακριβώς σπηλιά αλλά μια εσοχή που σχηματίζουν τα βράχια. Κάτω από το βραχώδες αυτό μπαλκόνι ασκητές ήδη από τα 1305 επέλεξαν το τόπο του Κάκαβου, για να ασκητέψουν και να δοξολογήσουν την Παναγία. Έχτισαν το ναΐσκο για να λειτουργούνται οι μοναχοί, που ασκήτευαν στις γύρω σπηλιές του βουνού. Κάποτε οι μοναχοί πέθαναν, καινούργιοι ασκητές δεν ήρθαν και ο τελευταίος που έμεινε, αποφάσισε, να εγκαταλείψει τη Λήμνο και να πάει στο Άγιο Όρος.
Πριν φύγει για το όρος, βρήκε ένα Λημνιό από την οικογένεια Μουμτζή, από το Κοντιά, που' χε τη μάντρα του εκεί κοντά και του εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας, το «Ρόδον το αμάραντον». Ο μοχαχός ζήτησε από το βοσκό να ανεβάζει την εικόνα στο ναό κάθε Λαμπροτρίτη για να λειτουργείται. Έπειτα ο ασκητής μπήκε στη θάλασσα, άνοιξε το ράσο του, το οποίο έγινε βάρκα και έφυγε για το Άγιο Όρος. To μετόχι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας βρίσκεται κοντά στο ερειπωμένο πια χωριό Ζεματά ή Ζυματά στη περιοχή του Κοντιά, 4 μόλις χιλιόμετρα από τη Μύρινα.
Η Παναγία η Κακαβιώτισσα είναι ένα από τα πολλά παλαιά αγιορείτικα μετόχια της Λήμνου. Το μετόχι είναι γνωστό ήδη από το 1305, έτος που περιήλθε στην ιδιοκτησία της μονής Μεγίστης Λαύρας. Μοναχοί τότε από τον Άγιο Ευστράτιο που ανήκαν στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, εγκαταστάθηκαν στη σπηλιά, για να προστατευθούν από τις επιδρομές των Τούρκων.
Εντυπωσιακή είναι η θέση του ναΐσκου. Βρίσκεται μέσα σε δυσπρόσιτη σπηλιά, στις παρυφές του βουνού. Η σπηλιά βρίσκεται σε ιδανική θέση για ερημίτες. Ακόμα και σήμερα σε μια διπλανή μικρή σπηλιά συναντάμε ίχνη ανθρώπων, που πηγαίνουν στη σπηλιά, για να απομονωθούν και να προσευχηθούν. Υπάρχουν κονσέρβες, πνευματικά χριστιανικά βιβλία και στρωσίδια. Το ξωκλήσι λειτουργεί και εορτάζει κάθε Λαμπροτρίτη, όταν οι κάτοχοι της εικόνας την ανεβάζουν στο ναό, για να λειτουργηθεί.
Πηγή: melymnos
Eκδηλώσεις που πραγματοποιούνται ανά τη χώρα, κυρίως στα ελληνικά νησιά, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Ευαγγελίστρια, υπάρχουν ξεχωριστά έθιμα, που ίσως δεν είναι τόσο γνωστά.
Η λαμπαδηφορία στη Σκιάθο
Τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν τα έθιμα «εωθινό» και «λαμπαδηφορία» από τον δήμο, την τοπική ομάδα Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού και το Πνευματικό Κέντρο των εκκλησιών της Σκιάθου. Το εωθινό σημαίνει το εορταστικό ξύπνημα του νησιού και γινόταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου στις 5.00το πρωί με τη συμμετοχή των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης του τότε δημοτικού σχολείου. Ψέλνονταν τα ίδια εμβατήρια με αυτά του εθίμου της λαμπαδηφορίας («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»), καθώς και ύμνοι της Εκκλησίας προς τιμήν της απελευθέρωσης του γένους.
