Από την περασμένη Δευτέρα, οι αυξημένοι συντελεστές του ΦΠΑ αποτελούν πλέον τη νέα σκληρή πραγματικότητα. Μεταβιβάζοντας 126 δασμολογικούς κωδικούς προϊόντων από το 13% στο 23%,
επιβάλλοντας ΦΠΑ στην εκπαίδευση και αυξάνοντας τους συντελεστές σχεδόν για όλες τις υπηρεσίες –μεταξύ των οποίων εστιατόρια, μεταφορές, ξενοδοχεία–, η κυβέρνηση αναζητεί πρόσθετα έσοδα 2,4 δισ. ευρώ μέσα στους επόμενους 18 μήνες.
Το «εισπρακτικό στοίχημα» πηγαίνει κόντρα και στη λογική –δεν αυξάνονται οι συντελεστές στην έμμεση φορολογία εν μέσω ύφεσης– αλλά και στην προηγούμενη εμπειρία, καθώς τα αντίστοιχα εγχειρήματα του 2009 και του 2010 έφεραν τελικώς μείωση εσόδων και όχι αύξηση. Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει αυτή τη φορά και μπορεί να οδηγήσει σε μια αισιόδοξη εκτίμηση ότι ο εισπρακτικός στόχος θα επιτευχθεί; Η ανάλυση του κεντρικού στόχου –προσθήκη 2,4 δισ. ευρώ στα έσοδα μέχρι το τέλος του 2016– δείχνει ότι οι πιθανότητες εκτροχιασμού είναι πολύ μεγάλες.
Ζητούνται πρόσθετα έσοδα από ταβέρνες και εστιατόρια, φροντιστήρια ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης, ταξί, ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία. Ζητούνται πρόσθετα έσοδα από τη φορολογική συμμόρφωση σε απομακρυσμένες περιοχές –όπως για παράδειγμα στα νησιά– όπου η άφιξη των ελεγκτών του ΣΔΟΕ αποτελεί «είδηση» για ολόκληρη την περιοχή. Ζητούνται, τέλος, περισσότερα έσοδα, τη στιγμή που κανένα μέτρο για την τόνωση της ζήτησης αποδείξεων δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή.
Από πού όμως προσδοκά το υπουργείο Οικονομικών ότι θα συγκεντρώσει αυτά τα 2,4 δισ. ευρώ;
1. Ο κλάδος των ξενοδοχείων, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των δηλώσεων ΦΠΑ, αποδίδει στο κράτος σε ετήσια βάση περίπου 190 εκατ. ευρώ (είναι το αποτέλεσμα της διαφοράς του ΦΠΑ εκροών μείον του ΦΠΑ των εισροών). Οι εισπράξεις, όπως αποτυπώνονται στις δηλώσεις ΦΠΑ, ξεπερνούν τα 3,8 δισ. ευρώ ενώ από τους δύο βασικούς συντελεστές (6,5% και 5% για τα νησιά) οι εισπράξεις είναι περισσότερες από 2,5 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι ο συντελεστής του 6,5% θα πάει στο 13% και του 5% επίσης στο 13% (σταδιακά σε δύο φάσεις), τα προσδοκώμενα έσοδα μόνο από τα ξενοδοχεία ξεπερνούν τα 160-170 εκατ. ευρώ.
2. Ο κλάδος της εκπαίδευσης επίσης θα πληγεί, καθώς για πρώτη φορά φροντιστήρια ξένων γλωσσών και όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, συν την πληροφορική, θα πρέπει να υπαχθούν στον ΦΠΑ. Σήμερα, η συμμετοχή του κλάδου στα έσοδα από τον ΦΠΑ είναι μηδαμινή λόγω της εξαίρεσης. Συνολικά οι επιχειρήσεις εμφανίζονται να πληρώνουν 8 εκατ. ευρώ. Με δεδομένο ότι ο τζίρος του κλάδου ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, οι εισπράξεις αναμένεται να ξεπεράσουν τα 150 εκατ. ευρώ, δεδομένου ότι ο ΦΠΑ θα υπολογίζεται με συντελεστή 23%. Αυτό βέβαια θεωρητικά, διότι θα εξαρτηθεί από το τι θα γίνει με τα δίδακτρα αλλά και με την έκδοση αποδείξεων.
