Αύξηση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα καταγράφεται τις τελευταίες εβδομάδες, εξέλιξη που ωστόσο δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εκροές καταθέσεων που έχουν σημειωθεί από τον περασμένο μήνα έως σήμερα.
Τραπεζικές πηγές εξηγούν πως η μεγαλύτερη πίεση που δέχεται αυτήν τη στιγμή το τραπεζικό σύστημα προέρχεται από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου, οι οποίες απορροφούν μεγάλο κομμάτι της διαθέσιμης ρευστότητας.
Η αύξηση των συγκεκριμένων πράξεων, σε συνδυασμό με τη μη ανανέωση των θέσεων κάποιων ξένων χαρτοφυλακίων, αναγκάζει τις ελληνικές τράπεζες να ενισχύσουν τη συμμετοχή τους στους βραχυπρόθεσμους τίτλους που εκδίδει το δημόσιο.
Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση στο μέτωπο των καταθέσεων είναι απολύτως ελεγχόμενη έως τώρα. Εκτιμάται ότι από τις αρχές Δεκεμβρίου, η διαρροή κινείται στα επίπεδα των 3 δισ. ευρώ, ποσό που δε δημιουργεί προβληματισμό στις τραπεζικές διοικήσεις.
Ωστόσο, ο συνδυασμός αύξησης των αγορών εντόκων γραμματίων και μείωσης των υπολοίπων των καταθέσεων, έχει αναγκάσει τα πιστωτικά ιδρύματα να αυξήσουν το δανεισμό τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Όπως επισημαίνουν τραπεζικοί κύκλοι, η αύξηση αυτή πραγματοποιείται και προληπτικά για το ενδεχόμενο νέων πιέσεων στα επίπεδα ρευστότητας του συστήματος τις επόμενες εβδομάδες, έως ότου σχηματιστεί νέα κυβέρνηση και υπάρχει μία συμφωνία με την τρόικα για ένα νέο πρόγραμμα.
Άλλωστε, προσθέτουν οι ίδιες πηγές «ποτέ δεν πάμε ‘’τσίμα-τσίμα’’. Πάντοτε πρέπει να υπάρχουν περιθώρια ασφαλείας».
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ
Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος πάντως αυτήν τη στιγμή είναι το τι θα γίνει με τις κρατικές εγγυήσεις ονομαστικής αξίας 35 δισ. ευρώ, που έχουν κατατεθεί στην ΕΚΤ προς άντληση ρευστότητας.
Μέσω αυτών, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι έχουν αντλήσει μέσω των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της νομισματικής αρχής περί τα 20 δισ. ευρώ.
Με βάση τις έως τώρα αποφάσεις της Ευρωτράπεζας, τα ενέχυρα αυτά θα παύσουν να γίνονται αποδεκτά στο τέλος Φεβρουαρίου, που σημαίνει ότι είτε θα πρέπει να υπάρξει παράταση της αποδοχής τους ή να αντικατασταθούν από άλλους τίτλους, προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση στον απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ.
Διαφορετικά, οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να στραφούν εκ νέου στην Τράπεζα της Ελλάδος και στον έκτακτο μηχανισμό στήριξης (ELA), ο οποίος ωστόσο είναι σημαντικά ακριβότερος, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει την οργανική τους κερδοφορία.
Το ετήσιο κόστος από τη μεταφορά 20 δισ. ευρώ από δανεισμό της ΕΚΤ στον ELA εκτιμάται για το σύνολο του κλάδου στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ.
Σταθερά τα επιτόκια
Από την άλλη πλευρά πάντως, θετικό είναι το γεγονός πως μέχρι στιγμής δεν έχουν αυξηθεί τα επιτόκια των καταθέσεων.
Σύμφωνα με έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, μία τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ένα ‘’πισωγύρισμα’’ για το σύστημα, λόγω της αύξησης των εξόδων για τόκους που θα επέφερε.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, «τα χαμηλά επίπεδα εκροών καταθέσεων, αλλά και η αναποτελεσματικότητα μίας αύξησης της τάξης των 20 μονάδων βάσης στις αποδόσεις ως κίνητρο παραμονής στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, μας οδήγησαν στην απόφαση να αφήσουμε προς το παρόν στα ίδια επίπεδα τα επιτόκια».
Μείωση δανείων
Όλο αυτό το κλίμα έχει οδηγήσει στην αναβολή των σχεδίων των τραπεζών για αύξηση της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία το 2015.
Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, μετά την προκήρυξη των εκλογών είναι εμφανής η μείωση της ζήτησης για δάνεια από επιχειρήσεις, η οποία είχε αρχίσει δειλά – δειλά να ανακάμπτει στο τέλος της περυσινής χρονιάς.
«Ακόμη και οι αιτήσεις για στεγαστικά δάνεια είχαν τριπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα από τα πολύ χαμηλά επίπεδα στα οποία υποχώρησαν τα τελευταία χρόνια, στοιχείο ενδεικτικό της βελτίωσης της ψυχολογίας των νοικοκυριών», σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
«Πλέον, η πορεία ανάκαμψης έχει ‘’παγώσει’’. Πολύ δύσκολα θα επαληθευτούν οι προβλέψεις που διατυπώσαμε πέρυσι για διπλασιασμό των χορηγήσεων το 2015» επισημαίνει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου.
Και εξηγεί πως δεν είναι μόνο οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στη χρηματοδότησή τους από τον επίσημο τομέα, αλλά και η σημαντική πτώση της ζήτησης για τραπεζικό δανεισμό, η οποία με τα σημερινά δεδομένα είναι άγνωστο πότε θα ανακάμψει.