Ποινή κάθειρξης 24 ετών και χρηματική ποινή 65.000 ευρώ επέβαλε χθες το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων στον Τούρκο διακινητή μεταναστών D. D του I. 46 ετών, ενώ σε ποινή κάθειρξης 14 ετών και χρηματική ποινή 24.000 ευρώ καταδικάστηκε ο ομοεθνής συγκατηγορούμενος του K. S. του K. 34 ετών.
Οι ανωτέρω συνελήφθησαν από στελέχη του τμήματος ασφαλείας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ρόδου.
Πιο συγκεκριμένα την 20.00 ώρα της 25ης Σεπτεμβρίου 2013, εντοπίστηκαν στην Μαρίνα του Μανδρακίου 8 λαθρομετανάστες προερχόμενοι από το Νταλαμάν της Τουρκίας, οι οποίοι έφτασαν στο νησί με το σκάφος “VALENTINO”, με σημαία Τουρκίας, μήκους 11,59 μέτρων.
Επρόκειτο για δύο άνδρες, τρεις γυναίκες και 3 παιδιά, υπηκόους Συρίας, που μεταφέρθηκαν στο νησί από τους κατηγορούμενους.
Από την προανάκριση προέκυψε ότι κατέβαλαν για τη μεταφορά τους στο νησί 2.000 δολάρια σε έναν τρίτο, υπήκοο Τουρκίας.
Ο 46χρονος δήλωσε ότι έλαβε 5000 ευρώ από τον “εγκέφαλο” του κυκλώματος ως προκαταβολή για να μεταφέρει τους παράνομους μετανάστες με το υπό ιδιοκτησία του σκάφος, ενώ κατέθεσε επίσης ότι μαζί τους ταξίδευε ένας άνδρας, ενδεχομένως Σύρος, ονόματι “Μοχάμεντ”, ο οποίος πιθανώς διαμένει στη Ρόδο και σχετίζεται με την υπόθεση.
Επίσης κατονόμασε έναν άνδρα, πιθανότατα υπήκοο Τουρκίας, του Υ. U., ηλικίας 31 ετών, κάτοικο Σμύρνης, ως το άτομο που οργάνωσε τη μεταφορά των λαθρομεταναστών.
Ο 34χρονος υποστήριξε ότι θα ελάμβανε ως αμοιβή 1.000 ευρώ από τον κυβερνήτη του σκάφους προκειμένου να βοηθήσει στη μεταφορά των μεταναστών.
Σημειώνεται ότι το σκάφος είχε πρόβλημα και η καμπίνα στην οποία είχαν στοιβαχθεί οι λαθρομετανάστες είχε πλημμυρίσει με νερά και έγερνε προς τη μια πλευρά.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής τους παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Γιάννης Γλύκας και Ι. Τζανέρ.
dimokratiki.gr
Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για απιστία στην υπηρεσία, σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, άσκησαν οι εισαγγελείς Διαφθοράς σε βάρος στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών το διάστημα 2001-2002,
για παράνομη χρηματοδότηση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που εδρεύει στις ΗΠΑ με ποσό 609 χιλιάδες δολάρια που εμφανίζονταν να διατίθεται για βοήθεια στην Σερβία.
Η δίωξη που ασκήθηκε μετά το πέρας προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένης Ράικου στρέφεται κατά τεσσάρων στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, η κατηγορία απαγγέλθηκε κατά του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του Υπουργείου Εξωτερικών, του Διευθυντή Β5 Διευθύνσεως Αναπτυξιακής Πολιτικής, του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ΥΔΑΣ και τουΓενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας. Η δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση αναμένεται να διαβιβαστεί δια του Αρείου Πάγου στην Βουλή προκειμένου να διερευνηθεί αν προκύπτουν ενδεχόμενες ευθύνες των, κατά τον χρόνο εκείνο, Υπουργού και Υφυπουργού των Εξωτερικών.
Η υπόθεση απασχόλησε την εισαγγελία Διαφθοράς με αφορμή έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ),τον Σεπτέμβριο του 2015, του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία διενεργεί ελέγχους σχετικά με χρηματοδοτήσεις Μη Κυβερνητικών Οργανισμών που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν.