3. Τρίτη μετρήσιμη ποσοτικά παρέμβαση είναι η αύξηση των συντελεστών στα νησιά. Από τους τρεις συντελεστές που ίσχυαν μέχρι σήμερα (5%, 9% και 16%) το Δημόσιο εισέπραξε πέρυσι περίπου 670 εκατομμύρια ευρώ. Με αύξηση των συντελεστών κατά 30% η θεωρητική ετήσια απόδοση μπορεί να προσεγγίσει τα 200 εκατ. ευρώ, αν δεν επηρεαστεί η οικονομική δραστηριότητα στα νησιά. Αν βέβαια ληφθεί υπόψη και η χρονική περίοδος εφαρμογής των μέτρων (από 01/10 για τα νησιά με το μεγαλύτερο εισόδημα και από 01/06/2016 για τα υπόλοιπα νησιά), ο στόχος δεν είναι εύκολος.
4. Ο κλάδος της εστίασης μπήκε στο 23%, βγήκε από το 23% και τώρα ξαναμπαίνει. Την περίοδο που ο συντελεστής ήταν στα υψηλά επίπεδα, ο κλάδος είχε αποδώσει στο Δημόσιο έσοδα περίπου 270 εκατ. ευρώ με τον τζίρο να εμφανίζεται περίπου στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Το τι θα βάλει στο ταμείο το Δημόσιο από εδώ και στο εξής είναι άγνωστο, καθώς η απόδοση θα εξαρτηθεί και από το κυνήγι των αποδείξεων.
5. Μεγάλο πλήγμα θα υποστεί και ο κλάδος των μεταφορών. Μόνο οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, που μέχρι σήμερα υπάγονταν στο 13%, απέφεραν έσοδα περίπου 130 εκατ. ευρώ από τον ΦΠΑ. Με τον συντελεστή στο 23%, μπορούν να προκύψουν πρόσθετα έσοδα 100 εκατ. ευρώ. Πάνω από 50 εκατ. ευρώ αποδίδουν και οι χερσαίες μεταφορές, οπότε μπορεί και από εκεί να υπάρξει πρόσθετο έσοδο 40 εκατ. ευρώ.
Εκτος… ανταγωνισμού το τουριστικό πακέτο
Με «βόμβα» στο τουριστικό πακέτο της χώρας ισοδυναμεί το νέο πακέτο φορολογικών μέτρων καθώς επέρχονται σημαντικές αυξήσεις σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών: σίτιση, διανυκτέρευση, μεταφορές. Από την περασμένη Τετάρτη, η Ελλάδα είναι η χώρα με τον 4ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην Ευρώπη –μας ξεπερνούν μόνο η Ουγγαρία με 27%, η Δανία με 25% και η Ρουμανία με 24%– όσον αφορά στην εστίαση, αλλά και η 6η «δύναμη» στην Ευρώπη των «28» όσον αφορά τον ΦΠΑ των ξενοδοχείων, πίσω από τη Δανία, τη Σλοβακία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ουγγαρία και την Τσεχία. Ακούγεται εξαιρετικά παράδοξο, αν αναλογισθεί κανείς ότι η τουριστική βιομηχανία είναι μαζί με τη ναυτιλιακή αυτές που έχουν απομείνει στην Ελλάδα, αλλά είναι πέρα για πέρα πραγματικό.
Μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα, βέβαια, έχει η σύγκριση με άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Με την Κροατία να έχει συντελεστές 13% και στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια, τη Βουλγαρία να κρατάει στο 9% τη διαμονή και στο 20% την εστίαση, την Ιταλία και τη Γαλλία να βρίσκονται στο 10% και για τους δύο κλάδους και την Κύπρο να φορολογεί με ακόμη μικρότερο συντελεστή (9%) δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια σύγκρισης. Ούτε καν με την Τουρκία, η οποία επίσης έχει φτιάξει ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Αν μάλιστα μπει στην εξίσωση και η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων με την ταυτόχρονη αναπροσαρμογή του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου (σ.σ αναπροσαρμόζεται στο 100% για τις μεγάλες εταιρείες και στο 75% για τις υπόλοιπες) το συγκριτικό μειονέκτημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, δεδομένου ότι όλες οι γειτονικές χώρες έχουν ευνοϊκότερο καθεστώς για τα κέρδη των εταιρειών. Γεγονός που καθιστά την ελληνική πραγματικότητα ακόμα πιο σκληρή.