Στις 8.00 το βράδυ γινόταν η λαμπαδηφορία. Μαθητέςς και ενήλικες ξεχύνονταν στους δρόμους του νησιού με λαμπάδες και κεριά, ψάλλοντας τα δύο εμβατήρια («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»). Πρόκειται για ένα έθιμο που πηγάζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συνδυάζει την ανάσταση του Χριστού με την ανάσταση του γένους, παραλληλίζοντας το άγιο φως με το φως της ελευθερίας.
Η Βαγγελίστρα
Ιδιαίτερη αναφορά, επίσης, γι’ αυτή την ημέρα συναντάμε σε πολλά ιστορικά κείμενα για το πανηγύρι στο χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλονιάς προς τιμή της Βαγγελίστρας.
Την προηγούμενη μέρα οι άνθρωποι πήγαιναν στην εκκλησία και σ’ ένα πανέρι τοποθετούσαν τέσσερα μικρά ψωμιά, έναν μεγάλο άρτο, ένα μπουκάλι λάδι και ένα μπουκάλι κρασί, για να εκκλησιαστούν. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας έπαιρναν πίσω τον μεγάλο άρτο, τον οποίο έκοβαν σε κομμάτια και τον μοίραζαν στους πιστούς, αφήνοντας το ψωμί, το λάδι και το κρασί στον ναό.
Όταν ολοκληρωνόταν ο εσπερινός, πραγματοποιούταν ολονυχτία, όπου οι κάτοικοι του χωριού «βαρούσαν τουφεκιές» ή έφερναν μπαρούτι από τον Μοριά και έριχναν πυροτεχνήματα. Στο κελί της εκκλησίας και όπου αλλού υπήρχε κόσμος μοιραζόταν φαγητό. Κάποιοι μάλιστα μαγείρευαν αλιάδα, το τυπικό φαγητό της ημέρας, μπακαλεόπιτα και κοφισόπιτα, ειδικά φτιαγμένες για το πανηγύρι που στηνόταν αμέσως μετά.
Το ξημέρωμα έβγαζαν λιτανεία την εικόνα της Βαγγελίστρας σε όλο το χωριό με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής του Αργοστολίου, ενώ τα τελευταία χρόνια η λιτανεία πραγματοποιείται το απόγευμα της 25ης Μαρτίου.
Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι τη συγκεκριμένη μέρα απαγορεύεται οι Κεφαλονίτες να βάλουν στο σπίτι τους λουλούδια ή χόρτα, διότι τον επόμενο χρόνο θα βρουν μέσα του φίδι, σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή παράδοση.
Στο Ρουμλούκι της Ημαθίας
Η λέξη ρουμλούκι σημαίνει ελληνότοπος ή ελληνοχώρα. Το τοπωνύμιο αυτό δόθηκε στην περιοχή από Τούρκους κατακτητές, υποδεικνύοντας την αναγνώριση ως προς τον ελληνικό πληθυσμό που κατοικούσε στην περιοχή και η απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό έγινε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Σήμερα, Ρουμλούκι εννοούμε το τμήμα του κάμπου της Ημαθίας που διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας και απλώνεται από τα υψώματα της Βέροιας μέχρι τον Λουδία και τον Θερμαϊκό.
Στην περιοχή Ρουμλούκι,την 25η Μαρτίου οι κάτοικοι έπρεπε απαραιτήτως να εκκλησιαστούν και κανείς μα κανείς δεν εργαζόταν. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της τούρκικης κατοχής, ο δάσκαλος εκφωνούσε λόγο που τόνιζε τη διττή σημασία της ημέρας για τους ορθόδοξους Έλληνες, ενώ τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους οι υπόδουλοι Ρουμλουκιώτες τη χαρακτήριζαν ως Παλαιά Ελλάδα.
Στη συνέχεια, ο ιερέας τελούσε επιμνημόσυνη δέηση για τους νεκρούς αγωνιστές του 1821 και έπειτα οι μαθητές τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο και δημοτικά τραγούδια που αναφέρονταν στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής, στις εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου συμπεριλαμβανόταν και η παρουσίαση σχετικών θεατρικών έργων.
