Ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, θα εισηγηθεί τη Δευτέρα στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό ο οποίος θα διαμορφωθεί από 650 σε 663 ευρώ
Παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εξαιτίας της πανδημίας, το Μέγαρο Μαξίμου άναψε το πράσινο φως για την συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% ( 13 ευρώ).

Σύμφωνα με τη διαδικασία, που έχει ήδη ολοκληρωθεί, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης θα εισηγηθεί τη Δευτέρα στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό ο οποίος θα διαμορφωθεί από 650 σε 663 ευρώ και το νέο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών το οποίο θα διαμορφωθεί από 29.04 σε 29.62 ευρώ. Η εφαρμογή δε θα έχει αναδρομική ισχύ αλλά ο αυξημένος κατώτατος μισθός θα αρχίσει να καταβάλλεται άμεσα στους εργαζόμενους μόλις υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση.

Η στάθμιση των δεδομένων ήταν δύσκολη για την κυβέρνηση καθώς το σύνολο των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων είχε ταχθεί υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, με το επιχείρημα ότι οι επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η πανδημία θα είναι δυσμενείς για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.

Βασικό μέγεθος αποτελεί η καταγεγραμμένη ύφεση 8,2% το 2020, λόγω του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή, για το 2021, υπάρχουν θετικές εκτιμήσεις για την προοπτική της οικονομίας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μιλά για ανάπτυξη 4,2%. Από την άλλη πλευρά σε δύσκολη θέση βρίσκονται οι επιχειρήσεις κυρίως οι μικρομεσαίες που επλήγησαν.

Ωστόσο για την τελική απόφαση , ελήφθησαν υπόψη οι ανάγκες των εργαζόμενων και οι ανατιμήσεις των προϊόντων καθώς και η ψυχολογία της αγοράς.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του οικονομικού επιτελείου, η έστω και συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού θα τονώσει την ψυχολογία της αγοράς και θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.

Ετσι ο νέος κατώτατος μισθός για τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα με 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία ο νέος μισθός διαμορφώνεται στα 663 ευρώ. Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια διαμορφώνεται σε 729.3 ευρώ.

Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795.6 ευρώ και για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861.9 ευρώ.

Την ίδια φιλοσοφία της συμβολικής αύξησης για την τόνωση της ψυχολογίας της αγοράς ακολούθησαν και άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Γαλλία και η Μάλτα (1%), η Πολωνία 7.7% και η Κροατία 4.6%. Τη μεγαλύτερη αύξηση 16.3% αποφάσισε η Λετονία η οποία όμως αντιστοιχεί σε μόλις 0.41 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μισθοί στις πρώην ανατολικές χώρες είναι εξαιρετικά χαμηλοί.

https://www.protothema.gr/economy/article/1145988/sta-663-euro-o-neos-katotatos-misthos-auxanetai-kata-2/

Τη Δευτέρα 26 Ιουλίου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου

Τη Δευτέρα 26 Ιουλίου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου και κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη.

Το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημοσιοποίησε σήμερα στην ιστοσελίδα του το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης που συνέταξε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, καθώς και όλες τις σχετικές εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, τα υπομνήματα των κοινωνικών εταίρων και τα σχετικά πρακτικά της προφορικής διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε στις 24/5/2021.

Η άποψη του ΚΕΠΕ είναι ότι δεν υπάρχουν εμπειρικές ενδείξεις που να μπορούν με βεβαιότητα να στηρίξουν τη μία ή την άλλη άποψη. Επιπλέον, το επιχείρημα για την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία δεν κρίνεται ισχυρό, διότι πρόκειται για παραβατική συμπεριφορά, η αντιμετώπιση της οποίας δεν μπορεί να στηριχτεί σε έναν χαμηλό κατώτατο μισθό ως αντικίνητρο. Εναπόκειται, λοιπόν, στην κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες ελέγχου και καταστολής παραβατικών συμπεριφορών. Ενδεχομένως, η σταθερότητα του κατώτατου μισθού εν αναμονή εξελίξεων μέχρι το τέλος του έτους, να είναι μια ασφαλής επιλογή. Από την άλλη πλευρά, η πιθανή ώθηση που θα έδινε μια έστω συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού, ίσως να είχε θετικές επιπτώσεις στην εσωτερική ζήτηση οδηγώντας σε ταχύτερη ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας.