Τα στοιχεία που δόθηκαν στους εισαγγελείς αφορούσαν χρηματοδότηση «που έλαβε παρανόμως υποκατάστημα στη Σερβία του εδρεύοντος στις Η.Π.Α. ΜΚΟ (think tank) με την επωνυμία «East West Institute» κατά τα έτη 2001 και 2002».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας που σχημάτισαν οι εισαγγελείς, η εν λόγω χρηματοδότηση προβλεπόταν να ανέλθει στο ποσό των 900 χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ προοριζόμενη να εκταμιευθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις κατά τα έτη 2001-2003. Τελικώς εκταμιεύθηκαν δύο δόσεις συνολικά 609 χιλιάδες δολάρια, ενώ κατά το έτος 2003 επιχειρήθηκε να δοθεί στην ΜΚΟ και το υπόλοιπο των «υπεσχημένων» εκ 300 χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ. Οι χρηματοδοτήσεις ωστόσο έγιναν χωρίς να υπογραφεί σχετική υπουργική απόφαση, παρά τη σχετική εισήγηση των υπηρεσιακών παραγόντων.
Από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε πως η παράδοση των χρημάτων έγινε σε μετρητά, μέσω της Ελληνικής Διπλωματικής Αρχής στη Σερβία, η οποία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις πληρωμές χωρίς να της έχουν τεθεί υπόψη ουσιαστικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση.
Στην δικογραφία αναφέρεται πως τα χρήματα που έλαβε η επίμαχη ΜΚΟ, αποτελούσαν πιστώσεις του ΥΠΕΞ που προορίζονται για την κάλυψη δαπανών βοήθειας προς ξένες χώρες δηλαδή προς αλλοδαπές κρατικές οντότητες λόγω θεομηνιών, πολεμικών, πολιτικών και άλλων γεγονότων. Τα ποσά αιτιολογήθηκαν ως χρηματοδότηση δράσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιανατολική Ευρώπη. Στην δικογραφία τονίζεται πως η χρηματοδότηση δόθηκε σε αλλοδαπή ΜΚΟ, την οποία αγνοούσαν οι Υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, «γεγονός που συνάγεται αδιαμφισβήτητα από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση».
Επίσης, η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς να ερωτηθούν ή να εισηγηθούν, τόσο η Πρεσβεία Βελιγραδίου όσο και οι αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΕΞ. Επιπλέον, από τους εισαγγελείς καταλογίζεται στους υπαιτίους πως η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει αξιολογηθεί η σχεδιαζόμενη δράση και χωρίς να έχει σχηματισθεί πλήρης φάκελος από τον οποίο να προκύπτει η επάρκεια του προγράμματος και το εθνικό συμφέρον το οποίο επιδιώκεται να ικανοποιηθεί ή οι ευνοϊκές συνέπειες στον πληθυσμό και την οικονομία της περιοχής. Καταλογίζεται επίσης πως η χρηματοδότηση έγινε μέσω έκδοσης χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, χωρίς να υπάρχει καμία επείγουσα ή ανυπέρβλητη ανάγκη άμεσης παροχής βοήθειας η οποία να δικαιολογεί την έκδοσή τους αλλά και χωρίς να οριστεί αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του «προγράμματος», με αποτέλεσμα αυτό να μην παρακολουθηθεί.
Όπως αποδείχθηκε δε από την εισαγγελική έρευνα, το επίμαχο ποσό τελικώς εξυπηρέτησε τις δαπάνες συντήρησης του γραφείου του ΜΚΟ στο Βελιγράδι, τη μισθοδοσία, τη μετακίνηση και τη συμμετοχή του προσωπικού του σε συνέδρια και ομάδες εργασίας και κατά συνέπεια η διάθεσή του δεν εξυπηρέτησε κανένα εθνικό συμφέρον.
Η υπόθεση ανατέθηκε σε ανακριτή ενώπιον του οποίου θα κληθούν σε απολογία οι εμπλεκόμενοι.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στο Β’ Τριμελές Εφετείο Αθηνών επί κακουργημάτων θα εξεταστεί, μετά από αναβολές, την 11η Δεκεμβρίου 2015, η υπόθεση με κατηγορούμενο για εκβίαση κατ’ επάγγελµα και συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση, τον κ. Παναγιώτη Ζαχαρίου, άλλοτε στενό συνεργάτη του Δωδεκανήσιου πρώην υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Αριστοτέλη Παυλίδη.
Ως πολιτικός ενάγων στην υπόθεση, παρίσταται ο εφοπλιστής κ. Φώτης Μανούσης.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του κ. Ζαχαρίου θα παραστεί ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, δικηγόρος κ. Νικόλαος Κωνσταντόπουλος και του κ. Μανούση οι δικηγόροι κ.κ. Γ. Γιαννάτος και Λ. Κιτσαράς.
Όπως ξανάγραψε η “δημοκρατική”, η δικαστική έρευνα της υποθέσεως από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών ξεκίνησε έπειτα από δισέλιδη επιστολή που έστειλε τον Απρίλιο του 2007 ο τότε υπουργός Αιγαίου κ. Παυλίδης στον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά, επισημαίνοντας ότι εκβιάζεται από τον εφοπλιστή κ. Φ. Μανούση, ιδιοκτήτη της ακτοπλοϊκής εταιρείας αSΑΟS Ferries, προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης στη δρομολόγηση πλοίων του, στις άγονες γραμμές του Αιγαίου. Στόχος του τελευταίου, σύμφωνα με την επιστολή, ήταν να ενταχθούν τα 11 πλοία του στις επιδοτούμενες γραμμές του Αιγαίου. Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Εφετών κ. Ντογιάκο, ο οποίος αμέσως κάλεσε για κατάθεση τον κ. Μανούση.
Ο κ. Μανούσης ισχυρίστηκε ενώπιον του δικαστικού λειτουργού ότι ο κ. Παυλίδης από τις αρχές του 2006 προωθούσε τα συμφέροντα άλλων εφοπλιστών-ανταγωνιστών του στη δρομολόγηση πλοίων στο Ανατολικό Αιγαίο. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά την περίπτωση κατακύρωσης διαγωνισμών σε επιχειρηματία ο οποίος δρομολογούσε πλοία με ξένη σημαία και παρουσίαζε προβλήματα στην προέλευση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας του. Επιπλέον ο κ. Μανούσης υποστήριξε στην κατάθεσή του πως, παρ’ ότι είχαν ληφθεί αποφάσεις για απόσυρση των πλοίων του συγκεκριμένου επιχειρηματία από τις γραμμές του Ανατολικού Αιγαίου, αυτά συνέχιζαν να εκτελούν τα δρομολόγια με το δικαιολογητικό ότι ο συγκεκριμένος εφοπλιστής έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και σε άλλα δικαστικά όργανα. Επιπλέον υπήρξε καταγγελία του κ. Μανούση ότι το γραφείο του πρώην υπουργού Αιγαίου προωθούσε τα συμφέροντα εταιρείας από την περιοχή της Ρόδου στην κάλυψη τοπικής ακτοπλοϊκής γραμμής.
Ο εφοπλιστής κατέθεσε ακόμη ότι έδωσε χρήματα στον συνεργάτη του κ. Αρ. Παυλίδη προκειμένου να έχει “καλή μεταχείριση” η εταιρεία του SΑΟS Ferries στα δρομολόγια της άγονης γραμμής από το υπουργείο Αιγαίου.
Ο κ. Παυλίδης μετά από τον έλεγχο που διενεργήθηκε αρμοδίως από τη Βουλή δεν παραπέμφθηκε για την υπόθεση αρμοδίως.
Ο κ. Ζαχαρίου ωστόσο κατηγορείται, σύµφωνα µε το παραπεµπτικό βούλευµα, ότι απέσπασε συνολικά το ποσό των 667.500 ευρώ από τον εφοπλιστή «εκβιάζοντας», µε αντάλλαγµα τη συµµετοχή του στους διαγωνισµούς των άγονων γραµµών, κάτι που ο κατηγορούµενος αρνείται, επικαλούμενος την οικονοµική του ευρωστία.
Περαιτέρω κατηγορείται ότι εξανάγκασε τον κ. Μανούση, στις 8-1-2007, να καταθέσει, για λογαριασµό του σε τηρούµενο στο υποκατάστηµα Ρόδου της Εθνικής Τράπεζας, δικαιούχος του οποίου είναι ο κ. Τσαµπίκος Τριοµµάτης, το χρηµατικό ποσό των 7.500 ευρώ.
Στις εξηγήσεις που έδωσε ο κ. Ζαχαρίου με την ιδιότητα του υπόπτου τέλεσης αξιόποινων πράξεων, υποστήριξε ότι είχε επισκεφθεί το γραφείο του Φ. Μανούση τρεις ή τέσσερις φορές. Αρνήθηκε, όμως, οποιαδήποτε άλλη σχέση με την υπόθεση, επισημαίνοντας ότι δεν έλαβε ποτέ χρήματα από τον πλοιοκτήτη. Οπως υπογράμμισε, διατηρούσε προσωπική γνωριμία με τον κ. Μανούση μέσω άλλων εφοπλιστών με τους οποίους έχει συγγενικές σχέσεις. Στους λογαριασμούς του κ. Ζαχαρίου, βρέθηκαν καταθέσεις η προέλευση των οποίων δικαιολογήθηκε από τον ίδιο.
Ο κ. Ζαχαρίου εργάζεται ως πολιτικός μηχανικός και τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς του προέρχονται, όπως τονίσθηκε, από την εργασία του.
dimokratiki.gr
Κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος απήγγειλαν οι οικονομικοί εισαγγελείς σε βάρος δύο στελεχών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και 57 επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα.
Τα δύο στελέχη, πριν περίπου εννέα χρόνια, εξασφάλισαν με παράνομο τρόπο στους επιχειρηματίες εγγυήσεις του Δημοσίου ύψους 94 εκατομμυρίων ευρώ για εξυπηρέτηση προβληματικών δανειακών τους υποχρεώσεων!
Η δίωξη που ασκήθηκε για την υπόθεση αφορά στο αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, το οποίο στρέφεται κατά των δύο κρατικών υπαλλήλων, καθώς και το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απιστία που βαρύνει τους 57 επιχειρηματίες.
Στη δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση έπειτα από έρευνα που διέταξε ο οικονομικός εισαγγελέας Παναγιώτης Αθανασίου και διενεργήθηκε από την επίκουρη εισαγγελέα Ελένη Μιχαλοπούλου, αναφέρεται πως ήδη από τις παράνομες ενέργειες των δύο στελεχών του ΓΛΚ, που αφορούν το χρονικό διάστημα 2006-2007, το Δημόσιο έχει υποστεί ζημιά πάνω από 1,2 εκατομμύρια ευρώ ενώ το ποσό αναμένεται να αυξηθεί καθώς πολλές από τις επίμαχες εγγυήσεις έχουν ήδη καταπέσει και οι πληρωμές τους λήγουν στο τέλος του 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε η εισαγγελική λειτουργός, η βασική κατηγορούμενη στην υπόθεση, διευθύντρια του ΓΛΚ, με τη συνδρομή υπαλλήλου της υπηρεσίας, παρείχε στους 57 συγκατηγορουμένους της επιχειρηματίες, μέσα σε διάστημα 30 ημερών, εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου συνολικού ύψους 94.032.170 ευρώ σε αντιστοίχηση επισφαλών δανειοδοτήσεων από πιστωτικά ιδρύματα, με βάση ειδικό νόμο του 2006 που έδωσε στο Δημόσιο την δυνατότητα εγγυοδοσίας.
Ο νόμος, που αφορά σε εταιρίες με προβλήματα στην εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεών τους, προβλέπει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις για το Δημόσιο με βασική, την εξέταση αυτού του είδους επιχειρηματικών αιτημάτων από ειδικό 11μελές συμβούλιο.
Εν προκειμένω όμως, σύμφωνα με τη δικογραφία, η κατηγορουμένη φέρεται να παρέκαμψε τη διαδικασία του ελέγχου από το αρμόδιο συμβούλιο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επιχειρηματιών ενέκρινε εγγύηση χωρίς καν να υπάρχει αίτηση του ενδιαφερόμενου. Από τις επίδικες εγγυήσεις ήδη έχουν καταπέσει οι 34 από αιτήματα πιστωτικών ιδρυμάτων για ποσά που φθάνουν τα 34.714.918 ευρώ. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο έχει καταβάλει ήδη το ποσό των 1.201.429 ευρώ.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