Το πόσα χρήματα θα εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο από τον ΦΠΑ, δεν εξαρτάται από τον τζίρο μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου, αλλά από τα κέρδη του. Πολύ απλά, διότι από τον ΦΠΑ που εισπράττει μια εταιρεία από τον πελάτη, αφαιρεί τον ΦΠΑ που κατέβαλε στον προμηθευτή και αποδίδει στο Δημόσιο τη διαφορά. Οσο μικρότερα τα κέρδη, τόσο λιγότερες και οι εισπράξεις του Δημοσίου.
Είναι προφανές ότι με τόσο επιθετικά φορολογικά μέτρα, θα πληγεί η κερδοφορία και κατά συνέπεια και τα έσοδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις κλάδοι που συνδέονται με τον τουρισμό (εστίαση, διαμονή και μεταφορές) ανήκουν στον κατάλογο με τους κλάδους που αποδίδουν τα περισσότερα στο Δημόσιο.
Καθημερινή
Με σκοπό την υποβοήθηση και υποστήριξη του έργου του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο προβλέπεται η σύσταση και η οργάνωση Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής.
Η λειτουργία της νέας Γενικής Γραμματείας θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών με 829.000 ευρώ ετησίως
Η νέα Γενική Γραμματεία θα αποτελείται από τρία τμήματα τα οποία θα έχουν ως αρμοδιότητα τον συντονισμό οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, τον στρατηγικό σχεδιασμό και την οργάνωσης διοικητικής και οικονομικής υποστήριξης.
Ο επικεφαλής Γενικός Γραμματέας θα πρέπει να είναι μετακλητός υπάλληλος με βαθμό 1ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων και εφόσον αναλάβει καθήκοντα κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα αναστέλλεται για όσο διάστημα κατέχει τη θέση αυτή. Οι θέσεις των τριών προϊσταμένων των αντίστοιχων γραφείων θα καλυφθούν είτε με ανάθεση καθηκόντων σε καθηγητές Πανεπιστημίου, με παράλληλη άσκηση των κυρίων καθηκόντων τους ή αποκλειστικά, είτε με διορισμό, είτε με απόσπαση μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., Ν.Π.Ι.Δ. και λοιπών φορέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οι υπόλοιπες 15 προβλεπόμενες θέσεις προσωπικού και 12 θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών, θα καλυφθούν με απόσπαση ή διορισμό.
Δύο συμβούλια, το κυβερνητικό και το συμβούλιο για την οικονομική πολιτική θα “τρέχουν” το κυβερνητικό έργο, σύμφωνα με πράξεις υπουργικού συμβουλίου που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το δεύτερο θα έχει, ως φαίνεται βαρύνουσα σημασία, καθώς αναλαμβάνει όλα τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα, τις επενδύσεις, τον ανταγωνισμό και τον έλεγχο της αγοράς, το τραπεζικό σύστημα, την στρατηγική για την διαπραγμάτευση του χρέους και τα χρηματοπιστωτικά θέματα, καθώς και την υποστήριξη για τη συμμετοχή της χώρας στα ευρωπαϊκά συναφή όργανα.
Ειδικότερα, στο Κυβερνητικό Συμβούλιο μετέχουν ο Πρωθυπουργός, ως πρόεδρος, και ως μέλη ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και οι Υπουργοί της Κυβέρνησης. Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης αναπληρώνει τον Πρωθυπουργό σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του.
Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο μετέχουν, επίσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου και όσα άλλα μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί καλούνται κάθε φορά από τον Πρωθυπουργό, ενώ μπορεί, επίσης, να καλούνται για παροχή γνώμης στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Καθήκοντα Γραμματέα του Κυβερνητικού Συμβουλίου ασκεί ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης.