«Πρακτικά, μια αύξηση του κατώτατου μισθού ενδέχεται να προκαλέσει πράγματι αύξηση της εγχώριας ζήτησης και να τονώσει την εγχώρια παραγωγή, όπως υποστηρίζει η ΓΣΕΕ. Στα αρνητικά σημεία, όμως, είναι ότι η αύξηση της ζήτησης ενδεχομένως να αφορά σε εισαγόμενα προϊόντα και, άρα, να οδηγήσει σε χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου. Στα θετικά επιχειρήματα πρέπει να συμπεριλάβει κανείς ότι η αύξηση του κόστους εργασίας θα ωθήσει τις επιχειρήσεις στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης του παραγωγικού συντελεστή το κόστος του οποίου αυξήθηκε και, άρα, σε μείωση του κόστους παραγωγής μεσοπρόθεσμα (καθώς θα χρησιμοποιείται λιγότερη εργασία). Ωστόσο, εν τω μεταξύ, κάποιοι θα μείνουν άνεργοι. Προκειμένου αυτή η προοπτική να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή, πρέπει να λειτουργεί ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας των εργαζομένων έναντι του κινδύνου της ανεργίας και ενεργητικές πολιτικές που θα διευκολύνουν την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι αναγκαία για να αντισταθμιστεί η μείωση της ζήτησης εργασίας που θα προέλθει από τις επιχειρήσεις που υποκαθιστούν εργασία με κεφάλαιο, άρα η οικονομία πρέπει να βρίσκεται στο ανοδικό τμήμα του οικονομικού κύκλου» επισημαίνεται στο πόρισμα νπου κατέθεσε στον υπουργό Εργασίας. Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι τέτοιες προϋποθέσεις δεν συντρέχουν στην ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας προς το παρόν

Στη διαβούλευση που ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου συμμετείχαν:
- Εκ μέρους των εργαζομένων η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.)
- Εκ μέρους των εργοδοτών, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (Σ.Β.Ε.) ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και
Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.) και ο Σύνδεσμός Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.)
- Τα εξής επιστημονικά ινστιτούτα και φορείς:
1. Τράπεζα της Ελλάδος
2. Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.)
3. Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.)
4. Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών ΚΕΠΕ
5. Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.)
6. Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.)
7. Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ)
8. Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. (ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ)
9. Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ε.Σ.Ε.Ε.(ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ)
10. Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε. (INSETE)
11. Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.).

Οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων

Η πρόταση του ΚΕΠΕ

Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης του νομοθετικώς καθορισμένου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης του ΚΕΠΕ καταγράφει τις προτάσεις των διαβουλευομένων
κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου.

Από τη διαδικασία της διαβούλευσης δεν προκύπτει σύγκλιση απόψεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού. Αν και όλοι αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που έχει επιφέρει η πανδημία του κορωνοïού στην ελληνική και την παγκόσμια οικονομία, η προσέγγιση αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού είναι εξαιρετικά διαφορετική κυρίως ως απότοκο των διαφορετικών προσδοκιών και εκτιμήσεων αναφορικά με τις επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού.

Ειδικότερα, οι εργοδοτικοί φορείς προκρίνουν τη διατήρηση του ΚΜ στο σημερινό του επίπεδο, ενώ ορισμένοι αναφέρουν ως μέτρο στήριξης των εργαζομένων και της εγχώριας ζήτησης την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών, αλλά όχι συνταξιοδοτικών, κρατήσεων.

Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ προκρίνει μια αρκετά υψηλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, με στόχο τα 751 ευρώ μηνιαίως άμεσα και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησης του ΚΜ στα 809 ευρώ στους επόμενους 14 μήνες. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε ότι κανένας από τους κοινωνικούς εταίρους δεν προκρίνει την επιλογή της μείωσης του κατώτατου μισθού.

Προκειμένου η όποια μεταβολή στο ύψος του κατώτατου μισθού να έχει τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις, είναι καλό να υπάρχει ευρύτερη αποδοχή από τους κοινωνικούς εταίρους. Στην προηγούμενη διαβούλευση που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του
2018, πριν την πιο πρόσφατη μεταβολή του κατώτατου μισθού, υπήρχε γενικά, κυρίως λόγω της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μια σχετική σύγκλιση στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Αντιθέτως αυτή τη φορά υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των
προτάσεων των κοινωνικών εταίρων.