Το μεσημέρι, οι Ρουμλουκιώτες έτρωγαν το καθιερωμένο γι’ αυτούς φαγητό της ημέρας, ταβά (ταψί) στο φούρνο με ψάρι γριβάδι και κρεμμύδια.
Στα Καλάβρυτα
Στα Καλάβρυτα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αναπαράσταση της ορκωμοσίας των αγωνιστών και η κήρυξη της Επανάστασης. Ακολουθεί παρουσίαση εθνικών παραδοσιακών χορών, ενώ στις 24 του μήνα ο ηγούμενος της μονής συνηθίζεται να παραδίδει το λάβαρο της επανάστασης και ένα στεφάνι δάφνης στον πρώτο δαφνοδρόμο, για να μεταφερθούν στην Πάτρα προς στέψη του ανδριάντα Παλαιών Πατρών Γερμανός και στις 25 να επιστραφούν.
Ο Άγιος Λουκάς, γεννήθηκε από τον Αθανάσιο και τη Δομνίτσα στην Αδριανούπολη της Θράκης. Σε ηλικία έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον παρέδωσε σ’ έναν Ζαγοραΐο πραγματευτή, με τον όποιο εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ήταν 13 χρονών ο Άγιος Λουκάς, φιλονίκησε μ’ ένα τουρκόπουλο έξω από το σπίτι του κυρίου του και το έδειρε. Αυτό το είδαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι και όρμησαν με θυμό εναντίον του Χριστιανόπουλου. Ο Άγιος Λουκάς για ν’ αποφύγει την τιμωρία είπε στους Τούρκους: «Αφήστε με και ‘γώ θα τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ο θυμός των Τούρκων και τον πήγαν σ’ ένα ευγενή Τούρκο, που πέτυχε τον εξισλαμισμό του.
Ελεγχόμενος όμως από τη συνείδηση του, ο Άγιος Λουκάς ζήτησε τη βοήθεια του κυρίου του από τη Ζαγορά, ο όποιος και προσπάθησε να τον απελευθερώσει με την επέμβαση της Ρωσικής Πρεσβείας. Αλλά η Ρωσική Πρεσβεία, για ν’ αποφύγει τυχόν ανωμαλίες, είπε ότι θα δεχόταν τον Λουκά μόνο αν αυτός διέφευγε από το σπίτι του Τούρκου αφέντη του. Πράγματι μετά από λίγες ήμερες ο Άγιος Λουκάς κατόρθωσε και απόδρασε από το σπίτι του αφέντη του και αφού, επιβιβάστηκε σε πλοίο πήγε στη Σμύρνη, και από ‘κεί στη Θήρα. Εκεί με τη συμβουλή ενός πνευματικού ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε αρκετά. Εκεί αφού γύρισε διάφορες Σκήτες και Μονές, τελικά έκάρη μοναχός στη Μονή Σταυρονικήτα. Τον κατέλαβε όμως ό πόθος του μαρτυρίου και αναχώρησε για τη Μυτιλήνη κατά τον Μάρτιο του 1802 μ.Χ.
Λόγω κάποιου γεγονότος, η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή. Ο Άγιος Λουκάς, με τις ευχές των Πατέρων του Αγίου Όρους, παρουσιάστηκε στον κριτή της πόλης και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς των Τούρκων, ο Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε αμετακίνητος στην πίστη και την απόφαση του να μαρτυρήσει. Οδηγούμενος προς τον Ναζήρη, στο δρόμο συνάντησε τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης, που τον πήγαιναν στο κριτήριο, έσκυψε του φίλησε το χέρι και ζήτησε τις προσευχές του. Για την ενέργεια του αυτή, οι συνοδοί Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα.
Μπροστά στον Ναζήρη, ο Λουκάς με ευτολμία κήρυξε τον Χριστό και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά από τριήμερη προθεσμία, που εξέπνευσε χωρίς αποτέλεσμα για τους Τούρκους, ο Ναζήρης εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1802 μ.Χ., ο Άγιος Λουκάς άπαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη και έλαβε το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Το Άγιο λείψανο του παρέμεινε για τρεις μέρες στην αγχόνη, κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.