Ο αριθμός των θυμάτων και των κρουσμάτων, εξαιτίας του κορονοϊού, συνεχίζει να αυξάνεται σε ολόκληρη την Κίνα, με τους νεκρούς στη χώρα να ξεπερνούν τους 1.000.
Η ονομασία «COVID-19» δόθηκε στον νέο κορονοϊό, όπως ανακοίνωσε την Τρίτη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Η κλιματική αλλαγή βλάπτει την υγεία των ανθρώπων καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από θερμοπληξία, από ακραίες καιρικές συνθήκες και από ασθένειες που μεταδίδονται από τα κουνούπια, μεταξύ των οποίων η ελονοσία, ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Σε έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα σήμερα, την επομένη της έναρξης συνόδου κορυφής για το κλίμα στη Μαδρίτη, η υπηρεσία αυτή του ΟΗΕ καλεί τις κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τους φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σημειώνοντας ότι ένα εκατομμύριο ζωές θα μπορούσαν να σώζονται ετησίως μόνον μέσω της μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
“Η υγεία πληρώνει το τίμημα της κλιματικής κρίσης. Γιατί; Διότι οι πνεύμονές μας, ο εγκέφαλός μας, το καρδιαγγειακό μας σύστημα υποφέρει πάρα πολύ από τα αίτια της κλιματικής αλλαγής, τα οποία συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα αίτια της ρύπανσης του αέρα”, δήλωσε η Μαρία Νέιρα, η διευθύντρια του Τμήματος Περιβάλλοντος, Κλιματικής Αλλαγής και Υγείας του ΠΟΥ, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.
Παρά ταύτα λιγότερο από το 1% της διεθνούς χρηματοδότησης για το κλίμα διατίθεται στον τομέα της υγείας, υπογράμμισε η ίδια, σημειώνοντας ότι αυτό είναι “εντελώς εξωφρενικό”.
Οι θερμοκρασίες παγκοσμίως μπορεί να αυξηθούν ραγδαία αυτόν τον αιώνα με “ευρείες και καταστροφικές” συνέπειες μετά τα επίπεδα ρεκόρ στα οποία έφτασαν την περσινή χρονιά οι εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου προειδοποίησαν την περασμένη εβδομάδα ειδικοί για το κλίμα.
“Ο ΠΟΥ θεωρεί την κλιματική αλλαγή την μεγαλύτερη εν δυνάμει απειλή για την υγεία τον 21ο αιώνα”, σημείωσε ο ειδικός του ΠΟΥ Ντιάρμιντ Κάμπελ-Λέντρουμ.
“Αν δεν μειώσουμε τις εκπομπές μας άνθρακα, θα συνεχίσουμε να υπονομεύουμε τα αποθέματά μας σε τρόφιμα, τα αποθέματά μας σε νερό και την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε –όλα αυτά που χρειαζόμαστε για να διατηρήσουμε την καλή υγεία των πληθυσμών μας”, πρόσθεσε.
Οι ίδιες αιτίες προκαλούν την ατμοσφαιρική ρύπανση και την κλιματική αλλαγή, σημείωσε εξάλλου ο Κάμπελ-Λέντρουμ και πρόσθεσε: “Περίπου τα δύο τρίτα της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε εξωτερικούς χώρους οφείλεται στην καύση ορυκτών καυσίμων”.
“Ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι περισσότεροι από 7 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από την ρύπανση του αέρα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Εκεί παίζεται το παιγνίδι”, σημείωσε.
Ο ΠΟΥ πραγματοποίησε έρευνα για τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή στην οποία απάντησαν 101 χώρες –ωστόσο όχι αυτές που θεωρούνται πολύ σημαντικές για το θέμα αυτό, μεταξύ των οποίων η Ινδία και οι ΗΠΑ.