Η ανάλυση των Εθνικών Λογαριασμών δείχνει ότι η θετική πορεία του προϊόντος, που είχε αρχίσει από το 2017, ανακόπηκε βίαια το 2020 ως επακόλουθο της εξωγενούς πανδημίας, ενώ μείωση κατέγραψε τόσο η συνολική όσο και η μισθωτή απασχόληση με πιο εντυπωσιακή τη μείωση των ωρών εργασίας. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγόμενου προϊόντος ανά εργατοώρα (παραγωγικότητας).

Οι μέσες αμοιβές ανά απασχολούμενο σε τρέχουσες τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, ενώ σε πραγματικούς όρους, λόγω του έρποντος αποπληθωρισμού, κατέγραψαν μικρή αύξηση. Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας,  επιδεινώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Λόγω των δημοσιονομικών μέτρων προστασίας των πληττόμενων από την πανδημία σημειώθηκε επιδείνωση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το οποίο για το 2020 έφτασε το -9,7% του ΑΕΠ, ενώ την περίοδο 2017- 2019 η γενική κυβέρνηση κατέγραψε μικρά πλεονάσματα.

Η ανάλυση της ελληνικής αγοράς εργασίας δείχνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση εκτός ισορροπίας και σε αυτό συνέβαλλαν η πανδημία αλλά και τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης. Παρά τη μειούμενη ανεργία, τα σημάδια από την απασχόληση δεν είναι ενθαρρυντικά, τόσο με γνώμονα τον αριθμό των (νέων) απασχολούμενων, όσο και τις ώρες απασχόλησης. Είναι πιθανό να επιστρέψουμε γρήγορα στην κανονικότητα και η αγορά εργασίας να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, με νέα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί με βεβαιότητα και εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας εντός και εκτός της χώρας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού είναι αρνητική και εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις μικρές επιχειρήσεις Επίσης, φαίνεται ότι η επίδραση του κατώτατου μισθού διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Σε περιόδους έντονης ύφεσης η αρνητική σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και απασχόλησης εμφανίζεται εξόχως δυσμενής, ενώ περιορίζεται και εξαφανίζεται όσο βελτιώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Αν και για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας η αρνητική σχέση της απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό αποδυναμώνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης του ΑΕΠ, όσον αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού, η αντίστοιχη αρνητική σχέση καθίσταται στατιστικά ασήμαντη σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι οι μικρές, οριακές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη είναι σαφώς πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει μια αύξησή του. Αυτό εντείνεται αν λάβουμε υπόψη ότι οι κλάδοι που έχουν πιο πολλούς απασχολούμενους οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι επίσης και οι κλάδοι όπου υπήρξαν οι περισσότερες αναστολές εργασίας λόγω της πανδημίας.

Με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα, η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού φαίνεται ότι είχε περιορισμένη επίδραση στην απασχόληση επιβεβαιώνοντας ότι η αρνητική επίδραση είναι αμελητέα σε περιόδους ανάπτυξης. Από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού περιορίζονται μόνο στους απασχολούμενους που τον λαμβάνουν και είναι συμβατές με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, γι’ αυτό και το αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση είναι χαμηλής έντασης.

Η διεθνής συγκυρία με την εξάπλωση της πανδημίας του κορoνοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ χωρών και οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης για το σύνολο των χωρών δεν μπορεί να αγνοηθεί στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Στη χώρα μας η οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων επί μεγάλο χρονικό διάστημα είτε είχε παγώσει, είτε είχε παύσει με κρατική εντολή, ενώ ακόμα και σήμερα η κανονικότητα δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως. Μεγάλο στοίχημα για την πορεία της χώρας είναι οι εξελίξεις στον τουρισμό αλλά ακόμα και αυτός εξαρτάται από τις πολιτικές που θα εφαρμόσουν άλλες χώρες.

Αρκετές και σημαντικές διευκολύνσεις έχουν ήδη δοθεί με αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο στην ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία. Αυτές φαίνεται ότι λειτούργησαν, αφού η απασχόληση συγκρατήθηκε. Το μεγάλο στοίχημα είναι η διατήρηση της απασχόλησης όταν η κρατική στήριξη θα αποσύρεται, ενώ μεσομακροχρόνιος στόχος παραμένει η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι αρχικά δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν αρκετές, ήδη οριακές, επιχειρήσεις και να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην απασχόληση και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και λελογισμένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καθώς και τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές που επηρεάζουν μισθωτούς και επιχειρήσεις το ΚΕΠΕ (καθώς και ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων) θεωρούν ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.

Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει, ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας.

Η επιφυλακτική πρόταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών. Κάποια από τα μέλη της έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης. Άλλα μέλη της, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση  αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα καισε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στην – συνολικά – θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019.

Συνεπώς, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.

Τέλος, ως γενικότερη αρχή τόσο το ΚΕΠΕ όσο και τα μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι οι αποφάσεις που θα αφορούν την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Γενικότερα η έγκαιρη αναγγελία τους, καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές. Εφόσον η πρόταση Οδηγίας18 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνει δεκτή και η ελληνική νομοθεσία εναρμονιστεί σε αυτή ίσως είναι σκόπιμος ένας προγραμματισμός με βάση τον τελικό στόχο και τη μεταβατική περίοδο που θα ορίζεται.

https://www.imerisia.gr/ergasia/18804_tin-deytera-klironei-gia-ton-katotato-mistho-oi-protaseis-ton-etairon-kai-oi

Καθώς βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τη λήψη των αποφάσεων, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, προφανώς κρατά κλειστά τα χαρτιά του, ενόψει της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, σε σχετικές ερωτήσεις τονίζει ωστόσο ότι θα ληφθούν υπόψη όλα τα δεδομένα με τρόπο τεκμηριωμένο και επιστημονικό και με βάση τις αντοχές της οικονομίας.

 

Το υπουργείο Εργασίας, που θα υποβάλει τη σχετική εισήγηση στο υπουργικό συμβούλιο, σταθμίζει τρεις παράγοντες:

- Τις εισηγήσεις κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης, η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία. Σημειώνεται ότι το μοντέλο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, ύστερα από διαβούλευση, εφαρμόζεται ευρέως διεθνώς και περιλαμβάνεται σε πρόταση Οδηγίας της ΕΕ που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.

- Στο πλαίσιο που διαμορφώνει η πανδημία, την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες που επλήγησαν.

- Τις ανάγκες των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις θα ληφθούν με καταγεγραμμένη ύφεση 8,2% το 2020, λόγω του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή, για το 2021, υπάρχουν θετικές εκτιμήσεις για την προοπτική της οικονομίας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μιλά για ανάπτυξη 4,2%.

Σύμφωνα με πληροφορίες, αναφορικά με τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων, τα δεδομένα, σύμφωνα με το πόρισμα του ΚΕΠΕ, που συνοψίζει τα αποτελέσματα της διαβούλευσης και το οποίο υπεβλήθη στον υπουργό Εργασίας, έχουν ως εξής:

- Το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τάσσονται υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, επικαλούμενοι τις επιπτώσεις της πανδημίας και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.

- Υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού τάσσονται επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ.

- Το ΕΙΕΑΔ (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού) εισηγείται δύο επιλογές: είτε διατήρηση του μισθού στα 650 ευρώ με παράλληλα μέτρα αύξησης της αγοραστικής δύναμης είτε αύξησή του κατά 1,53%.

 

- Αύξηση του κατώτατου μισθού εισηγείται η ΓΣΕΕ. Συγκεκριμένα, ζητά να ανέλθει στα 751 ευρώ άμεσα και στα 809 ευρώ από τα μέσα του 2022.

Ως προς τις επιπτώσεις στην οικονομία, στο πόρισμα του ΚΕΠΕ επισημαίνεται ότι «οι μικρές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη και οι οποίες έχουν ήδη δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία, είναι πιο ευαίσθητες σε αλλαγές στον κατώτατο μισθό» και προστίθεται:

«Στην παρούσα συγκυρία, οι εφαρμοσμένες πολιτικές οφείλουν πρωτίστως να διατηρήσουν τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες, μέχρι σήμερα, τελούν υπό την απαγόρευση των απολύσεων.

Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων ακόμα και σήμερα βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας από το κράτος, λόγω πανδημίας (επιδοτήσεις, αναβολή πληρωμών, κλπ).

Προτεραιότητα είναι να μην παρατηρηθούν αθρόες απολύσεις ούτε και οριστικό κλείσιμο βιώσιμων επιχειρήσεων, ενώ θα πρέπει να αποκατασταθούν η βελτίωση της απασχόλησης και η αποκλιμάκωση της ανεργίας».

