Ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο στον σημερινό αβέβαιο κόσμο, όμως τώρα μια νέα επιχείρηση start-up, η Humai, ίσως καταφέρει να μας απαλλάξει και από αυτό το… πρόβλημα, αφού υπόσχεται να μεταφέρει τη συνείδησή μας σε νέα, τεχνητά σώματα.
Ακούγεται σαν επιστημονική φαντασία και προς το παρόν αυτό είναι, καθώς καμία από τις τεχνολογίες που απαιτεί το business plan της Humai δεν τελεί σήμερα υπό εφαρμογή. Αυτό όμως δεν αποθαρρύνει τον Josh Bocanegra, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, ο οποίος εξαγγέλλει ότι η ομάδα του θα αναστήσει το πρώτο ανθρώπινο ον εντός της επομένης 30ετίας.
«Ναι, είναι ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα, αλλά ακριβώς γι’ αυτό είμαι ενθουσιασμένος με τη δουλειά μου»
Πώς λοιπόν ξεκινάς για να μεταφέρεις τη συνείδηση ενός ατόμου στο σώμα ενός ρομπότ; Όπως εξηγεί η Humai στον ιστότοπό της: «Χρησιμοποιούμε την τεχνητή νοημοσύνη και τη νανοτεχνολογία προκειμένου να αποθηκεύσουμε δεδομένα για τους τρόπους ομιλίας, τα πρότυπα συμπεριφοράς, τις διαδικασίες σκέψης, και πληροφορίες για το πώς λειτουργεί το σώμα σας από μέσα προς τα έξω.
»Αυτά τα δεδομένα θα κωδικοποιηθούν σε τεχνολογίες πολλαπλών αισθητήρων, οι οποίες θα εγκατασταθούν σε ένα τεχνητό σώμα με τον εγκέφαλο ενός νεκρού ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της κλωνοποίησης, θα αποκαταστήσουμε τον εγκέφαλο καθώς ωριμάζει».
Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ενώ ακούγεται σαν «ανέβασμα» των εγκεφάλων μας σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ουσιαστικά η εταιρεία θέλει να τους καταψύξει κρυογενετικά και να τους τοποθετήσει σε άλλα σώματα μελλοντικά, όταν πλέον η τεχνολογία θα είναι έτοιμη να τους επισκευάσει.
«Οι λειτουργίες του τεχνητού σώματος θα ελέγχονται με τις σκέψεις σας μέσω μέτρησης εγκεφαλικών κυμάτων. Καθώς ο εγκέφαλος γερνάει, θα χρησιμοποιήσουμε τη νανοτεχνολογία για να επισκευάσουμε και να βελτιώσουμε τα κύτταρα. Η τεχνολογία της κλωνοποίησης επίσης θα μας βοηθήσει σ' αυτό» δηλώνει ο Bocanegra στο περιοδικό «Popular Science».
Μπορεί το πλάνο να μοιάζει αρκετά σαφές, στην πραγματικότητα όμως επιστήμονες σε όλον τον κόσμο παλεύουν εδώ και δεκαετίες κι ακόμα δεν έχουν αποδείξεις ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Πράγματι, καταφέραμε να χρησιμοποιήσουμε τα εγκεφαλικά κύματα για να ελέγξουμε τεχνητά άκρα, ρομπότ ή και χέρια άλλων ανθρώπων, το να κάνεις όμως έναν αποσπασμένο εγκέφαλο να σκεφτεί και να ελέγξει ανεξάρτητα ένα σώμα είναι άλλη ιστορία…
Μπορεί το πλάνο να μοιάζει αρκετά σαφές, στην πραγματικότητα όμως επιστήμονες σε όλον τον κόσμο παλεύουν εδώ και δεκαετίες κι ακόμα δεν έχουν αποδείξεις ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτόΕξάλλου γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο ότι ο εγκέφαλός μας δεν λειτουργεί μόνος του όταν ρυθμίζει τις πράξεις και τη συμπεριφορά μας. Αντιθέτως, λαμβάνει πληροφορίες από τις ορμόνες ή άλλα μέρη του σώματος, ακόμα και από βακτήρια που ζουν στο έντερό μας.
Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν που οι ειδικοί δεν σπεύδουν να εγγραφούν συνδρομητές στο newsletter της Humai. O Michael Maven, Βρετανός σύμβουλος λογισμικού, δηλώνει πως η εν λόγω ιδέα βρίσκεται πολύ κοντά στο αδύνατο – και όχι μόνο επειδή ο Bocanegra έχει μόνο μια πενταμελή ομάδα με δύο ερευνητές και καθόλου επιχειρηματικό κεφάλαιο. «Πώς θα τον συνδέσει (τον εγκέφαλο) με μια μηχανή;» διερωτάται. «Δεν τον βάζεις απλά σαν βύσμα σε θύρα USB. Η νανοτεχνολογία δεν είναι απάντηση, είναι καραμέλα.»
Ο Andrea Riposati, ειδικός σε θέματα τεχνητής νοημοσύνης, προχωρά ακόμη περισσότερο και αμφισβητεί τη φερεγγυότητα του εγχειρήματος, εξηγώντας ότι επιστημονικά δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι η απαραίτητη τεχνολογία θα έχει αναπτυχθεί σε 30 χρόνια.
O Bocanegra όμως του απαντά ότι η Humai είναι αξιόπιστη. «Ναι» παραδέχεται, «είναι ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα, αλλά ακριβώς γι’ αυτό είμαι ενθουσιασμένος με τη δουλειά μου».
Υπάρχει, τέλος, κι ένας άλλος λόγος αμφιβολίας. Η τελευταία start-up του Bocanegra ήταν το LoveRoom, κάτι μεταξύ Airbnb και ΟΚ Cupid, που καλούσε ελκυστικούς εμφανισιακά ανθρώπους να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο και να δουν αν ταιριάζουν…
Καλή ιδέα για κάποιους, αλλά δεν παρέχει τα εχέγγυα ότι ο εμπνευστής της μπορεί να φέρει την επανάσταση σε έναν επιστημονικό τομέα όπου τα μεγαλύτερα μυαλά του κόσμου, με πολυπληθείς ερευνητικές ομάδες και άφθονη χρηματοδότηση, τα έχουν βρει σκούρα.
Με πληροφορίες από Science Alert
Η ανθρώπινη διαίσθηση γενικά θεωρείται κάτι το οποίο οι μηχανές δεν θα μπορούσαν ποτέ να αντιγράψουν, ωστόσο αυτό ίσως τελικά να μην ισχύει:
Ερευνητές του MIT σκοπεύουν να βγάλουν το ανθρώπινο στοιχείο από την ανάλυση big data μέσω ενός νέου συστήματος το οποίο όχι μόνο αναζητεί μοτίβα σε άγνωστα δεδομένα με σκοπό την πρόγνωση, αλλά σχεδιάζει μόνο του και το επιθυμητό σετ χαρακτηριστικών για την απαιτούμενη διαδικασία.
Για σκοπούς δοκιμών του πρώτου πρωτοτύπου, έγιναν τρεις διαγωνισμοί data science, στους οποίους είχε να ανταγωνιστεί ανθρώπινες ομάδες, με κοινό σκοπό την εύρεση μοτίβων πρόβλεψης σε άγνωστα σετ δεδομένων.
Από τις 906 ομάδες που συμμετείχαν συνολικά, το Dara Science Machine κατάφερε να σημειώσει καλύτερες επιδόσεις από τις 615.
Στους δύο εκ των τριών διαγωνισμών, οι προβλέψεις είχαν ακρίβεια της τάξης του 94% και του 96%, ενώ στην τρίτη «μόλις» 87%.
Ωστόσο, δεν μπορεί να παραλειφθεί το ότι οι άνθρωποι συμμετέχοντες δούλευαν πάνω στους αλγορίθμους πρόγνωσής τους για μήνες, ενώ το Data Science Machine χρειάστηκε μεταξύ 2 και 12 ωρών για την αντίστοιχη εργασία.
Κατά τον Μαξ Κάντερ, στη δουλειά του οποίου έχει βασιστεί το σύστημα, το Data Science Machine αποτελεί «βοήθεια» προς την ανθρώπινη νοημοσύνη/ αναλυτική δυνατότητα.
«Υπάρχουν τόσα πολλά δεδομένα προς ανάλυση εκεί έξω, και αυτή τη στιγμή απλά “κάθονται”, χωρίς να αξιοποιούνται.
Οπότε ίσως να μπορούμε να σκεφτούμε μια λύση που, τουλάχιστον, θα μας βοηθήσει να αρχίσουμε πάνω στο αντικείμενο, τουλάχιστον να αρχίσουμε να κινούμαστε».
Το σύστημα χρησιμοποιεί μια σειρά από «κόλπα» για να εξομοιώσει την ανθρώπινη διαίσθηση όσον αφορά στον εντοπισμό μοτίβων, όπως την αξιοποίηση της δομής των βάσεων δεδομένων που αναλύει για τη δημιουργία νέων συγκριτικών δεδομένων, κάτι που ακολουθείται από μια σειρά διαφορετικών υπολογισμών προκειμένου να βρεθούν συσχετισμοί.
Επίσης, ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε συγκεκριμένα δεδομένα (όπως ένας μήνας, ένα όνομα ενός brand ή κάτι ανάλογο), προκειμένου να μελετώνται οι σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών τους και των νέων συγκριτικών δεδομένων.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr
Λίγο τα «καπρίτσια» της φύσης, λίγο η τύχη και αρκετές... δόσεις γενετικών μεταλλάξεων, συνθέτουν το παζλ που προσπαθούν να συμπληρώσουν οι επιστήμονες για να κωδικοποιήσουν την εξέλιξη του σύγχρονου ανθρώπου.