“Πάνω από τα δύο τρίτα αυτών που απάντησαν εκτίμησαν ότι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο θερμοπληξιών, τραυματισμών και θανάτων από ακραία καιρικά φαινόμενα και από ασθένειες που οφείλονται στα τρόφιμα, το νερό και αυτές που μεταφέρονται από φορείς, από τη χολέρα ως την ελονοσία”, κατέληξε ο Κάμπελ-Λέντρουμ.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κρούει σήμερα τον κώδωνα του κινδύνου για την ποιότητα του νερού σε παγκόσμιο επίπεδο, τονίζοντας πως σχεδόν δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι καταναλώνουν ακόμη πόσιμο νερό μολυσμένο με περιττώματα.
«Σήμερα, σχεδόν δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν πηγές πόσιμου νερού μολυσμένες από κόπρανα, κάτι που τους εκθέτει στον κίνδυνο να μολυνθούν από χολέρα, δυσεντερία, τύφο και πολιομυελίτιδα», εξήγησε η διευθύντρια του τμήματος Δημόσιας Υγείας του ΠΟΥ, η Δρ. Μαρία Νέιρα.
«Εκτιμάται ότι το μολυσμένο πόσιμο νερό προκαλεί πάνω από 500.000 θανάτους από διάρροια κάθε χρόνο», πρόσθεσε η ίδια σε μια ανακοίνωση του οργανισμού.
Το 2015, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, οι χώρες-μέλη του είχαν εκπονήσει έναν κατάλογο 17 στόχων για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που επιδιώκουν να επιτύχουν μέχρι το 2030. Ένας από τους στόχους αυτούς είναι να εξασφαλιστεί η πρόσβαση όλων σε ασφαλές πόσιμο νερό και αποχέτευση και να υπάρξει βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Αλλά ο στόχος αυτός δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί «εάν δεν ληφθούν μέτρα για να χρησιμοποιηθούν οι οικονομικοί πόροι με πιο αποτελεσματικό τρόπο και δεν ενταθούν οι προσπάθειες για να βρεθούν νέες πηγές χρηματοδότησης», τονίζει ο ΠΟΥ στην ετήσια έκθεσή του, η οποία εκπονήθηκε μαζί με την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για το Νερό, υπό τον τίτλο «Παγκόσμια Ανάλυση και Εκτίμηση για την Αποχέτευση και το Πόσιμο Νερό».
Οι χώρες αύξησαν κατά 4,9% κατά μέσον όρο ετησίως τις δαπάνες τους για την ύδρευση, την αποχέτευση και την υγιεινή τα τελευταία τρία χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση αυτή.
Όμως το 80% των χωρών αναγνωρίζουν ότι οι δαπάνες για το νερό, την αποχέτευση και την υγιεινή δεν είναι ακόμη επαρκείς για να καλύψουν τους στόχους που είχαν οριστεί από τον ΟΗΕ.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη όσον αφορά την ύδρευση και την αποχέτευση, οι επενδύσεις στις υποδομές πρέπει να τριπλασιαστούν και να φθάσουν τα 114 δισεκατομμύρια δολάρια (107 δισεκ. ευρώ) σε ετήσια βάση, σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας τους οποίους επικαλείται ο ΠΟΥ. Το ποσό αυτό να σημειωθεί δεν συμπεριλαμβάνει τα κόστη λειτουργίας και συντήρησης των δικτύων.
Για να γίνει αυτό, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει ότι απαιτείται να βρεθούν νέες πηγές χρηματοδότησης, πιθανόν φόροι.
Αυτή «είναι μια πρόκληση που έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε», διαβεβαίωσε ο Γκάι Ράιντερ, πρόεδρος της υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για το Νερό (ONU-eau) και γενικός διευθυντής της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ).
«Το να αυξηθούν οι επενδύσεις για την ύδρευση και την αποχέτευση μπορεί να φέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη και για τη δημόσια υγεία, να δημιουργήσει απασχόληση», επισήμανε ο ίδιος.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