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τα συμπεράσματα της τελευταίας (Απρίλιος 2021) έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία 4 στις 10 (38,2%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους κατά το επόμενο διάστημα, περισσότερες από τις μισές περιμένουν μείωση του κύκλου εργασιών, της ζήτησης, των παραγγελιών και της ρευστότητας, ενώ το 63,1% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία θα διαρκέσει για τουλάχιστον 2 χρόνια.

Αξιοσημείωτες είναι εξάλλου οι επισημάνσεις σχετικά με την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού.

Όπως σημειώνεται, ανεξάρτητα από τις όποιες αποφάσεις ληφθούν από το υπουργικό συμβούλιο, οι πραγματικοί μισθοί το τελευταίο δωδεκάμηνο αυξήθηκαν κατά περίπου 2,5%, αν ληφθεί υπόψη ο αρνητικός πληθωρισμός και, κυρίως, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

Σε σχέση με τις αυξήσεις που δόθηκαν στις άλλες χώρες της ΕΕ το προηγούμενο διάστημα, αρμόδιοι παράγοντες υπογραμμίζουν ότι μόνο σε 9 από αυτές η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης).

Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 2 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.

Αρμόδιοι παράγοντες αναφέρουν τέλος ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα που είναι 650 ευρώ (ονομαστικός μισθός, 758 ευρώ, αν ληφθεί υπόψη ότι καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο), κατατάσσει τη χώρα μας στο μέσο της ευρωπαϊκής κατάταξης.

Συγκεκριμένα, στην 11η θέση με βάση τον ονομαστικό και στη 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων και των επιστημονικών φορέων για τον κατώτατο μισθό συνοψίζονται ως εξής:

ΓΣΕΒΕΕ: Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.

ΓΣΕΕ: Για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.

ΕΣΕΕ: Ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού σήμερα θα είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί η βιωσιμότητα των ΜμΕ, οι οποίες είναι ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας, ενώ θα επέφερε ισχυρές αναταράξεις σε θέσεις εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο (νέοι εργαζόμενοι και ευέλικτες μορφές απασχόλησης) ή σε ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κλάδους.

ΣΒΕ: Ο κατώτατος μισθός να παραμείνει και την επόμενη χρονιά στο ύψος των 650 ευρώ, αλλά να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και να εξεταστούν πιθανά άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους.

ΣΕΒ: Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας.

ΣΕΤΕ: Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μία αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.

Επιστημονικοί φορείς

Τράπεζα της Ελλάδος: Δεν υπάρχει περιθώριο για μία αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021.

ΙΟΒΕ: Το τρέχον επίπεδο του κατώτατου μισθού δεν είναι ούτε ιδιαίτερα χαμηλό ούτε ιδιαίτερα υψηλό. Συνεπώς, τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας.

ΕΙΕΑΔ: Επιλογή 1: Διατήρηση στα 650 ευρώ με συνοδευτικά μέτρα ενίσχυσης των χαμηλόμισθων (π.χ. αναψηλάφηση του ζητήματος των τριετιών, μικρή αύξηση του αφορολόγητου).

Επιλογή 2: Αύξηση κατά 1,53% που αντιστοιχεί το ήμισυ της αναμενόμενης αύξησης της παραγωγικότητας για το 2022.

ΚΕΠΕ: Ίσως να ήταν σκόπιμο η χώρα μας να απέχει από επιλογές που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν αρκετές, ήδη οριακές, επιχειρήσεις και να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην απασχόληση και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Οποιαδήποτε αλλαγή στο ύψος του κατώτατου μισθού προφανώς θα ενσωματώσει τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές μισθωτών και επιχειρήσεων.

Εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.

https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/ergasiaka/349448/stin-teliki-eftheia-gia-ton-katotato-mistho-stis-26-7-oi-apofaseis-sto-ypourgiko

Σε κρίσιμη φάση εισέρχεται την ερχόμενη εβδομάδα η διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού η οποία θα ολοκληρωθεί στα μέσα Ιουλίου, ενώ στο τραπέζι μπαίνει ξανά από τον ΣΕΒ το θέμα της κατάργησης των παγωμένων τριετιών.

 

Εντός της εβδομάδας και ειδικότερα αύριο, Δευτέρα, οι κοινωνικοί εταίροι, εργοδοτικοί φορείς και ΓΣΕΕ αναμένεται να πραγματοποιήσουν προφορική διαβούλευση (διαδικτυακά) κατά την οποία θα εκφράσουν τις θέσεις τους για τον κατώτατο μισθό.