Οι επιστημονικές έρευνες επικεντρώνονται πλέον στην επανεξέταση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνολογιών και της γενετικής. Από τη μια οι ανθρωπολόγοι αντλούν πληροφορίες από οστά και απολιθώματα, από την άλλη οι ερευνητές μελετούν τις επιπτώσεις των κλιματικών μεταβολών και τέλος οι γενετιστές πειραματίζονται προσπαθώντας να αναπαράγουν τις γενετικές μεταλλάξεις που οδήγησαν στον σύγχρονο άνθρωπο.Να εντοπίσουν την καθοριστική στιγμή που ο Homo sapiens έσπασε τα δεσμά της βιολογίας, ξέφυγε από τις λιγότερο εξελιγμένες μορφές και κυρίευσε τον πλανήτη.
Τα μέχρι σήμερα συμπεράσματα συγκλίνουν στο ότι υπήρξαν τρεις φάσεις της ανθρώπινης εξέλιξης: στην πρώτη, η φύση έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο, κάνοντας τους δικούς της «πειραματισμούς». Στη δεύτερη, επικράτησε το μοντέλο του συλλέκτη και κυνηγού, από το οποίο προέκυψε στην τρίτη φάση ο Homo sapiens, ο οποίος κυριάρχησε στον πλανήτη.
Οι κλιματικές αλλαγές
Το μεγάλο όπλο του ανθρώπου είναι ο νους του, η δυνατότητά του να σκέφτεται και να σχεδιάζει, και το εργαλείο είναι ο εγκέφαλος. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι οι σημαντικές κλιματικές αλλαγές έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, ιδιαίτερα πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια, με την υποχώρηση των παγετώνων. Πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια ο εγκέφαλος άρχισε να μεγαλώνει ταχύτατα, καθώς όσο πιο έξυπνος ήταν ο άνθρωπος τόσο καλύτερα μπορούσε να ανταποκριθεί στα δύσκολα καιρικά φαινόμενα και να προσαρμοστεί στο νέο κλίμα.
Το επόμενο στάδιο, που συμπίπτει περίπου χρονικά, είναι η αλλαγή στη διατροφή και συγκεκριμένα η έναρξη της κρεατοφαγίας. Ο εγκέφαλος καταναλώνει πολλή ενέργεια και το κρέας ήταν μια σημαντική πηγή θερμίδων, που αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ο άνθρωπος ανακάλυψε τη φωτιά και το μαγείρεμα. Μελέτες έχουν δείξει ότι η διατροφή που αποτελείται αποκλειστικά από ωμή τροφή δεν παρέχει ικανοποιητική ενέργεια στον ανθρώπινο εγκέφαλο για να αξιοποιήσει όλες του τις δυνατότητες, οι οποίες τον διακρίνουν από τους λιγότερο εξελιγμένους «προγόνους» του.
Οσο μεγάλωνε ο εγκέφαλος, τόσο συρρικνώνονταν το πεπτικό σύστημα και οι μύες, προκειμένου να εξοικονομηθεί κι άλλη ενέργεια. Ταυτόχρονα, ο ανθρώπινος οργανισμός άρχισε να συσσωρεύει λίπος, με στόχο τη συντήρηση του εγκεφάλου υπό αντίξοες συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα βρέφος έχει στο σώμα του ποσοστό λίπους 15%, ενώ ένας νεογέννητος χιμπαντζής μόλις 3%.
Ο τρόπος με τον οποίο, όμως, διαμορφώθηκαν οι συνάψεις του εγκεφάλου, οι νευρώνες και τα κύτταρα, που καθορίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου είδους, παραμένει ακόμη μυστήριο για τους επιστήμονες. Οι ερευνητές αναζητούν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα στα γονίδια.
Συγκρίνοντας το γονιδίωμα του ανθρώπου και του χιμπαντζή, κατάφεραν να εντοπίσουν ένα ποσοστό της τάξης του 1,4% στο οποίο τα δύο είδη διαφοροποιούνται απόλυτα. Εκτιμούν, λοιπόν, ότι σε αυτό το 1,4% κρύβεται το κλειδί για τις ιδιότητες που ξεχωρίζουν το ανθρώπινο γένος.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους βιολόγους έχουν τα γονίδια που διαδραμάτισαν ρόλο στην εξέλιξη του εγκεφάλου και γι' αυτό διεξάγονται διάφορα πειράματα από πανεπιστήμια και ινστιτούτα, με αρκετή επιτυχία.
Ανάμεσα στις προκλήσεις για τους επιστήμονες είναι να εντοπίσουν το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο άνθρωπος αντέστρεψε τους ρόλους: αντί να προσαρμόζεται εκείνος στο περιβάλλον, άρχισε να προσαρμόζει το περιβάλλον στις δικές του ανάγκες.
imerisia.gr