«Το Κυβερνητικό Συμβούλιο, ενεργώντας στο πλαίσιο των αποφάσεων και κατευθύνσεων του Πρωθυπουργού αποφασίζει για κάθε θέμα γενικότερης σημασίας, λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής περιλαμβανομένης της νομοθετικής πρωτοβουλίας των Υπουργείων και παρακολουθεί και συντονίζει την εφαρμογή των αποφάσεών του και των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου από τα μέλη της Κυβέρνησης και από τα άλλα συλλογικά κυβερνητικά όργανα» σημειώνεται. Επίσης, συζητά και λαμβάνει αποφάσεις για τα θέματα που παραπέμπει σ’ αυτό ο Πρωθυπουργός.
Παράλληλα, με άλλη πράξη δημιουργείται Κυβερνητικό Συμβούλιο για την Οικονομική Πολιτική, στο οποίο μετέχουν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ως Πρόεδρος, οι Υπουργοί Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Παραγωγικής Ανασυγκρότηγσης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Οικονομικών και οι Αναπληρωτές Υπουργοί Εξωτερικών (αρμόδιος για θέματα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων) και Οικονομικών, ως μέλη.
Επίσης, μετέχουν, όπως αναφέρεται, «χωρίς δικαίωμα ψήφου, εφόσον κληθούν προς τούτο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, και οι Αναπληρωτές Υπουργοί Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Επίσης μετέχουν Υπουργοί ή Αναπληρωτές Υπουργοί άλλων Υπουργείων και ο Πρόεδρος του Σ.Ο.Ε. εφ’ όσον καλούνται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου».
Το Συμβούλιο συνεδριάζει μία φορά το δεκαπενθήμερο και εκτάκτως όποτε κρίνεται αναγκαίο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του. Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου τηρούνται Πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τα μέλη του. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου είναι συλλογικές κυβερνητικές αποφάσεις, οι οποίες υλοποιούνται από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό.
Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για τον «συντονισμό, τη προώθηση και την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος της Κυβέρνησης για όλα τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και τα θέματα ανταγωνισμού και ελέγχου της αγοράς», σημειώνεται.
Επίσης, είναι αρμόδιο για «την επεξεργασία και διαμόρφωση των στρατηγικών της Κυβέρνησης για τη διαπραγμάτευση του Δημοσίου χρέους και τα χρηματοπιστωτικά ζητήματα, καθώς και την υποστήριξη του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών κατά τη συμμετοχή τους στα συλλογικά Ευρωπαϊκά Όργανα για θέματα αρμοδιότητάς τους».
Παράλληλα, με άλλη πράξη του υπουργικού συμβουλίου γίνονται αποδεκτές οι παραιτήσεις των επτά γενικών γραμματέων των αποκεντρωμένων διοικήσεων της χώρας.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με αποφάσεις του πρωθυπουργού που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανατίθενται οι αρμοδιότητες του υπουργού Επικρατείας, κ. Αλέξανδρου Φλαμπουράρη και του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, κ. Τέρενς Κουίκ.
Συγκεκριμένα, ο Φλαμπουράρης αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες που αφορούν στη Γενική Γραμματεία Συντονισμού, στο πλαίσιο των οποίων «υποστηρίζει τις ενέργειες και τις δράσεις του Πρωθυπουργού που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ενότητας της Κυβέρνησης και της συνοχής του κυβερνητικού έργου». Επίσης, στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται κοινοβουλευτικές αρμοδιότητες, η νομοθετική πρωτοβουλία και πρόταση για την έκδοση ατομικών και κανονιστικών διαταγμάτων.
Στον κ. Κουίκ ανατίθεται η «αρμοδιότητα του συντονισμού του κυβερνητικού έργου στο πλαίσιο των οδηγιών του Υπουργού Επικρατείας Αλέξανδρου Φλαμπουράρη και του Πρωθυπουργού. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό επικουρεί στο έργο του τον Υπουργό Επικρατείας Αλέξανδρο Φλαμπουράρη».
Το ΒΗΜΑ