Όπως έχει γράψει η «Η» το επικρατέστερο σενάριο είναι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ να παραμείνει παγωμένος έως το τέλος του 2021 και τις αρχές του 2022, όταν θα εκκινήσει εκ νέου η ετήσια διαδικασία αναπροσαρμογής του. Ορισμένα σενάρια δεν αποκλείουν οριακή αύξηση 1% έως 2%, για ψυχολογικούς κυρίως λόγους ανάταξης της αγοράς.

Όπως τονίζουν αξιωματούχοι του οικονομικού επιτελείου «προέχει η ανάκαμψη της οικονομίας και η επάνοδος του αναπτυξιακού κύκλου». Στο πλαίσιο αυτό η ουσιαστική αύξηση θα πρέπει να αναμένεται στο πλαίσιο της επόμενης ετήσιας αναπροσαρμογής, που θα εκκινήσει και θα ολοκληρωθεί το 2022.

Σύμφωνα με τη διαδικασία για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου οι εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα ινστιτούτα των κοινωνικών φορέων συνέταξαν και υπέβαλλαν στην αρμόδια επιτροπή τις εκθέσεις τους για τον κατώτατο μισθό.

Οι εργοδοτικοί φορείς στις εκθέσεις τους τάσσονται υπέρ του παγώματος του μισθού στα σημερινά επίπεδα (650 ευρώ) επικαλούμενοι τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον κύκλο εργασιών τους.

«Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας» τονίζει στην έκθεση του ο ΣΕΒ, αφήνοντας ένα ελάχιστο περιθώριο για αύξηση πιθανόν της τάξης του 1% όπως συνέβη και σε άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ με στόχο την ανάταση της ψυχολογίας της αγοράς.

Από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί φέτος στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού του ΟΟΣΑ.

Ξανά οι παγωμένες τριετίες στο τραπέζι
Παράλληλα, ωστόσο, ο ΣΕΒ επανέρχεται στο θέμα της κατάργησης των παγωμένων τριετιών κάνοντας λόγο για τον ορισμό του μισθού ως μία «μοναδική αξία» που προβλέπουν και οι διεθνείς καλές πρακτικές. Υπενθυμίζεται πως εκκρεμεί δίκη στο ΣτΕ για την υπόθεση των παγωμένων τριετιών, μετά από προσφυγή των βιομηχάνων.

Με την επικείμενη απόφασή τους οι δικαστές θα κρίνουν αν χιλιάδες μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα για επιδόματα προϋπηρεσίας το 2012 τα δικαιούνται ακόμη ή θα τα χάσουν καταγράφοντας απώλειες μισθού έως και 195 ευρώ το μήνα. Οι βιομήχανοι που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητούν «γυμνό» μισθό για όλους χωρίς 3ετίες έστω και «παγωμένες» από το 2012 και ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας. Εφόσον η απόφαση των δικαστών είναι θετική για τους εργαζόμενους, τότε οι μισθοί θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή στο ύψος στο οποίο διαμορφώθηκαν από τον Φλεβάρη του 2019 και μετά.

Ακολούθως ο νέος κατώτατος μισθός θα πρέπει να έχει προσαυξήσεις προϋπηρεσίας για όσους είχαν πάνω από 3 χρόνια εργασίας έως τον Φεβρουάριο του 2012.

Αν, όμως, η απόφαση του δικαστηρίου είναι αρνητική για τους εργαζόμενους – γίνει, δηλαδή, δεκτή η προσφυγή των βιομηχάνων – τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, τα οποία υπολογίζονται επί του νέου κατώτατου μισθού των 650 ευρώ.

Επίσης ο νέος μισθός θα είναι γυμνός από προσαυξήσεις και ενιαίος για όλους. Δεδομένου ότι από το 2012 ισχύει πλαφόν για την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας στο 30%, το ανώτατο ύψος των επιδομάτων που διακυβεύεται είναι έως 195 ευρώ το μήνα.

Αναλυτικά στις εκθέσεις τους οι φορείς επισημαίνουν:
ΣΕΒ: Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, και για την υποστήριξη του διαθεσίμου εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα δημιουργίας και αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία «μοναδική αξία», αποτελεί σημαντική σύγκλιση προς τις διεθνείς καλές πρακτικές. Στον βαθμό στον οποίο θα είναι ουσιαστικός ο ρόλος και θα ενδυναμωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εμπεριστατωμένη διαβούλευση η οποία θα οδηγεί σε ισορροπημένες κυβερνητικές αποφάσεις ως προς το εκάστοτε ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού.

