Αρθρο του Δημήτρη Κρεμαστινού στα ΝΕΑ
Η υλοποίηση οποιουδήποτε νομοσχεδίου, πολλώ δε μάλλον του νομοσχεδίου της Υγείας, εξαρτάται από την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία υποχρεωτικά συνυποβάλλεται μαζί με κάθε νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα, η ανάγνωση της έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την Υγεία είναι απογοητευτική. Απλούστατα η έκθεση επιβεβαιώνει ότι στην καλύτερη περίπτωση τα άρθρα του νομοσχεδίου θα παραμείνουν ως ιδέες. Στη χειρότερη, θα αυξήσουν περισσότερο το κόστος της Υγείας λόγω της προκλητής ζήτησης εξετάσεων και θεραπειών, η οποία ήδη αποτελεί τον δούρειο ίππο του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Για να λειτουργήσει το ΕΣΥ με προδιαγραφές ευρωπαϊκού τύπου με πλήρη ανάπτυξη του νοσοκομειακού χάρτη, των Κέντρων Υγείας, του οικογενειακού γιατρού, των αγροτικών ιατρείων και του ΕΚΑΒ, χρειάζονται επιπλέον ετησίως περί τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με την έκθεση των επτά σοφών εμπειρογνωμόνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προϋπολογισμός του εθνικού συστήματος υγείας της Βρετανίας ανέρχεται περίπου σε 120 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το βρετανικό σύστημα απασχολεί περί τους 1.300.000 εργαζομένους, όντας ένας από τους μεγαλύτερους δημόσιους εργοδότες στον κόσμο μετά τα υπουργεία Αμυνας της Κίνας και των ΗΠΑ. Με απλά λόγια, δη δει χρημάτων. Με απλούστερα λόγια, λείπουν πόροι.
Πρέπει το υπουργείο Υγείας να προσγειωθεί στη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα, ο ιδιωτικός τομέας της Υγείας έχει γιγαντωθεί, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Από αυτόν αγοράζει υπηρεσίες ο ΕΟΠΥΥ, χωρίς να είναι σε θέση να εξασφαλίσει σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς για να προφυλαχθεί το Δημόσιο από την προκλητή ζήτηση εργαστηριακών εξετάσεων και θεραπειών.
Το 1948, ο Εργατικός υπουργός Υγείας της Βρετανίας, Μπέβαν, που ίδρυσε το εθνικό της σύστημα υγείας, το πρώτο που έπραξε ήταν να κρατικοποιήσει όλα τα ιδιωτικά ιδρύματα Υγείας και μετά να εντάξει στο σύστημα σχεδόν όλο το ιατρικό και νοσηλευτικό δυναμικό. Το ίδιο προσπάθησε να πράξει το 1982 ο Παρασκευάς Αυγερινός, αλλά λόγω έλλειψης πόρων δεν το επέτυχε. Εκτοτε, η ιδιωτική πρωτοβουλία πέρασε στην αντεπίθεση και μετά το 2004 κατάφερε ουσιαστικά να ελέγχει τον τομέα της Υγείας στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.
Σήμερα, ακόμα και να σκεφτεί κάποιος να ακολουθήσει τον δρόμο του Μπέβαν αποτελεί παραφροσύνη λόγω έλλειψης πόρων. Εκείνο όμως που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να εξασφαλίσει ένα σοβαρό σύστημα ελεγκτικών μηχανισμών για να περιορίσει δραστικά την προκλητή ζήτηση. Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει ότι η χώρα είναι πρωταθλήτρια στην κατανάλωση φαρμάκων, με τελευταία την Ολλανδία, παρότι εκείνη έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ελλάδα. Το 2015 η κατανάλωση αντιβιοτικών στην ΕΕ κυμάνθηκε από 10,7% στην Ολλανδία έως 36,1% στην Ελλάδα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.
Αυτό που πρέπει να επιδιωχθεί σήμερα είναι ένα υβριδικό σύστημα ανάλογο του γερμανικού, το οποίο θα χρησιμοποιήσει την ιδιωτική πρωτοβουλία αφού προηγουμένως εξασφαλίσει σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς για να μπορέσει να αντεπεξέλθει οικονομικά.
Σήμερα η βάση του συστήματος Υγείας θα πρέπει να στηριχθεί στην τρίτης γενιάς τηλεϊατρική, με «εγκέφαλο» ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο, και στην εξωνοσοκομειακή διάγνωση και θεραπεία. Ο οικογενειακός γιατρός με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα είναι πρακτικά ανέφικτο μέτρο. Ενας, δηλαδή, οικογενειακός γιατρός που δεν θα είναι απλώς συνταγογράφος ή παραπέμπων στα Κέντρα Υγείας ή στα νοσοκομεία, αλλά θα είναι ο ουσιαστικός γιατρός που ο πολίτης θα αποδέχεται και θα τον εμπιστεύεται ως πραγματικό θεράποντα. Θα είναι διαρκώς εκπαιδευόμενος καθώς θα ανεβαίνει συνεχώς η επιστημονική του στάθμη από την αμφίδρομη σχέση ιατρού – νοσοκομείου. Ο γιατρός αυτός θα είναι σε θέση να συγκρατεί τα μη σοβαρά περιστατικά και να προωθεί τα σοβαρά στα νοσοκομεία, περιμένοντας την τεκμηριωμένη απάντηση του νοσοκομείου πριν εφαρμόσει τη δέουσα θεραπεία, με την απαραίτητη ηλεκτρονική και γραμματειακή υποστήριξη. O σωστός συντονισμός του οικογενειακού γιατρού χρειάζεται ετήσια οικονομική υποστήριξη μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ και όχι εκατομμυρίων.
Χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του νομοσχεδίου, δηλαδή του «βαφτίζω το κρέας ψάρι και έτσι τρώω ψάρι», είναι το άρθρο 27 που προβλέπει την ίδρυση νοσοκομείου 22 κλινών στην Κάρπαθο με το όνομα Αγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος. Προφανώς αφήνει τη νοσηλεία των ασθενών στον Αγιο Ιωάννη τον Καρπάθιο, γιατί το άρθρο αυτό εξαιρεί το υπό σύσταση νοσοκομείο από Προεδρικό Διάταγμα περί νοσοκομείων και μεταφέρει το Κέντρο Υγείας Καρπάθου στο νοσοκομείο. Ετσι, το νοσοκομείο δεν θα διαθέτει ούτε χειρουργό ούτε καρδιολόγο για τα επείγοντα, ούτε οφθαλμίατρο ούτε ΩΡΛ ούτε αναισθησιολόγο. Δηλαδή δεν θα πληροί καμία προδιαγραφή που να το καθιστά νοσοκομείο.
Δυστυχώς, η ίδια φιλοσοφία διέπει και τη λειτουργία των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤοΜΥ), δηλαδή θεσμού ανάλογου προς τον οικογενειακό γιατρό, χωρίς φυσικά καμία ουσιαστική οικονομική υποδομή. Ισως, τελικά, η λειτουργία του όλου συστήματος Υγείας να επαφίεται στη χάρη του Αγίου Ιωάννη του Καρπάθιου.
Ο καθηγητής Δημήτρης Θ. Κρεμαστινός είναι αντιπρόεδρος της Βουλής, πρ. υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
ΤΑ ΝΕΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 01/07/2017 08:00 |
«Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο που ίδρυσε ο ίδιος το κόμμα των Φιλελευθέρων, η παράταξη διασπάστηκε σε κόμματα και κομματίδια χωρίς ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους αλλά με προσωπικές μικροφιλοδοξίες ή και μωροφιλοδοξίες των αρχηγών ή αρχηγίσκων τους.
Αν εξαιρέσει κανείς τη μικρή χρονική περίοδο της Ένωσης Κέντρου, η δημοκρατική παράταξη συνενώθηκε υπό την αρχηγία του Ανδρέα Παπανδρέου και κυβέρνησε τον τόπο επί πολλά χρόνια. Η περίοδος εκείνη ήταν ουσιαστικά η περίοδος της ίδρυσης του κοινωνικού κράτους, με τις επαναστατικές αλλαγές στην Υγεία, την Παιδεία και τα εργασιακά δικαιώματα. Υπήρξε η υλοποίηση του οράματος του Ιωάννη Καποδίστρια. Χωρίς τη συνένωση των δυνάμεων της δημοκρατικής παράταξης είναι άγνωστο ποιος, πότε και υπό ποιες συνθήκες θα υλοποιούσε όλα αυτά.
Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ που επί δεκαετίες το στήριζε και που πίστεψε προεκλογικά στις «σειρήνες», σήμερα πλήρως απογοητευμένος επιθυμεί να επανέλθει στον φυσικό του χώρο, στον χώρο που οριοθετείται ως Κεντροαριστερά. Αρκεί αυτός ο χώρος να οριοθετηθεί ιδεολογικά με σαφήνεια για να διασφαλιστεί ουσιαστικά η προοδευτική, δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας.
Όμως το να θέλει κάποιος να επανέλθει δεν είναι αρκετό για να επανέλθει. Απογοητευμένος σχεδόν από όλα τα κόμματα, δεν θέλει να ακούσει και πάλι έναν ξύλινο πολιτικό λόγο που δεν οδηγεί πουθενά και που σήμερα έχει πια αυτογελοιοποιηθεί.
Ο πολίτης θέλει να ακούσει ένα αξιόπιστο, τεκμηριωμένο και υλοποιήσιμο πρόγραμμα για να το πιστέψει και να το στηρίξει.
Πώς, για παράδειγμα, τεκμηριωμένα θα αντιμετωπιστεί το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα που απειλεί την ύπαρξη της χώρας.
Πώς θα επανέλθει το μισό περίπου εκατομμύριο ελλήνων επιστημόνων που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό και που τυχόν μόνιμη εγκατάστασή τους εκεί, με τις οικογένειές τους, θα επιτείνει ακόμα περισσότερο το δημογραφικό πρόβλημα.
Πώς θα επαναδιαπραγματευτεί την παραχώρηση της δημόσιας περιουσίας της χώρας που έχει παραχωρηθεί τουλάχιστον για έναν αιώνα.
Πώς στην πράξη και αναλυτικά θα αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή που υπολογίζεται σε 10 δισ. τον χρόνο. Το περίφημο «θα πατάξουμε τη φοροδιαφυγή» που ακούγεται από όλους τους πολιτικούς χώρους από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους δεν γίνεται πιστευτό από κανέναν πια.
Πώς, άμεσα, θα ελαφρυνθεί η φορολογία των μικρομεσαίων κυρίως στρωμάτων με ένα σύγχρονο και δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα αποτελέσει κίνητρο για υγιείς επενδύσεις, όχι για επενδύσεις τριτοκοσμικού τύπου.
Χωρίς τη σύλληψη της φοροδιαφυγής είναι αδύνατον να ελαττωθεί η σημερινή βαριά φορολογία. Μόνο με σοβαρές επενδύσεις θα διασφαλιστούν η παραγωγή και η ανάπτυξη.
Χωρίς την υλοποίηση της μαγικής λέξης που λέγεται «ανάπτυξη» ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων, όπως θα έλεγε και ο Δημοσθένης.
Χωρίς ανάπτυξη τα προγράμματα και η σοβαρότητα των συζητήσεων για την αναβίωση του κοινωνικού κράτους αποκτούν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, ενώ η υλοποίησή τους καθίσταται πρακτικά αδύνατη. Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα πρέπει αξιόπιστα να απαντήσει και να προβάλει η ευρύτερη δημοκρατική παράταξη.
Η πρωτοβουλία της προέδρου του ΠΑΣΟΚ κυρίας Γεννηματά να καλέσει όσους στήριξαν τις τελευταίες δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ να επανέλθουν υπό την αιγίδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι αναμφισβήτητα μια υγιής πρωτοβουλία. Ομως, για να υλοποιηθεί με επιτυχία πρέπει να υιοθετηθεί από όλους εκείνους που πιστεύουν στην προοδευτική, δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας.
Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ του 44% δεν κατανοεί εύκολα το γιατί οι διάφορες τάσεις, που και τότε υπήρχαν μέσα στο κόμμα και που σήμερα εκφράζονται υπό μορφή μικροκομμάτων χωρίς καμία ουσιαστική δημοσκοπική απήχηση, δεν προσέρχονται αυτονόητα ως άτομα και όχι ως κόμματα στο κάλεσμα του συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ δεν κατανοεί γιατί αυτοί που έχουν υπηρετήσει σε διάφορες κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές θέσεις, όντας στελέχη του κραταιού ΠΑΣΟΚ, σήμερα προτάσσουν τις προσωπικές τους μικροφιλοδοξίες πριν από την ενότητα του δημοκρατικού χώρου.
Χωρίς ενιαίο μέτωπο της Κεντροαριστεράς στο σύνολό της δεν μπορεί να συντελεστεί μια αξιόπιστη και επωφελής επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Αν δεν επιτευχθεί η ενότητα του χώρου της Κεντροαριστεράς, η πόλωση που θα επικρατήσει στις προσεχείς εκλογές θα καθορίσει το πού θα κατευθυνθεί το εκλογικό σώμα. Όμως το βέβαιο είναι ότι το εκλογικό σώμα θα τιμωρήσει τους μικροφιλόδοξους αρνητές της ενότητας της δημοκρατικής παράταξης. Γιατί, απλούστατα, παραφράζοντας τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, ο κόσμος θα σκεφτεί το «Σαν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει» η ψήφος μας.
Ο καθηγητής Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός είναι αντιπρόεδρος της Βουλής, τ. υπουργός