Μιλώντας στον Realfm 97,8 και την εκπομπή του Νίκου Στραβελάκη, ο Κώστας Ζουράρις επέμεινε στην άποψη του για τα νέα μέτρα ότι ποιος ζει, ποιος πεθαίνει μετά το 2019.
Όπως είπε ο υφυπουργός Παιδείας «επιμένω πλήρως. Είναι η μόνη δυνατή επιστημολογική πρακτική από τη διδασκαλία της πράξεως στη συνύπαρξη των συστημάτων ισχύος που λέμε εμείς οι δάσκαλοι, είναι η μόνη ουσιαστικά συνταγή που μας έχει δώσει η πείρα, ότι όταν υπάρχει ασύμμετρη σύμπραξη μεταξύ συστημάτων ισχύος -Ελλάδα, δηλαδή και δανειστές- ο ασύμμετρος ανίσχυρος, εμείς, δηλαδή, η Ελλάς, πρέπει ακριβώς να προσπαθεί να χρονοτριβεί».
«Πρέπει να χρονοτριβούμε μέχρι ακριβώς να φτάσουμε σε ένα σημείο ισορροπίας που θα κρίνουμε αποδεκτό» πρόσθεσε ο κ. Ζουράρις.
Ακούστε το ηχητικό:
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος μπαίνει στην τελική ευθεία τις επόμενες μέρες με την επιστροφή των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα, ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζεται με τη σειρά της να στείλει το «λογαριασμό» στους πολίτες, ο οποίος μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 3,6 δισ. ευρώ.
«Δεν νομοθετούμε προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα» έλεγαν συνεχώς τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ωστόσο, με την τακτική της καθυστέρησης της αξιολόγησης που ακολούθησαν, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο και φυσικά μέσα στις επόμενες μέρες θα κάνουν άλλη μια «κωλοτούμπα».
Από την άλλη, αυτή η εμμονή στην πολιτική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης είναι παροιμιώδης, λες και αν πάει σε διαπραγμάτευση σε επίπεδο υπουργών ή ανώτατων κοινοτικών αξιωματούχων θα πετύχει καλύτερα αποτελέσματα. Το ίδιο είχε κάνει και το 2015 φτάνοντας τη συζήτηση στους ηγέτες, δηλαδή στη Σύνοδο Κορυφής, με τη γνωστή αποτυχία, τις συνέπειες της οποίας πληρώνουν σήμερα οι πολίτες.
Η πολιτική διαπραγμάτευση είναι χρήσιμη όταν έχεις σχέδιο και βρίσκεσαι σε θέση ισχύος. Διαπραγματευτικό σχέδιο ούτως ή άλλως δεν είχαν ποτέ. Είτε τα βάζουν με τον Σόιμπλε είτε με τον Τόμσεν και τη Λαγκάρντ του ΔΝΤ, φυσικά βρίζοντας, δεν κερδίζουν τίποτα, απλώς απομονώνονται και στη συνέχεια συνθηκολογούν. Για θέση ισχύος δεν γίνεται λόγος, τι διαπραγματευτική ισχύ μπορεί να έχεις όταν οι δανειστές γνωρίζουν ότι η τύχη της χώρας σου κρέμεται από την επόμενη δόση…
Την Παρασκευή, μετά από αίτημα της κυβέρνησης που ήθελε πολιτική συζήτηση για το «ξεμπλοκάρισμα» της αξιολόγησης, ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ συγκάλεσε συνάντηση αξιωματούχων της ευρωζώνης και του ΔΝΤ στις Βρυξέλλες, στην οποία από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης.
Αντί για τις εκπτώσεις που θα περίμενε η κυβέρνηση, οι δανειστές όχι μόνο δεν έκαναν πίσω, αλλά εμφανίστηκαν και με ενιαία στάση, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ σε σχέση με τις προβλέψεις για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.