ΓΣΕΒΕΕ: Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020.

Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για την διατήρηση των θέσεων εργασίας.

ΕΣΕΕ: Σε αυτό το ρευστό και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα.

ΣΕΤΕ: Μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ιδιαίτερα στις σημερινή συγκυρία που έχει δημιουργήσει η πανδημία, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφέρει είτε τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του ρυθμού μείωσης της ανεργίας, είτε και την περαιτέρω διόγκωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και πιθανότατα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, με αποδοχές πολύ χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό και με σημαντικές αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις αλλά και δημιουργία καταστάσεων αθέμιτου ανταγωνισμού

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.

Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020.

Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.

ΓΣΕΕ (ΙΝΕ): Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναφορικά με την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να γίνει βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος. Για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ δίνει επίσης έμφαση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων το οποίο στην Ελλάδα είναι χαμηλό (26%) σε σχέση με άλλες χώρες τις ΕΕ. Όπως τονίζει στην έκθεσή της « πέραν της αύξησης του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που προστατεύονται από την εργοδοτική παραβατικότητα με συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας.

https://www.imerisia.gr/ergasia/14651_katotatos-misthos-pago-sta-650eu-kai-katargisi-trietion-zitoyn-ergodotikoi-foreis?utm_source=ethnosgr&utm_medium=homepage

Από τα ψηλά ξεκινά η μάχη των μισθών, με τη ΓΣΕΕ να καταθέτει επίσημα πρόταση για αύξηση κατά 159 ευρώ στον κατώτατο μισθό ώστε να διαμορφωθεί φέτος στα 809 ευρώ από τα 650 ευρώ.

Πρόκειται για αύξηση της τάξης του 24,4%, δηλαδή υπερδιπλάσιας εκείνης που δόθηκε προεκλογικά το 2019, όταν τα 586 ευρώ έγιναν 650 ευρώ (+10,9%) από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ολα δείχνουν ότι φέτος θα δοθεί νέα αύξηση από την κυβέρνηση της Ν.Δ. και σε αυτό το ενδεχόμενο συνηγορεί αφενός ότι το 2020 ο κατώτατος μισθός έμεινε στα 650 ευρώ διότι η αύξηση του ΣΥΡΙΖΑ υπερκάλυψε και το 2019, αλλά και το 2020, και αφετέρου επειδή τα στοιχεία της μελέτης στα οποία βασίστηκε η πρόταση που παρουσίασε χθες η ΓΣΕΕ συνηγορούν υπέρ μιας νέας και εξίσου σημαντικής αύξησης για τον κατώτατο μισθό.

Μελέτη

Η μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επικαλείται στοιχεία Ευρωπαϊκών και Διεθνών Οργανισμών (Eurostat και ΟΟΣΑ) από τα οποία τεκμηριώνεται ότι ο κατώτατος μισθός για να φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο επαρκούς διαβίωσης θα πρέπει να ανέλθει στο 60% του διάμεσου μισθού εργαζομένων πλήρους απασχόλησης με άμεση αύξηση πρώτα στα 751 ευρώ και ακολούθως στα 809 ευρώ.

Σύμφωνα με τη Eirostat, το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης για την Ελλάδα αντιστοιχεί σε κατώτατο μισθό 783 ευρώ, ενώ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αντιστοιχεί σε κατώτατο μισθό 809 ευρώ.

Σε αυτές τις παραδοχές βασίζει η ΓΣΕΕ την πρότασή της να ανέλθει μέσα στο 2021 ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ, βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος.

Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Η, δε, άμεση επαναφορά του στα 751 ευρώ θα δώσει ώθηση κατά 0,86% στο ΑΕΠ το 2021 και 1,06% το 2022, ενώ θα πέσει η ανεργία κατά 0,05% το 2021 και 0,59% το 2022.

Crash test

Σημειώνεται, δε, πως παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης «χτύπησαν» όλες τις χώρες, εντούτοις 17 χώρες αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, και από αυτές οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019.

Με στοιχεία αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού η Ελλάδα είναι στην 5η χαμηλότερη σε όλη την Ε.Ε. Επιπλέον, είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση δύναμης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο.https://eleftherostypos.gr/oikonomia/756978-pros-gennaia-ayxisi-244-ston-katotato-mistho/

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot