Τρεις λόγοι οδήγησαν στην απόφαση - Σύμμαχος του Τούρκου προέδρου ο εθνικιστής Μπαχτσελί
Ήταν κοινό μυστικό ότι ο Ερντογάν δεν θα περίμενε το 2019 για να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την έστω και οριακή νίκη του πριν ένα χρόνο στο δημοψήφισμα για την έγκριση του νέου Συντάγματος που είναι κομμένο και ραμμένο στα δικά του μέτρα. Με την εκλογή του από τον λαό, άλλωστε, θα αποκτήσει και θεσμικά τις πρωτοφανείς εξουσίες που σήμερα ασκεί ατύπως. Στην πραγματικότητα, οι εξουσίες που θα έχει παραπέμπουν σε σουλτάνο.
Οι πληροφορίες ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν θα περίμενε πολύ για να στήσει κάλπες ουσιαστικά επιβεβαιώθηκαν όταν ο σύμμαχός του Μπαχτσελί, αρχηγός των Γκρίζων Λύκων, πρότεινε εκλογές το καλοκαίρι. Για όσους παρακολουθούν την τουρκική πολιτική ζωή ήταν δεδομένο πως δεν επρόκειτο για δική του πρωτοβουλία. Κατέθεσε την πρόταση σε συνεννόηση με τον μεγάλο εταίρο του, προκειμένου να του δώσει ένα πρόσχημα για την επίσπευση. Έτσι και έγινε.
Ο Ερντογάν έχει συνείδηση ότι από την εκλογή αυτή κρίνονται σχεδόν τα πάντα γι’ αυτόν. Χρειάζεται, λοιπόν απεγνωσμένα τη νίκη και θα κάνει τα πάντα για να την έχει. Η οριακή επικράτηση του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου του έδειξε ότι η εικόνα του έχει αρχίσει να φθείρεται ακόμα και στη «βαθιά Τουρκία», την οποία εκφράζει πολιτικά. Ο χρόνος, όμως, δεν εργάζεται εναντίον του μόνο γι’ αυτό. Υπάρχουν και τρεις πρόσθετοι σοβαροί λόγοι που ενδέχεται να κλονίσουν την πολιτική ηγεμονία του.
Ο πρώτος είναι η κατάσταση της οικονομίας. Είναι κοινός τόπος ότι η τουρκική οικονομία συνεχίζει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω της επεκτατικής πολιτικής που ακολουθείται με εντολές Ερντογάν και παρά την αντίθετη άποψη της Κεντρικής Τράπεζας. Είναι κοινός τόπος ότι στην Τουρκία έχει δημιουργηθεί μία τεράστια φούσκα, η οποία είναι στα όρια της. Εάν σκάσει θα προκαλέσει αναπόφευκτα ένα παλλοιριακό κύμα, το οποίο με τη σειρά του θα πλήξει καίρια κυρίως τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει απόλυτη συνείδηση ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που αποσχίσθηκε από το ισλαμικό Κόμμα Ευημερίας του Ερμπακάν, κατάφερε και βγήκε πρώτο στις εκλογές του 2002, επειδή ακριβώς η Τουρκία βρισκόταν στη δίνη μίας μείζονος οικονομικής κρίσης. Εάν ψάξουμε ένα ελληνικό αντίστοιχο είναι η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ λόγω Μνημονίων.
Η αναπτυξιακή κούρσα της τουρκικής οικονομίας επί Ερντογάν δημιούργησε μία μεγάλη κοινωνική δυναμική, με αποτέλεσμα την ανάδυση νέων στρωμάτων, τα οποία μέχρι τότε ήταν περίπου στο περιθώριο. Είναι ακριβώς αυτά τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν τους νεοοθωμανούς στον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο με το μετακεμαλικό «βαθύ κράτος», προσφέροντάς τους τη μία μετά την άλλη εκλογική νίκη. Έτσι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εδραιώθηκε ως κυρίαρχος πολιτικός οργανισμός. Ο Ερντογάν, λοιπόν, δεν έχει κανένα λόγο να διακινδυνεύσει την εκδήλωση μίας οικονομικής κρίσης, η οποία αναπόφευκτα θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις και στο πολιτικό-εκλογικό επίπεδο.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή την περίοδο εισπράττει πολιτικά-εκλογικά και τον εθνικιστικό πυρετό που έχει προκαλέσει η κατάληψη του Αφρίν από τον τουρκικό στρατό. Το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει θέσει υπό τον στρατιωτικό έλεγχό της τη βορειοδυτική Συρία και δεν φαίνεται καθόλου διατεθειμένη να αποσυρθεί, παραπέμπει στον τρόπο που στη δεκαετία του 1930 η Τουρκία προσάρτησε τη συριακή επαρχία της Αλεξανδρέττας. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν κλείνει το μάτι στον μέσο Τούρκο ψηφοφόρο, λέγοντάς του χωρίς λόγια ότι τηρεί την υπόσχεσή του πως επί των ημερών του η Τουρκία όχι μόνο δεν θα χάσει, αλλά και θα κερδίσει εδάφη.
Το κλίμα εθνικιστικής ευφορίας δεν είναι σίγουρο πως θα συνεχισθεί για πολύ, δεδομένου ότι η Συρία αποδεικνύεται δύσκολο γήπεδο, ακόμα και για τους μεγάλους παίκτες. Σήμερα ο Ερντογάν μπορεί να ισχυρισθεί ότι όπως έδιωξε τους Κούρδους μαχητές από το Αφρίν, θα τους διώξει και από την Μανμπίτζ, αλλά και από τα εδάφη που σήμερα ελέγχουν ανατολικά του Ευφράτη. Είναι, ωστόσο, προφανές πως αυτή η ρητορική του δεν αντανακλά τη γεωπολιτική πραγματικότητα.
Ο τρίτος λόγος που ευνοεί τον Ερντογάν αυτή την περίοδο είναι ότι οι αντίπαλοί του είναι περισσότερο ή λιγότεροι αποδυναμωμένοι, λόγω του κύματος των διώξεων και εκκαθαρίσεων. Αυτό δεν αφορά μόνο το δίκτυο του ιμάμη Γκιουλέν, το οποίο αποτελεί τον κεντρικό στόχο του καθεστώτος. Αφορά και το κουρδικό κόμμα, η ηγεσία και πολλά στελέχη του οποίου βρίσκονται στις φυλακές, κατηγορούμενα για σχέση με το ΡΚΚ, δηλαδή για τρομοκρατία. Αφορά ακόμα και δυτικότροπους φιλελεύθερους, οι οποίοι, επίσης, βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση. Οι εκλογές, άλλωστε, θα διεξαχθούν με την Τουρκία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, παρά τις διαμαρτυρίες της κεμαλικής αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το γεγονός ότι αυτή την περίοδο ο Ερντογάν είναι πάνω στο κύμα επιβεβαιώνεται και από τις δημοσκοπήσεις. Η πολιτική-εκλογική συμμαχία του με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί εξασφαλίζει πάνω από 50%. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως αυτό το ποσοστό είναι για πολύ διατηρήσιμο. Και εν πάση περιπτώσει, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει κανένα λόγο να το διακινδυνεύσει. Πολύ περισσότερο που σήμερα ελέγχει σχεδόν απολύτως τους κρατικούς μηχανισμούς με ό,τι αυτό σημαίνει και για το εκλογικό αποτέλεσμα. Υπενθυμίζουμε ότι στο δημοψήφισμα, ειδικά στις κουρδικές περιοχές έγινε εκτεταμένη νοθεία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα επαναληφθεί.
www.protothema.gr