Οι δανειστές κατέστησαν σαφές στην Αθήνα ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης περνάει από τη νομοθέτηση προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018. Η πρόταση των θεσμών στο τραπέζι ανεβάζει το ποσό των μέτρων στο 2% του ΑΕΠ ή τα 3,6 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο ζητούσε αρχικά το ΔΝΤ. Υπάρχει και μια άλλη πρόταση που διαιρεί το ποσό στη μέση, η οποία προβλέπει το 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) να νομοθετηθεί τώρα και το υπόλοιπο 1% μετά το 2018, σε περίπτωση που υπάρξει απόκλιση από το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Επί της ουσίας, δεν αλλάζει τίποτα αφού οι δεσμεύσεις θα είναι συγκεκριμένες και στις δύο περιπτώσεις τόσο για το αφορολόγητο όσο και για τις συντάξεις (προσωπική διαφορά).
Η κυβέρνηση έχει ρίξει τώρα όλο το βάρος της στο «περιτύλιγμα», δηλαδή στον τρόπο που θα παρουσιαστούν και ζητάει από τους δανειστές να τη διευκολύνουν. Με άλλα λόγια, επιδιώκει μια τέτοια παρουσίαση των μέτρων που θα περιλαμβάνουν το συνολικό ποσό, αλλά δεν θα είναι λεπτομερή ώστε να μπορούν οι πολίτες να υπολογίσουν τις απώλειες που θα έχουν. Λες και θα αλλάξει κάτι…
Προληπτικά μεν, αλλά…
Το δημοσιονομικά μέτρα θα είναι προληπτικά, δηλαδή θα εφαρμοστούν από το 2019 και μετά, εάν η κυβέρνηση δεν επιτυγχάνει σε ετήσια βάση πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Θεωρητικά δηλαδή θα μπορούσαν και να μην ενεργοποιηθούν, ωστόσο με αυτή την κυβέρνηση και την οικονομική πολιτική που ακολουθεί, βασισμένη μόνο στους φόρους, οι πιθανότητες βιώσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι ελάχιστες, παρά τις προβλέψεις της Κομισιόν. Συνεπώς, τόσο η μείωση του αφορολογήτου όσο και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις είναι εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποφευχθούν.
Ενα άλλο θέμα της δεύτερης αξιολόγησης είναι η διάρκεια κατά την οποία η χώρα θα πρέπει να πετυχαίνει μετά το 2018 πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ. Οι δανειστές τάσσονται υπέρ μιας περιόδου πέντε ετών, ενώ η κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Κομισιόν, επιχειρεί να τη μειώσει στα 3 έτη και στη συνέχεια να χαμηλώσουν σε επίπεδα 1,5-2,0% του ΑΕΠ.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει στο πλαίσιο της τελικής διαπραγμάτευσης να διευκρινίσουν περισσότερο τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα αποφασιστούν το 2018. Κι αυτό γιατί τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους έχει θέσει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, ενώ τη ζητάει και η ΕΚΤ για να βάλει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (αγορά κρατικών και εταιρικών ομολόγων).
Η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα αποφασιστεί από την ΕΚΤ μόλις ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι το χρέος γίνεται βιώσιμο.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα μέσα στη βδομάδα, με στόχο, μετά τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης, να ολοκληρώσουν τη δεύτερη αξιολόγηση μέσα σε λίγες μέρες. Εάν όλα γίνουν με σχετική ταχύτητα, τότε είναι εφικτή η επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στη συνεδρίαση του Εurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Με την πλάτη στον τοίχο βρίσκεται για άλλη μια φορά η ελληνική κυβέρνηση που βλέπει την κλεψύδρα του χρόνου να αδειάζει επικίνδυνα και τη δεύτερη αξιολόγηση να παραμένει στον αέρα.
Το χθεσινό Eurogroup έληξε χωρίς να οριστεί ημερομηνία επιστροφής των θεσμών για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων ενώ Ευρωπαίοι και ΔΝΤ ακολουθώντας ενιαία γραμμή, επέστρεψαν την μπάλα στο γήπεδο της Αθήνας ζητώντας να κλείσει τις εκκρεμότητες της δεύτερης αξιολόγησης αλλά και να ψηφίσει, κατόπιν επιμονής του Ταμείου, «εδώ και τώρα» τα πρόσθετα μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ (μείωση αφορολόγητου και συντάξεων, αύξηση ΦΠΑ ίσως και νέο αίτημα για ομαδικές απολύσεις) που θα εφαρμοστούν από το 2019 και μετά για να διατηρηθεί ο στόχος 3,5% του ΑΕΠ για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά και το 2018.
Για απαιτήσεις που «παραγκωνίζουν τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές αξίες» από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος μετά τη συνάντησή του με τους εκπροσώπους των θεσμών, η οποία, κατά ευρωπαϊκές πηγές έγινε σε «έντονο κλίμα», αλλά και τη σύντομη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Oργή Μαξίμου
Κυβερνητικές πηγές, αμέσως μετά τη συνεδρίαση τόνιζαν ότι «αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να νομοθετήσει μέτρα για μετά το 2018. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο και κάθε άλλο σενάριο που διακινείται τις τελευταίες ώρες δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την πραγματικότητα» ήταν η κατηγορηματική αναφορά της ίδιας πηγής. Το Μαξίμου διέψευσε ότι η Αθήνα συμφώνησε με τη σκληρή γραμμή του ΔΝΤ. Στο Μαξίμου κρατούν ως θετική την αναγνώριση για την καλή κατάσταση των δημοσιονομικών της χώρας από τον Γ. Ντάισελμπλουμ καθώς και για την εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 θα φτάσει το 2%.
Ευκλ. Τσακαλώτος:
Επίσης ο Ευκλ. Τσακαλώτος ανέφερε ότι αναμένεται να ληφθούν πρωτοβουλίες στο αμέσως επόμενο διάστημα προκειμένου να βρεθεί μία λύση σε αυτό το ζήτημα.
«Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα αυτό της απαίτησης του ΔΝΤ να νομοθετήσουμε μέτρα για μετά το 2018. Αυτό απαιτεί να το ξανασκεφτούμε» δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών. Όπως είπε «αυτό είναι απαραίτητο γιατί πρώτον υπάρχει υπεραπόδοση. Κάθε φορά που υπερ- αποδίδουμε η πιθανότητα να χρειαστούν μέτρα μειώνεται. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί πηγαίνει πολύ πιο πέρα απ’ αυτό που χρειάζεται η δημοκρατική κουλτούρα. Δεν είναι σωστό να ζητάς από μια χώρα να νομοθετήσει για δυο ή τρία χρόνια αργότερα για το τι θα κάνει τότε. Είναι μια απαίτηση που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από ευρωπαϊκό πλαίσιο και τη δημοκρατία. Θα υπάρξουν πρωτοβουλίες από εδώ και πέρα για να καλυφθεί το κενό και νομίζω ότι δεδομένου ότι όλοι θέλουν λύση μπορούμε να έχουμε ένα βαθμό εμπιστοσύνης».
Βαρύ κλίμα
Παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας υπουργός είχε αποστείλει επιστολές, στις οποίες εξηγούσε τις ελληνικές θέσεις, το κλίμα χθες στην βελγική πρωτεύουσα ήταν βαρύ. Ο ένας μετά τον άλλον, οι εκπρόσωποι των θεσμών ζητούσαν από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Γιώργο Χουλιαράκη την προληπτική νομοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων που θα τεθούν σε ισχύ μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, δηλαδή μετά το 2018. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που μέχρι πρότινος ήταν υπέρ των θέσεων της ελληνικής πλευράς, τάχθηκε υπέρ των σκληρών απαιτήσεων του ΔΝΤ. Η επιμονή των δανειστών που ήρθε σε αντίθεση με την πάγια θέση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έχει ξεκαθαρίσει πως δεν προτίθεται να ψηφίσει προληπτικά μέτρα λιτότητας, δημιούργησε κλίμα έντασης.
Γ. Ντάισελμπλουμ
Ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ μετά τη συνάντηση που είχε με τους Ευκλ. Τσακαλώτο και Γ. Χουλιαράκη παραδέχθηκε ότι μένουν ακόμη πολλά ανοιχτά ζητήματα «για τα οποία η εύρεση σημείου ισορροπίας είναι ένα ζητούμενο», αλλά και πως «η νομοθέτηση προληπτικών μέτρων υπάρχει ως κοινό αίτημα. Θα εξαρτηθεί από το αν η υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων που επετεύχθη το 2016 είναι δομικού τύπου και άρα η Ελλάδα θα παραμείνει πλήρως εντός τροχιάς και τα επόμενα χρόνια».
Β. Σόιμπλε
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στο τετ-α-τετ με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ο οποίος άλλωστε έδειξε τις προθέσεις του με τη δήλωση που έκανε μπαίνοντας στην επίσημη συνάντηση. «Δεν ξέρω τι σκέφτεται η ελληνική κυβέρνηση και δεν έκανε μέχρι τώρα αυτά για τα οποία είχε δεσμευτεί τόσο συχνά», είπε ο Β. Σόιμπλε, προσθέτοντας με νόημα πως επαφίεται αμιγώς στην Ελλάδα να ξεπαγώσει η διαπραγμάτευση.
Στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup ο Πρόεδρος Γ. Ντάισελμπλουμ επανέλαβε ότι «είναι προς το συμφέρον όλων η ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος», παρουσιάζοντας ως ανοιχτά ζητήματα τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό.
Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών επανέλαβε ότι «η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι αδιαπραγμάτευτη», ενώ διευκρίνισε ότι το θέμα της διατήρησης του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 έχει συμφωνηθεί για το μεσοπρόθεσμο διάστημα, μετά το πρόγραμμα, αλλά οι θεσμοί δεν έχουν καταλήξει πόσα χρόνια θα είναι αυτό το διάστημα.
Π. Μοσκοβισί
Από πλευράς του ο Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί ανέφερε ότι η συζήτηση ήταν καλή και ότι είναι «περισσότερο αισιόδοξος» για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ανέφερε ότι «δυο τρία σημεία παραμένουν ανοικτά» και επισήμανε ότι στο πλαίσιο του Συμβουλίου θεωρείται απαραίτητο να υπάρχει ένας μηχανισμός διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Κανείς δεν επιθυμεί επιστροφή στο παρελθόν», τόνισε ο Γάλλος Επίτροπος, συμπληρώνοντας ότι ευελπιστεί σε σύντομη επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα «αν όλοι κάνουν αυτό που πρέπει». «Η επιτυχία του προγράμματος εξαρτάται από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων», είπε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρένγκλινγκ. «Με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα η Ελλάδα θα έχει ευνοϊκότερη χρηματοδότηση», κατέληξε.
Συμμετοχή του ΔΝΤ
Αμέσως μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup ο Πρόεδρος Γ. Ντάισελμπλουμ πανέλαβε ότι «η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι αδιαπραγμάτευτη», ενώ διευκρίνισε ότι το θέμα της διατήρησης του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 έχει συμφωνηθεί για το μεσοπρόθεσμο διάστημα, μετά το πρόγραμμα.
«Οχι» σε νέα μέτρα
Κυβερνητικέςπηγές, αμέσως μετά τη συνεδρίαση τόνιζαν ότι «αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να νομοθετήσει μέτρα για μετά το 2018. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «κάρφωσε» το ΔΝΤ για τη μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
imerisia.gr
Τι εννοεί ο γερμανικός Τύπος όταν γράφει οτι «η Ελλάδα κερδίζει«;
Ο γερμανικός τύπος καταγράφει το πράσινο φως της ευρωζώνης στα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους
«Η Ελλάδα κερδίζει» επιγράφεται σύντομο ρεπορτάζ της Süddeutsche Zeitung, που σημειώνει ότι «μετά την αντιπαράθεση για το δώρο Χριστουγέννων προς τους συνταξιούχους η Αθήνα παίρνει τελικά τις διευκολύνσεις για το χρέος.
Τη Δευτέρα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ενέκρινε σχετικά μέτρα. Έτσι, εκλείπει πλέον ένα σημείο τριβής ενόψει της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την Πέμπτη.
Εξακολουθεί ωστόσο να παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρόκειται να συμμετάσχει στην τρέχουσα δανειακή σύμβαση (για την Ελλάδα).
Για το ζήτημα αυτό η εφημερίδα του Μονάχου σημειώνει ότι «συνομίλησαν ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο περιθώριο του οικονομικού φόρουμ στο Νταβός. Ο Σόιμπλε δήλωσε σχετικά στο Bloomberg: ʻαν τροποποιηθεί αυτό το πρόγραμμα, θα πρέπει να διαπραγματευθούμε άλλο. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα συμβούλευα να ζητήσουμε την έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίουʼ».
«Διευκολύνσεις για την Ελλάδα» είναι ο τίτλος στο σχετικό ρεπορτάζ της Frankfurter Allgemeine.
Η εφημερίδα υπενθυμίζει ότι «το Γιούρογκρουπ είχε αποφασίσει ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου τα μέτρα. Τα οποία όμως στη συνέχεια ʻπάγωσανʼ, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε εφάπαξ πληρωμές για άπορους συνταξιούχους, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους πιστωτές.
Στο μεταξύ, η σχετική αντιπαράθεση έχει διευθετηθεί, μετά τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα προχωρήσει σε μειώσεις συντάξεων, σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για φέτος».
Θυμήθηκε ξαφνικά το Grexit ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών
- Ωμός εκβιασμός από Σόιμπλε με το βλέμμα στις γερμανικές κάλπες
- Πακέτο μέτρων ετοιμάζει η κυβέρνηση για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση
- Θα πονέσουν μισθωτοί, συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι
Η Γερμανία στις 24 Σεπτεμβρίου έχει εκλογές και ήδη βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Είναι μια περίοδος όπου ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών, Βόλφανγκ Σόιμπλε έδειξε ότι θα κινηθεί σε ρυθμούς σκληρού ροκ απέναντι στην Ελλάδα.
Ουσιαστικά έδειξε την πόρτα εξόδου από την ευρωζώνη στην Ελλάδα και με τον τρόπο αυτό, αφήνοντας να εννοηθεί ότι στο βάθος υπάρχει... Grexit απείλησε ανοιχτά τη χώρα μας να λάβει όλα τα μέτρα που απαιτεί ο ίδιος και το ΔΝΤ ώστε να κλείσει άμεσα η διαπραγμάτευση.
Το μήνυμα Σόιμπλε ήταν σαφές. Για να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγμαμμα η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Εάν αυτό δεν συμβεί η χώρα θα πρέπει να μπει σε νέο πρόγραμμα διάσωσης, ένα πρόγραμμα που θα χρειαστεί όμως αρκετό χρόνο μέχρι να ετοιμαστεί, πιθανότατα ως τα τέλη του 2017, γεγονός που θα σημάνει τη χρεοκοπία της χώρας καθώς το καλοκαίρι οι υποχρεώσεις έναντι των δανειστών είναι μεγάλες και η Ελλάδα έχει ανάγκη τη συνέχιση της ροής της χρηματοδότησης.
Με άλλα λόγια στη συνέντευξή του στο Bloomberg στο Νταβός ο Β. Σόιμπλε έστειλε μήνυμα προς την Ελλάδα: Μέτρα τώρα ή Grexit το καλοκαίρι.
Σε κάθε περίπτωση η ελληνική πλευρά επιχειρεί να παρακάμψει όλα τα παραπάνω μέσω πολιτικής οδού και κυρίως μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι πολλές οι χώρες της Ευρώπης, εκτιμά το Μαξίμου που δεν επιθυμούν να δουν μια νέα αποσταθεροποίηση μέσα στο 2017 και έτσι εκτιμάται ότι είναι δυνατό η διαπραγμάτευση να κλείσει ως το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να εντάξει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Την ίδια ώρα όμως το “μπρα ντε φερ” φαίνεται ότι σκληραίνει. Για τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών η δήλωση συμμόρφωσης του Ε. Τσακαλώτου και η υποσχετική για κόφτη δεν είναι αρκετή.
Αν και η ΕΚΤ μοιάζει να επιθυμεί τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ο Σόιμπλε δεν θέλει η συμμετοχή του να συνδιαστεί από ελάφρυνση του χρέους, αλλά μόνο με υποχρέωση της Ελλάδας για τήρηση των όρων της συμφωνίας. Κάπου εκεί όμως ενισχύεται το ενδεχόμενο το ΔΝΤ να προωθήσει τις απαιτήσεις τους για άμεση λήψη μέτρων από την Ελλάδα, μέτρα που θα σημάνουν μείωση του αφορολόγητου, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς και νέες μειώσεις στη μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, δηλαδή μειώσεις μισθών στο Δημόσιο.